Πέμπτη 11 Μαΐου 2017

Η καταδίκη του εθνοφυλετισμού το 1872 από την Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου


Η καταδίκη του εθνοφυλετισμού το 1872 από την Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η αυτοανακήρυξη του αυτοκεφάλου της Ορθόδοξης Εκκλησίας της ΠΓΔΜ (1967)



Αρχιμανδρίτου
Φιλαρέτου Σπανοπούλου
Ιεροκήρυκος Ι.Μ. Ηλείας.

«Η καταδίκη του εθνοφυλετισμού το 1872 από την Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η αυτοανακήρυξη του αυτοκεφάλου της Ορθόδοξης Εκκλησίας της ΠΓΔΜ (1967)».



ΕΙΣΑΓΩΓΗ.


    Αν ανατρέξουμε στην Εκκλησιαστική μας Ιστορία θα δούμε ότι η Εκκλησία μας ταλαιπωρήθηκε σημαντικά από ποικίλα αιρετικά, δογματικά, σχισματικά, κ.α. προβλήματα που κατά καιρούς ανέκυπταν στο διάβα των αιώνων και τα οποία  αντιμετώπιζε μέσω των Τοπικών και Οικουμενικών της Συνόδων καθώς επίσης και μέσω των σχετικών αποφάσεων και Όρων της.
    Ο εθνοφυλετισμός είναι ένα ακόμα τέτοιο σημαντικό πρόβλημα που προέκυψε στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, στην νεότερη εποχή, με κίνητρο την δημιουργία εθνικών και φυλετικών Εκκλησιών αντί τοπικών Eκκλησιών, κάτι που είναι αντίθετο με την Ορθόδοξη πρακτική.
    Ο φυλετισμός λοιπόν υπήρξε σε μερικές περιπτώσεις το κίνητρο της εθελούσιας χειραφέτησης  μίας τοπικής Εκκλησίας υπό της Μητρός Εκκλησίας, δηλαδή το Οικουμενικό Πατριαρχείο, κάτι το οποίο είναι αντίθετο με την Ορθόδοξη κανονική διδασκαλία και παράδοση, το οποίο δημιούργησε αρκετά προβλήματα μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, μέχρι να διευθετηθεί το όλο θέμα μέσω της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως το 1872.
    Σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι αυτό που έχει την δυνατότητα παροχής του αυτοκεφάλου σε κατά τόπους Εκκλησίες και μόνο στην περίπτωση που αυτές οι χριστιανικές εθνικές ομάδες έχουν αποκτήσει πολιτική ανεξαρτησία και αυτές ζητήσουν την χειραφέτησή τους, διότι είναι αδύνατο εντός μιας ίδιας πολιτείας να υπάρχουν δύο Ορθόδοξες Εκκλησίες. Καθώς επίσης αυτοκέφαλες Εκκλησίες ανακηρύσσονται και αυτές που είναι Αποστολικές Εκκλησίες δηλ. ιδρυμένες υπό των Αποστόλων.[1] Ακλουθώντας αυτήν την κανονική τακτική το Πατριαρχείο, παραχώρησε κατά καιρούς σε πολλές Εκκλησίες την αυτοδυναμία τους μέσω του αυτοκεφάλου, μετά από σχετική αίτηση της ενδιαφερομένης πλευράς όπως στην Εκκλησία της Ρωσίας, Ελλάδος, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας κ.α. Σε μερικές απ’ αυτές τις περιπτώσεις η μετάβαση αυτή δεν ήταν η ενδεδειγμένη όπως π.χ. στην περίπτωση της Ελλάδος, με την δημιουργία ποικίλων προβλημάτων που τελικά λύθηκαν.
   Αξίζει να παρατηρήσουμε πως μόνο η Σερβική Εκκλησία κατά τον 19ον αιώνα ακολούθησε εξ αρχής την κανονική τάξη και διαδικασία των πραγμάτων για την χειραφέτησή της και ανεξαρτητοποίησή της, ζητώντας ανάλογο Εκκλησιαστικό καθεστώς με το Πολικό, όπου επικρατούσε στην χώρα μετά την ανακήρυξή της ως ανεξάρτητο κράτος. Έτσι λοιπόν ομαλά και σύμφωνα με τις αρχές του κανονικού δικαίου της Ορθοδοξίας, απέκτησε αρχικά μια ημιαυτονομία και εν συνεχεία δε την πλήρη ανεξαρτητοποίησή της.[2]
    Τραγική ειρωνεία όμως, μέσα στου κόλπους της Σερβικής Εκκλησίας που σεβάστηκε, ίσως όσο καμία άλλη, το κορυφαίο στην τάξη καθίδρυμα της Ορθοδοξίας το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δημιουργήθηκε ένα από τα μεγαλύτερα εκκλησιαστικά προβλήματα της νεότερης εποχής που παραμένει άλυτο έως και σήμερα. Αυτό δεν είναι άλλο από το θέμα της Εκκλησίας των Σκοπίων ή της λεγομένης «Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας» η οποία αυτοανακηρύχθηκε πραξικοπηματικά σε αυτόνομη και αυτοκέφαλη Εκκλησία, μη σεβόμενη την κανονική διαδικασία της Εκκλησίας αλλά ούτε και το Σερβικό και Οικουμενικό Πατριαρχείο.  
    Έτσι λοιπόν το Μακεδονικό ζήτημα το οποίο προέκυψε τον 19ον αιώνα, ερείδεται αφ’ ενός με στις εθνοφυλετικές αξιώσεις των Σκοπίων, αφ’ ετέρου δε στις ιδιάζουσες εθνολογικές συστάσεις του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας. Αυτό αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που βασανίζουν την Ελλάδα αλλά και τις γειτνιάζουσες χώρες όπως την  Σερβία και Βουλγαρία.[3]
     Μέσα απ’ αυτή την εργασία μας λοιπόν θα αναφερθούμε στο θέμα του εθνοφυλετισμού και πως αυτός απορρίφτηκε από την Εκκλησία μας μέσω του σχετικού Όρου της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως το 1872, καθώς επίσης και στο πως ο Όρος αυτός σχετίζεται με την ανακήρυξη του αυτοκεφάλου εκ μέρους των Σκοπίων, ποιοί ήταν οι λόγοι της ανακήρυξης και τι εξυπηρετούσαν καθώς επίσης θα αναφερθούμε και στο τι μπορεί να γίνει σήμερα. 
                                   

1.  Ο ΕΘΝΟΦΥΛΕΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΡΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΤΟ 1872.  

  
      Πριν αναφερθούμε στα καίρια και βασικά σημεία της εργασίας μας, νομίζουμε ότι είναι επιβεβλημένο εκ του θέματος να αναφερθούμε αρχικά και εν συντομία σε λίγα στοιχεία γύρω από το θέμα του εθνοφυλετισμού και της καταδίκης του από την Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 1872.[4]
    Ας δούμε όμως πρωτίστως τι είναι ο εθνοφυλετισμός από Εκκλησιαστικής πλευράς. Φυλετισμός λοιπόν είναι, «η εν τω αυτώ τόπω συγκρότησις ιδίων φυλετικών Εκκλησιών, πάντας μέν τους ομοφύλους αποδεχομένων, πάντας δε τους ετεροφύλους αποκλειουσών και υπό μόνον ομοφύλων ποιμένων διοικουμένων».[5]  Μέσα λοιπόν απ’ αυτόν τον ορισμό αλλά και από τα πρακτικά της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του 1872, διαφαίνεται ότι το φυλετικό κριτήριο διαταράσσει την κανονική τάξη και ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Με αφορμή την ίδρυση φυλετικών Εκκλησιών σε ένα τόπο ή πόλη, δημιουργούνται τα εξής προβλήματα. α). Αποδοχή των ομόφυλων και απόρριψη των ετερόφυλων Ορθόδοξων Χριστιανών που διαμένουν στον ίδιο τόπο ή χώρα, β). Απαραίτητη διοίκηση από αυτόχθονες ποιμένες που θα ανήκουν στην ίδια φυλή, γ). Ύπαρξη μέσα στα κανονικά όρια μιας Πατριαρχικής, Μητροπολιτικής, Επισκοπικής Εκκλησίας τόσων Πατριαρχών, Μητροπολιτών και Επισκόπων όσων και φυλών, δ). Δικαιοδοσία κάθε Πατριάρχη κ.τ.λ. που επεκτείνεται σε ποίμνια που ανήκουν στην ίδια φυλή και μιλούν την ίδια γλώσσα, ε). Ύπαρξη πολλών φυλετικών εκκλησιαστικών αρχών στον ίδιο τόπο, που η κάθε μία διεκδικεί την Εκκλησιαστική διακυβέρνηση του τόπου και στ). Ύπαρξη μέσα στην ίδια επισκοπή πολλών Πατριαρχών του ίδιου δόγματος.
    Επίσης με τον φυλετισμό δημιουργούνται και τα εξής επακόλουθα. Η τοπική Εκκλησία δεν προσδιορίζεται με βάση το κριτήριο της εδαφικότητας αλλά με βάση το κριτήριο και την παρουσία των εθνών που μετακινούνται από τόπο σε τόπο. Για την Εκκλησία όμως είναι άγνωστο κάτι τέτοιο διότι δεν υπάρχουν εθνικές αλλά τοπικές Εκκλησίες. Επίσης το φυλετικό κριτήριο αναφέρεται στην παρουσία δυο, τριών ή και περισσότερων Επισκόπων στην ίδια πόλη ανάλογα με την ύπαρξη των εθνοτήτων, ακόμα και με τον ίδιο τίτλο, κάτι που απαγορεύουν όμως οι κανόνες της Εκκλησίας καθώς με βάση τους Ιερούς Κανόνες δεν επιτρέπεται στην ίδια πόλη να βρίσκονται δύο Επίσκοποι, δεν επιτρέπεται οι Επίσκοποι να ξεπερνούν τα όρια της δικαιοδοσίας τους, καθώς επίσης δεν επιτρέπεται ο Επίσκοπος να εγκατάλειψη την επαρχία του και να καταλάβει κάποια άλλη. Επίσης δεν πρέπει να παραθεωρήσουμε και το γεγονός ότι ο φυλετισμός οδηγεί σε τοπικό διχασμό τα μέλη της Εκκλησίας και διαχωρίζει το πλήρωμα με βάση τις φυλές που παροικούν στον ίδιο τόπο.[6]
     Η Εκκλησία όμως με την σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου το 1872 στην Κωνσταντινούπολη και με βάση τους Ιερούς Κανόνες, αναίρεσε και κατηγόρησε τον Εκκλησιαστικό εθνοφυλετισμό, με αφορμή το «Βουλγαρικό Ζήτημα» το οποίο ανέκυψε μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας.[7]
     Σύμφωνα με τα πρακτικά της Συνόδου του 1872, και μέσα από τον Όρο αυτής επισημαίνεται πως όχι μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά ούτε και στις αιρετικές και σχισματικές Εκκλησίες δεν παρουσιάστηκε συνύπαρξη ομόδοξων και ανεξάρτητων φυλετικών Εκκλησιών στην ίδια πόλη ή χώρα. Όλες οι Εκκλησίες που έχουν συσταθεί είναι τοπικές και περιλαμβάνουν ως μέλη τους πιστούς ορισμένης πόλης ή τοπικής περιφέρειας χωρίς φυλετικές διακρίσεις.
     Για τον λόγο αυτό οι Εκκλησίες λαμβάνουν το όνομά τους, την προσωνυμία τους από το όνομα της πόλης ή της χώρας και όχι από την εθνική καταγωγή του πληρώματος των πιστών. Αυτό επικρατεί από την Αποστολική  εποχή έως και σήμερα. Αυτό ισχύει και για τα τέσσερα πρεσβυγενή Πατριαρχεία, αλλά και για την Αρχιεπισκοπή Κύπρου, που θεωρούνται από τη σύστασή τους Εκκλησίες τοπικές και όχι εθνικές σε καθορισμένες από τους Ιερούς Κανόνες γεωγραφικές δικαιοδοσίες. Για τον λόγο αυτό οι Εκκλησίες αυτές φέρουν ως προσωνύμιο το όνομα όχι του έθνους, αλλά της σπουδαιότερης πόλης ή πρωτεύουσας μίας Εκκλησιαστικής περιφέρειας. Η Σύνοδος του 1872 αναφέρεται και στο παράδειγμα των Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι στα πρακτικά των Συνόδων αναφέρονται όχι με την εθνική ιδιότητα του ποιμνίου τους, αλλά ως εκπρόσωποι της Εκκλησίας στην οποία προΐστανται. Στο επιχείρημα των φυλετιστών ότι στις νεώτερες εποχές οι Εκκλησίες αναφέρονται με το εθνικό τους όνομα, η Σύνοδος του 1872 απαντά πως τα επίθετα Λατινική Εκκλησία, Ελληνική, Αρμενική κ.α. υποδηλώνουν όχι διάκριση έθνους, αλλά διαφορά δόγματος. Οι εκφράσεις Εκκλησία Ελληνική, Ρωσική, Σερβική κ.α. σημαίνουν Αυτοκέφαλες Εκκλησίες ή ημιανεξάρτητες σε επικράτειες ανεξάρτητες με ορισμένα όρια που συμπίπτουν με εκείνα της Πολιτικής επικράτειας και έξω απ’ αυτά τα όρια δεν έχουν καμία Εκκλησιαστική δικαιοδοσία.[8]         
     Τέλος η Εκκλησία με τον Όρο της Μεγάλης Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως το 1872, κατέκρινε και καταδίκασε τον φυλετισμό «τουτέστιν τας φυλετικάς διακρίσεις και τας εθνικάς έρεις και ζήλους και διχοστασίας εν τη του Χριστού Εκκλησία….» Τους οπαδούς δε και αυτούς που παραδέχονται τον φυλετισμό τους ονόμασε αλλότριους της Μίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και τους χαρακτήρισε σχισματικούς.[9] 


2.  ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΤΟΥ 1872 ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΥ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ.


         Σε αυτό το σημείο ας εισέλθουμε στα βασικά ερωτήματα της εργασίας μας και ας δούμε αρχικά πως σχετίζεται ο Όρος της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του 1872, που καταδίκασε τον εθνοφυλετισμό, με την ανακήρυξη του αυτοκεφάλου εκ μέρους της Εκκλησίας των Σκοπίων της ονομαζομένης και «Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας».
     Μέχρι και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η περιοχή της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) ανήκε στο Σερβικό κράτος και ονομαζόταν Νότια Σερβία και οι κάτοικοί της Νότιοι Σέρβοι. Κανένας μέχρι τότε δεν είχε κάνει λόγο για Μακεδονικό έθνος και Μακεδόνες. Όλα ξεκίνησαν το 1943 όταν το Αντιφασιστικό συμβούλιο εθνικής απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας με αρχηγό τον Τίτο αποφάσισε την οργάνωση της χώρας σε ομόσπονδη βάση.  Μία από αυτές τις ομοσπονδίες ήταν και η Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας.[10] Πρωταρχικός στόχος του στρατάρχη Τίτο και του Κομουνιστικού Καθεστώτος ήταν η αντιμετώπιση της Βουλγαρικής προπαγάνδας και των Βουλγαρικών βλέψεων.[11] 
    Από εκείνη την στιγμή ουσιαστικά άρχισε μία τεχνική προσπάθεια εθνογένεσης, δηλ. δημιουργίας ενός νέου έθους με Ελληνικό όνομα και Ελληνικά σύμβολα,  σε ένα τμήμα των Σλάβων ώστε να αποτραπεί με αυτό τον τρόπο η ένωσής τους με τις γειτονικές μεγαλύτερες και ισχυρότερες σλαβικές ομάδες.[12]
       Η ανακάλυψη της ΠΓΔΜ ανήκει στον στρατάρχη Τίτο ο οποίος πρωτίστως απέβλεπε στην συγκράτηση και αφομοίωση της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας εντός της Γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας και αυτό, λόγω του φόβου του διότι οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους ήταν Βουλγαρικής αυτοσυνειδησίας. Και κατά δεύτερον στην επέκταση της Γιουγκοσλαβίας στην Βουλγαρική και Ελληνική Μακεδονία. Για τους σκοπού αυτούς λοιπόν οι άνθρωποι της πολιτικής εξουσίας εργάστηκαν συστηματικά παραχωρώντας στην Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας χωριστή κρατική οργάνωση, δικής της γλώσσα, κατασκεύασαν μια νέα Μακεδονική ιστορία και έτσι άρχισαν την διεθνή προπαγάνδα τους. Από αυτή την τακτική τους δεν εξαιρέθηκε ούτε και η Εκκλησία η οποία και αυτή χρησιμοποιήθηκε με προσωπική παρέμβαση του Τίτο.[13]  Ο Τίτο εξ ορισμού άθεος στα πλαίσια της γενικότερης προσπάθειας για διαμόρφωση μιας τοπικής εθνικής φυσιογνωμίας έδωσε ιδιαίτερη σημασία και στην ανεξαρτησία της τοπικής Εκκλησίας. Με προσωπική παρέμβαση του ιδίου ιδρύθηκε το 1967 «Αυτοκέφαλη Μακεδονική Εκκλησία», παρά τις έντονες αντιδράσεις του Σερβικού Πατριαρχείου, διασπώντας έτσι την ενότητα της Ορθοδόξου Σερβικής Εκκλησίας, διότι η Εκκλησία των Σκοπίων εθελούσια και πραξικοπηματικά αυτοανακηρύχθηκε σε αυτοκέφαλη βασιζόμενη στις ενέργειες μιας κληρικολαϊκής σύναξης και καλυπτόμενη από το προστατευτικό πέπλο της πολιτείας. Στο βάθος η Εκκλησιαστική αυτή τακτική ήταν εναρμονισμένη προς την ευρύτερη πολιτική και εξυπηρετούσε την εθνογενετική διεργασία η οποία είχε τεθεί σε εφαρμογή.[14] Επομένως μία τέτοια Εκκλησιαστική χειραφέτηση που θα στηριζόταν σε εθνικό παράγοντα θα σήμαινε αυτόματα και την αναγνώριση της ύπαρξης ιδιαίτερου έθνους και φυσικά θα βοηθούσε τις πολικές επιδιώξεις της κεντρικής εξουσίας και τις φιλοδοξίες των Σκοπίων.
      Η όλη τακτική ξεκίνησε ήδη από το 1945 όταν μια κληρικολαϊκή συνέλευση στα Σκόπια απαίτησε η περιοχή να αποσχισθεί Εκκλησιαστικά από το Σερβικό Πατριαρχείο και να ιδρυθεί μια νέα «Μακεδονική Εκκλησία». Η Στάση του Πατριαρχείου της Σερβίας υπήρξε από την αρχή αρνητική σε μία τέτοια αντικανονική διάσπαση και καταδίκασε όλες αυτές τις ενέργειες ως αυθαίρετες και αντικανονικές. Μερικά από τα αιτήματα που πρόβαλε η Εκκλησία των Σκοπίων προς επίτευξη αυτού του σκοπού ήταν, να τους δοθεί το δικαίωμα να χρησιμοποιούν την τοπική τους γλώσσα την λεγομένη «μακεδονική» και να τοποθετούν δικούς τους αυτόχθονες ιεράρχες στις κενές επισκοπικές θέσεις. Όπως καθαρά φαίνεται οι Σκοπιανοί, απέβλεπαν στην δημιουργία μιας τοπικής εθνικής Εκκλησίας, με ιδιαίτερη γλώσσα, κλήρο, και αυτοδιοίκηση.[15] Τα πράγματα πήραν την μορφή τους το 1958 όταν μια νέα κληρικολαϊκή συνέλευση συνήλθε στην Αχρίδα και ανακήρυξε την ανανέωση της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας, εξέλεξε πρώτο Μητροπολίτη της τον μέχρι τότε βικάριο του Σερβικού Πατριαρχείου Επίσκοπο Δοσίθεο, ψήφισε καταστατικό της νέας Εκκλησίας, εξέλεξε νέους Επισκόπους και ονόμασε την νέα αυτή Εκκλησία ως «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία». Η νεοσύστατη αυτή Εκκλησία πήρε πιο συγκεκριμένη μορφή μετά το 1966 όταν εγγράφως ζήτησε να της παραχωρηθεί το αυτοκέφαλο και να ανεξαρτητοποιηθεί από το Σερβικό Πατριαρχείο. Τότε μετά την άρνηση του Σερβικού Πατριαρχείου και του Σέρβου Πατριάρχου Γερμανού, που διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο σε όλα αυτά τα τεκταινόμενα γεγονότα,[16] η Εκκλησία των Σκοπίων αυτοανακηρύχθηκε σε αυτοκέφαλη. Η απάντηση της επίσημης Σερβικής Εκκλησίας ήρθε λίγο αργότερα όταν αποφάσισε να διακόψει τις κανονικές σχέσεις και επαφές της με την Ιεραρχία της εν λόγω επαρχίας και να την κηρύξει «σχισματική θρησκευτική οργάνωση», η θέση αυτή έγινε αποδεχτή και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και υπό των άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών.[17] Δυστυχώς όμως μέχρι και σήμερα οι σχέσεις βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο.
    Εκ των προαναφερθέντων λοιπόν διαφαίνεται πως η Εκκλησία των Σκοπίων και γενικότερα η χειραφέτησή της, ενεπλάκη στα δίχτυα της πολικής σκοπιμότητας του Κομουνιστικού καθεστώτος και στην προσπάθειά του για ίδρυση μιας ιδιαίτερης εθνικής ομάδας στην Νότια Γιουγκοσλαβία με όλα τα χαρακτηριστικά ενός έθνους. Η όλη ενέργεια αυτή ακλούθησε όλως εθνοφυλετική και αντικανονική τακτική που εδράζεται σε φυλετικές και πολιτικές αξιώσεις και όχι σε Εκκλησιαστικές ανάγκες. Αλλά όμως όπως είδαμε, κάτι τέτοιο είναι ξένο για την Ορθοδοξία και εντάσσεται εκτός  Εκκλησίας, είναι άλλωστε γνωστό πως μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχουν τοπικές και όχι εθνικές Εκκλησίες. Ο εθνοφυλετισμός που προβάλλεται εδώ είναι αντίθετος με την ουσία της Εκκλησίας η οποία είναι κοινωνία πνευματική και συμπεριλαμβάνει όλα τα έθνη σε μία εν Χριστώ αδελφότητα. Γι’ αυτό και ο φυλετισμός, όπως και προαναφέραμε, καταδικάστηκε από την Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 1872.[18]
     Ιδού λοιπόν πως σχετίζεται ο Όρος της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του 1872, που καταδίκασε τον εθνοφυλετισμό, με την ανακήρυξη του αυτοκεφάλου εκ μέρους της Εκκλησίας των Σκοπίων.
  

1.  ΠΟΙΟΙ ΗΤΑΝ ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΑΝΑΚΗΡΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΙ ΕΞΥΠΗΡΕΤΟΥΣΑΝ.


     Με τα όσα αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, αβίαστα οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως τελικά η ανακήρυξη του αυτεκεφάλου εκ μέρους της Εκκλησίας των Σκοπίων, δεν ερείδεται σε καμία Εκκλησιαστική ανάγκη και πρακτική αλλά σε πολιτική σκοπιμότητα. Μια σκοπιμότητα που είχε ως κύριο λόγο την ενίσχυση της ιδέας της ανύπαρκτης «Μακεδονικής εθνότητας» στην Νότια Γιουγκοσλαβία, που σύμφωνα με τους οραματιστές της καμία σχέση δεν έχουν με αυτή οι Σέρβοι, οι Βούλγαροι, και οι Έλληνες. Το Κομουνιστικό καθεστώς και ο στρατάρχης Τίτο, είχαν ως κύριο και βασικό σκοπό την δημιουργία ενός ομόσπονδου Μακεδονικού κράτους, με ξεχωριστή Μακεδονική γλωσσά και Μακεδονική Εκκλησία.[19] Προς αυτή την κατεύθυνση θα βοηθούσε σημαντικά η χειραφέτηση της τοπικής Εκκλησίας των Σκοπίων.
     Ο  μίτος της Αριάδνης στο όλο θέμα βρίσκεται στο γεγονός ότι ο στρατάρχης Τίτο και το Κομουνιστικό καθεστώς, απέβλεπαν στην συγκράτηση του πληθυσμού σε αυτό το σημείο της Νοτίου Γιουγκοσλαβίας, (διότι οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους ήταν Βουλγαρικής αυτοσυνειδησίας) και στις επεκτατικές βλέψεις τους προς την Βουλγαρική και Ελληνική Μακεδονία.
    Επίσης δεν πρέπει να παραθεωρηθεί και το γεγονός ότι προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μία Γιουγκοσλαβική Ορθόδοξη Εκκλησία η οποία θα αντικαθιστούσε την Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία που τελικά ήταν και ο ουσιαστικός σκοπός του Κ.Κ.Γ. για να διαγραφεί με αυτό τον τρόπο με την πάροδο του χρόνου από την μνήμη των Ορθοδόξων στην Γιουγκοσλαβία ο ρόλος και η ιστορία της Σερβικής Εκκλησίας.[20]
    Αξίζει όμως να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο και την επιχειρηματολογία της Εκκλησίας των Σκοπίων την οποία πρόβαλαν σθεναρά υποστηρίζοντας με αυτό την τρόπο την αυτονομία τους.
     Η «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία» αιτιολογώντας την αυτοανακήρυξή της ως αυτοκέφαλη, χρησιμοποίησε και πρόβαλε δύο βασικά επιχειρήματα. Πρώτον, ότι η σημερινή «Μακεδονική Εκκλησία» είναι συνέχεια της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας, που ήταν αυτοκέφαλη για 800 χρόνια και δεύτερον ότι η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της «Μακεδονίας» είναι ομόσπονδο τμήμα της Γιουγκοσλαβίας. Όμως και τα δύο αυτά επιχειρήματα ήταν αναληθή. Σχετικά με το πρώτο επιχείρημα, η Αρχιεπισκοπή Αχρίδας ποτέ δεν ήταν αυτοκέφαλη Εκκλησία γιατί το Οικουμενικό Πατριαρχείο ποτέ δεν παραχώρησε την τιμή αυτή στην Αρχιεπισκοπή αυτή. Η Εκκλησία αυτή βρισκόταν πάντα στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, απλώς είχε κάποια μορφή ανεξαρτησίας.  Επίσης η Εκκλησία Αχρίδας, ποτέ δεν ονομαζόταν Μακεδονική. Αυτό διαπιστώνεται από τους τίτλους και τις υπογραφές των Αρχιεπισκόπων της. Η επίσημη γλώσσα της Αρχιεπισκοπής ήταν η ελληνική αφού οι Μητροπολίτες και οι Επίσκοποί της ήταν οι περισσότεροι Έλληνες. Σχετικά με το δεύτερο επιχείρημα εκ μέρους των Σκοπίων, η αιτιολογία αυτή είναι αντικανονική και αντισυνταγματική γιατί αντιβαίνει στην αρχή της ενότητας και καθολικότητας της Ορθοδόξου Εκκλησίας και επειδή αμφισβητείτε η εδαφική ακεραιότητα της Γιουγκοσλαβίας ως ενιαίου κράτους.[21]    

2.  ΤΟ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΣΗΜΕΡΑ.

 
    Όπως είδαμε και πιο πάνω η Σερβική Εκκλησία ήταν μια από της μοναδικές Εκκλησίες που ακολούθησε την κανονική οδό χειραφέτησή της υπό της Μητρός Εκκλησίας.[22] Αξίζει νομίζουμε σε αυτό το σημείο να αναφερθούμε σε αυτή την κανονική δικαιοδοσία των Μητροπόλεων της Βορείου Μακεδονίας αλλά και στην σχέση τους με την αυτοκέφαλη Εκκλησία των Σκοπίων.
     Το Οικουμενικό Πατριαρχείο εφαρμόζοντας την θεμελιώδη κανονική αρχή του εξασφάλισε την νομοκανονική υπόσταση των Μητροπόλεων του Μακεδονικού χώρου μετά την απελευθέρωσή τους από τον Οθωμανικό ζυγό κατά τους Βαλκανικούς πολέμους. Έτσι οι Μητροπόλεις της κυρίως Μακεδονίας εντός της Ελληνικής επικράτειας ευρισκόμενες, ανεξαρτητοποιήθηκαν το 1928 δια της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως «περί της διοικήσεως των Ιερών Μητροπόλεων των Νέων Χωρών». Η χειραφέτηση αυτή έχει ένα ιδιόμορφο νομοκανονικό καθεστώς κατά το οποίο οι Μητροπόλεις αυτές εξακολουθούν να ανήκουν μεν οργανικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, διοικούνται όμως από την Εκκλησία της Ελλάδος κατά τρόπο «επιτροπικό» και υπό ορισμένους όρους σύμφωνα με την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928.
    Τώρα, οι Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Βόρεια Μακεδονία, οι οποίες ενσωματώθηκαν στο Ενωμένο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, ξεχωρίστηκαν από αυτό δια της νομοκανονικής οδού και εδόθησαν στην Σερβική Εκκλησία το 1919, όταν μία πολιτική και Εκκλησιαστική αντιπροσωπεία πήγε στην Κωνσταντινούπολη και ζήτησε,  πρώτον την ανασύσταση του Σερβικού Πατριαρχείου και δεύτερον την κανονική χειραφέτηση όλων των Μητροπόλεων του Βασιλείου οι οποίες βρισκόταν υπό την δικαιοδοσία του Πατριαρχείου. Μετά από σχετικές διαπραγματεύσεις εξεδόθη σχετική Συνοδική απόφαση από την Πατριαρχική Σύνοδο.  Η απόφαση αυτή, αντικαταστάθηκε αργότερα από Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο το 1922 από τον Πατριάρχη Μελέτιο Δ΄ Μεταξάκι. Με τον Τόμο αυτό ουσιαστικά αναγνωριζόταν η κανονική ανεξαρτησία των Μητροπόλεων της Βορείου Μακεδονίας και η παραχώρησή τους στην αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Σερβική Εκκλησία και η ανασύσταση του Σερβικού Πατριαρχείου. Η επίσημη τελετή παραδόσεως του Τόμου έγινε από αντιπροσωπεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη στο Βελιγράδι το 1922.
     Η νομοκανονική αυτή ρύθμιση των Μητροπόλεων της Βορείου Μακεδονίας έγινε αποδεκτή από όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία, πλην όμως έγινε αντικείμενο αμφισβητήσεων από μέρους αυτονομιστικών και εθνικιστικών κύκλων των Σκοπίων μετά το 1944 όταν στην εξουσία της Γιουγκοσλαβίας ανήλθε το κομμουνιστικό κόμμα.[23]  
    Η χειραφέτηση αυτή των Μητροπόλεων της Βορείου Μακεδονίας, ήταν αποτέλεσμα των νέων τοπικών και εδαφικών συνθηκών στην Σερβία και ως εκ τούτου ήταν σύμφωνη με την τάξη και την αρχαία κανονική αρχή της Εκκλησιαστικής διοικήσεως και έγινε εν τέλει για λόγους πρακτικής ωφέλειας της Εκκλησίας και των χριστιανών.[24]
      Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη και με την Εκκλησία των Σκοπίων, η οποία κινούμενη από εθνοφυλετικά κίνητρα και με πολιτική σκοπιμότητα αυτοανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη άνευ εγκρίσεως του Οικουμενικού και του Σερβικού Πατριαρχείου από το οποίο και απεσπάθει και μέχρι σήμερα ουδεμία αναγνώριση δεν υπάρχει από τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίας. Έτσι η «Μακεδονική Εκκλησία» βρέθηκε σε ρήξη και με το Σερβικό Πατριαρχείο και με όλες τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες ανά τον κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι οι Επίσκοποί της δεν έχουν Κοινωνία με τους άλλους Ορθόδοξους Επισκόπους και ουσιαστικά η κατάσταση αυτή σημάνει τον πνευματικό θάνατο και τον πνευματικό της μαρασμό.[25] Ο πραξικοπηματικός αυτός τρόπος ανακηρύξεως της Εκκλησίας των Σκοπίων ως αυτοκέφαλη εν κατακλείδι, αντίκειται στην κανονική τάξη της Εκκλησίας αλλά και στους Ιερούς Κανόνες. Οι Κανόνες απαιτούν πως το πρόβλημα της εσωτερικής Εκκλησιαστικής οργάνωσης εμπίπτει στην αρμοδιότητα μόνο της Αρχιερατικής Συνόδου και απαγορεύουν την ανάμιξη σε αυτό της πολιτικής εξουσίας. Το μόνο αρμόδιο νομικό καθίδρυμα για την ανακήρυξη αυτοκεφάλου μέσα στην Εκκλησία, είναι η βούληση της Μητρός Εκκλησίας διότι αν γίνει αντίθετα παρά την θέληση της Μητρός Εκκλησίας, τότε αυτό δεν αναγνωρίζεται από καμία Ορθόδοξη Εκκλησία και αυτό το τμήμα θεωρείται σχισματικό. Κάτι που έγινε με την Εκκλησία των Σκοπίων και χαρακτηρίστηκε ως «σχισματική θρησκευτική οργάνωση».[26]
     Σχετικά με το ερώτημα τι μπορεί να γίνει σήμερα;
     Κατά την άποψή μας, η Σερβική Εκκλησία αρκετές φορές εξαπατήθηκε και εμπαίχτηκε από το Κομουνιστικό καθεστώς της Λαϊκής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας των Σκοπίων. Οι εκπρόσωποι του οποίου, με διπλωματικές ενέργειες προσπαθούσαν να την εκμεταλλευτούν για να ικανοποιήσουν τις πολιτικές και επεκτατικές τους βλέψεις. Έτσι λοιπόν θα έπρεπε και αυτή να κρατήσει μια πιο αδιάλλακτη και αυστηρή στάση ως προς την παροχή  αρχικά  αυτονομίας της Εκκλησίας των Σκοπίων. Δυστυχώς όμως κινούμενη από άκρα οικονομία και αποβλέποντας στην ειρήνη και ηρεμία παρείχε το 1958 μια διοικητική αυτονομία στην Εκκλησία των Σκοπίων, την οποία η συγκεκριμένη Εκκλησία αντικανονικώς την απέτισε και απέκτησε.
     Κατά την γνώμη μας αυτό που πρέπει να γίνει σήμερα είναι να πρυτανέψει η λογική και το Χριστιανικό πνεύμα ενότητας και η σχισματική, μέχρι και σήμερα Εκκλησία των Σκοπίων, να επιστρέψει στην αγκαλιά της Σερβικής Εκκλησίας από την οποία και αποσπάσθει αντικανονικώς και εθελουσίως, το 1967, και στην δοθείσα αυτονομία του 1958 από την Σερβική Εκκλησία. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο μαζί με την Σερβική Εκκλησία και σε συνεργασία με την Ελλαδική Εκκλησία μπορούν να γίνουν οι παράγοντες εκείνοι που θα βρεθεί μια σημαντική λύση στο Εκκλησιαστικό αυτό πρόβλημα. Μόνο έτσι θα επιτευχθεί η πολυπόθητη αναγνώριση της Μακεδονικής Εκκλησίας και θα αρθεί ο αποκλεισμός της από τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ.


      Δυστυχώς μέχρι και σήμερα οι Χριστιανοί στην ΠΓΔΜ είναι μοιρασμένοι. Κάποιοι βρίσκονται υπό την Αρχιεπισκοπή Αχρίδας και άλλοι υπό την «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία». Αυτό όπως είδαμε είναι αποτέλεσμα διαφωνιών για το θέμα της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας των Σκοπίων. Η Αρχιεπισκοπή Αχρίδας είναι η Εκκλησία που αναγνωρίζεται επίσημα από τις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες αλλά όχι από την κυβέρνηση της ΠΓΔΜ, ενώ η «Μακεδονική Εκκλησία»  αναγνωρίζεται από την κυβέρνηση ως κανονική Εκκλησία αλλά όχι από καμία άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία.
   Μέχρι και τις μέρες μας έχουν γίνει πολλές προσπάθειες προσέγγισης και επιλύσεως του θέματος εκ μέρους της Σερβικής Εκκλησίας. Το πρόβλημα όμως παραμένει άλυτο και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι εκπρόσωποι της λεγομένης «Μακεδονικής Εκκλησίας» εμμένουν στο αίτημά τους για αυτοκέφαλη Μακεδονική Εκκλησία. Εδώ το μεγάλο πρόβλημα έγκειται στο γεγονός του ασφυκτικού εναγκαλισμού της Εκκλησίας των Σκοπίων από το κράτος αλλά και η χρησιμοποίησή της ως κρατική υπηρεσία για ξένους προς την πνευματική της αποστολή εθνικιστικούς σκοπούς.[27]  


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.


1.  Α γ γ ε λ ο π ο ύ λ ο υ, Αθανασίου. Ο Κόσμος της Ορθοδοξίας, Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία στο παρελθόν και στο παρόν. Θεσσαλονίκη 1984.
2.  Του ιδίου. Το αυτοκέφαλο της «Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας» επί τη βάση των αποφάσεων της εκτάκτου Συνόδου της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας». Ανάτυπο εκ του Δελτίου Σλαβικής Βιβλιογραφίας. Έκδ. Ι.Μ.Χ.Α. Θεσσαλονίκη 1967. 
3.  Του ιδίου. Το Εκκλησιαστικό καθεστώς των Μητροπόλεων της Βορείου Μακεδονίας από το 1913 μέχρι σήμερον.  στο Περιοδικό Μακεδονικά. 15. Θεσσαλονίκη 1975.
4.  Β α β ο ύ σ κ ο υ, Κωνσταντίνου. Εκκλησιαστικές σχέσεις Σέρβων και Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά τον 19ον αιώνα, στο: ΙΜΧΑ, πρακτικά Ελληνο-Σερβικού Συμποσίου, «Συνεργασία Ελλήνων και Σέρβων 1804-1830». Καβάλα 1976.
5.  Λ ό η, Γεωργίου – Νεκταρίου. Από την Ιστορία των Σλαβικών Ορθόδοξων Εκκλησιών, ο αντίκτυπος της Ιδρύσεως της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) στο πριγκιπάτο της Σερβίας. Εκκλησιολογός Πατρών. 2008.
6.  Του ιδίου. Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός, Βίος – Δράση (1958-1990).  Εκδ. Κυριακίδη.  Θεσσαλονίκη 2007.
7.  Του ιδίου. Η Ιστορία του Μακεδονικού Ζητήματος, διαθέσιμο στο http://www.palio.antibaro.gr/national/lohs_makedoniko.php Προσπελάστηκε στις 8 Νοεμβρίου 2011. [ΣτΕ: το άρθρο αναρτήθηκε και στη νέα μορφή του Αντίβαρου http://www.antibaro.gr/node/4029 ]
8.  Ν τ ά λ ν τ α,  Νικολάου. Ιστορία της Διασποράς. στο: Η Ορθοδοξία στον 20ο αιώνα. Η Ορθόδοξη Διασπορά στην Δύση. τόμ. Α΄ Εκδ. ΕΑΠ.  Πάτρα 2001.
9.  Τ α ρ ν α ν ί δ η, Ιωάννου. Στα Βόρεια της Μακεδονίας, Σκοπιανό εθνογενετικό πείραμα. Θεσσαλονίκη 1992.

ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[1] Βλ. Κωνσταντίνου Βαβούσκου, «Εκκλησιαστικές σχέσεις Σέρβων και Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά τον 19ον αιώνα», στο: ΙΜΧΑ, πρακτικά Ελληνο-Σερβικού Συμποσίου, «Συνεργασία Ελλήνων και Σέρβων 1804-1830», (Καβάλα 1976), σ. 19.
[2] Οπ. π. σ.σ. 23-24.
[3] Βλ. Γεωργίου – Νεκταρίου Λόη, Η Ιστορία του Μακεδονικού Ζητήματος, διαθέσιμο στο http://www.palio.antibaro.gr/national/lohs_makedoniko.php, Προσπελάστηκε στις 8 Νοεμβρίου 2011.

[4] Περί της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του 1872 βλ. Νικολάου Ντάλντα, Η Ορθοδοξία στον 20ο αιώνα, Η Ορθόδοξη Διασπορά στην Δύση, τόμ. Α΄, Εκδ. ΕΑΠ,  (Πάτρα 2001),  σ.122.     
[5] Πρβλ. Αθανασίου Αγγελοπούλου, Ο Κόσμος της Ορθοδοξίας, Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία στο παρελθόν και στο παρόν, (Θεσσαλονίκη 1984), σ. 101, Αθανασίου Αγγελοπούλου, «Το Εκκλησιαστικό καθεστώς των Μητροπόλεων της Βορείου Μακεδονίας από το 1913 μέχρι σήμερον», στο Περιοδικό Μακεδονικά, 15, (Θεσσαλονίκη 1975), σ. 36.  
[6] Βλ. Νικολάου Ντάλντα, «Ιστορία της Διασποράς», στο: Η Ορθοδοξία στον 20ο αιώνα, Η Ορθόδοξη Διασπορά στην Δύση, τόμ. Α΄, Εκδ. ΕΑΠ,  (Πάτρα 2001),  σ.σ. 25-26, 28-29.
[7] Περί του Βουλγαρικού Ζητήματος βλ. Γεωργίου – Νεκταρίου Λόη, «Από την Ιστορία των Σλαβικών Ορθόδοξων Εκκλησιών, ο αντίκτυπος της Ιδρύσεως της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) στο πριγκιπάτο της Σερβίας». Εκκλησιολογός Πατρών, (2008), σ.σ. 1-21, Κωνσταντίνου Βαβούσκου, Εκκλησιαστικές σχέσεις. Οπ.π. σ. 20. 
 
[8] Πρβλ. Αθανασίου Αγγελοπούλου, Ο Κόσμος της Ορθοδοξίας. Οπ. π. σ. 101, Αθανασίου Αγγελοπούλου, «Το Εκκλησιαστικό καθεστώς. Οπ.π. σ. 36.   Νικολάου Ντάλντα, Ιστορία της Διασποράς. Οπ. π. σ.σ. 27-29.
[9] Πρβλ. Αθανασίου Αγγελοπούλου, Ο Κόσμος της Ορθοδοξίας. Οπ. π. σ. 102, Αθανασίου Αγγελοπούλου, «Το Εκκλησιαστικό καθεστώς. Οπ.π. σ. 37.
[10] Βλ. Γεωργίου – Νεκταρίου Λόη, Η Ιστορία του Μακεδονικού Ζητήματος, διαθέσιμο στο http://www.palio.antibaro.gr/national/lohs_makedoniko.php, Προσπελάστηκε στις 8 Νοεμβρίου 2011, Γεωργίου – Νεκταρίου Λόη, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός, Βίος – Δράση (1958-1990), Εκδ. Κυριακίδη, (Θεσσαλονίκη 2007), σ.σ. 353-354.
[11] Βλ. Ιωάννου Ταρνανίδη, Στα Βόρεια της Μακεδονίας, Σκοπιανό εθνογενετικό πείραμα, (Θεσσαλονίκη 1992), σ.σ. 99 κ. εξ.
[12] Οπ. π. σ. 100.
[13] Γεωργίου – Νεκταρίου Λόη, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός, οπ. π. σ. 354.
[14] Βλ. Ιωάννου Ταρνανίδη, Στα Βόρεια της Μακεδονίας, οπ. π. σ.σ. 109 κ. εξ.
[15] Βλ. Αθανασίου Αγγελοπούλου, «Το αυτοκέφαλο της (Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας) επί τη βάση των αποφάσεων της εκτάκτου Συνόδου της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας», Ανάτυπο εκ του Δελτίου Σλαβικής Βιβλιογραφίας, έκδ. Ι.Μ.Χ.Α. (Θεσσαλονίκη 1967), σ.7. 
[16] Γεωργίου – Νεκταρίου Λόη, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός, οπ. π. σ. σ. 397 κ. εξ. 
[17] Βλ. Ιωάννου Ταρνανίδη, Στα Βόρεια της Μακεδονίας, οπ. π. σ.σ. 119-111, Αθανασίου Αγγελοπούλου, Ο Κόσμος της Ορθοδοξίας. Οπ. π. σ.σ. 98-106,  Γεωργίου – Νεκταρίου Λόη, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός, οπ. π. σ.σ. 361, 364, 372-373, 403-404, 406, 426, Αθανασίου Αγγελοπούλου, Το αυτοκέφαλο της (Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας), οπ. π.  σ.σ. 6-7, 14-15.  

[18] Πρβλ. Αθανασίου Αγγελοπούλου, Ο Κόσμος της Ορθοδοξίας. Οπ. π. σ.σ. 98-102.
[19] Βλ. Αθανασίου Αγγελοπούλου, Το αυτοκέφαλο της (Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας), οπ. π.  σ. 7, Ιωάννου Ταρνανίδη, Στα Βόρεια της Μακεδονίας, οπ. π. σ. 100.  

[20] Γεωργίου – Νεκταρίου Λόη, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός, οπ. π. σ. 359.
[21] Γεωργίου – Νεκταρίου Λόη, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός, οπ. π. σ.σ. 403- 408, Αθανασίου Αγγελοπούλου, Το αυτοκέφαλο της (Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας), οπ. π.  σ.σ. 16-19, Αθανασίου Αγγελοπούλου, Ο Κόσμος της Ορθοδοξίας. Οπ. π. σ.σ. 106-107, Αθανασίου Αγγελοπούλου, «Το Εκκλησιαστικό καθεστώς. Οπ.π. σ. σ. 41- 42.
[22] Βλ. Κωνσταντίνου Βαβούσκου, Εκκλησιαστικές σχέσεις Σέρβων και Οικουμενικού Πατριαρχείου, οπ. π. σ. 19.
[23] Αθανασίου Αγγελοπούλου, Ο Κόσμος της Ορθοδοξίας. Οπ. π. σ.σ. 93-98, Αθανασίου Αγγελοπούλου, «Το Εκκλησιαστικό καθεστώς. Οπ.π. σ. σ. 28- 43, Γεωργίου – Νεκταρίου Λόη, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός, οπ. π. σ. σ. 431-433, Κωνσταντίνου Βαβούσκου, Εκκλησιαστικές σχέσεις Σέρβων και Οικουμενικού Πατριαρχείου, οπ. π. σ. 23.
[24] Πρβλ. Αθανασίου Αγγελοπούλου, Ο Κόσμος της Ορθοδοξίας. Οπ. π. σ. 96. 
[25] Κωνσταντίνου Βαβούσκου, Εκκλησιαστικές σχέσεις Σέρβων και Οικουμενικού Πατριαρχείου, οπ. π. σ. 22, Γεωργίου – Νεκταρίου Λόη, Ο Πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός, οπ. π. σ. 411.
[26] Αθανασίου Αγγελοπούλου, Το αυτοκέφαλο της (Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας), οπ. π.  σ.σ. 10-11, 14, Αθανασίου Αγγελοπούλου, Ο Κόσμος της Ορθοδοξίας. Οπ. π. σ.σ. 102-105.
[27] Βλ. Γεωργίου – Νεκταρίου Λόη, Η Ιστορία του Μακεδονικού Ζητήματος, διαθέσιμο στο http://www.palio.antibaro.gr/national/lohs_makedoniko.php , Προσπελάστηκε στις 8 Νοεμβρίου 2011. [ΣτΕ: το άρθρο αναρτήθηκε και στη νέα μορφή του Αντίβαρου http://www.antibaro.gr/node/4029 ]

================