Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Κώστας Οὐράνης - Ποιήματα


Κώστας Οὐράνης - Ποιήματα

  • Τῆς ἀγάπης
  • Ἕνα καράβι φεύγει
  • Κατοχή
  • Νοσταλγίες
  • Δὸν Κιχώτης
  • Vita nuova
  • Nel mezzo del᾿ cammin...
  • Περαστικές
  • Ἐρωτικὰ IV
  • Πικραμένος ἀναχωρητής
  • Γράμμα στὸν ἄνθρωπο τῆς πατρίδας μου
  • Ταξίδι στὰ Κύθηρα
  • Ἡ ἀγάπη
  • Ζωή
  • Τὰ φορτηγὰ καράβια συλλογίζομαι
  • Οἱ νέες τῶν ἐπαρχιῶν
  • Koρίτσια τοῦ παλιοῦ καιροῦ...
  • Τὸ κορίτσι τῶν δεκατριῶν χρονῶν
  • Ἐρωτικό
  • Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο...
  • Ἡ ζωντανὴ νεκρή
  • Τελευταῖα Σχεδιάσματα
Ὁ Ταΰγετος (πεζό, ἀπόσπασμα)

Πληροφορίες γιὰ τὸν Κώστα Οὐράνη

Τῆς ἀγάπης

Νά ῾ξερες πῶς λαχτάριζα τὸν ἐρχομό σου, Ἀγάπη
ποὺ ἴσαμε τὰ σήμερα δὲ σ᾿ ἔχω νιώσει ἀκόμα,
μὰ ποὺ ἔνστικτα τὸ εἶναι μου σ᾿ ἀναζητοῦσεν, ὅπως
τὴ γόνιμη ἄξαφνη βροχὴ τὸ στεγνωμένο χῶμα!

Πόσες φορὲς ἀλίμονο! δὲ γιόρτασα, θαρρώντας
πὼς ἐπιτέλους ἔφτασες, Ἐσὺ πού ῾χες ἀργήσει:
Σὰ μυγδαλιά, ποὺ ἡλιόλουστες ἡμέρες τοῦ χειμῶνα
τὴ ξεγελᾶνε, βιάζονταν κι ἐμὲ ἡ ψυχὴ ν᾿ ἀνθίσει.

Μὰ δὲν ἐρχόσουνα ποτὲς καὶ μέρα μὲ τὴ μέρα,
τ᾿ ἄνθια σωριάζονταν στὴ γῆς ἀπὸ τὸν κρύο ἀγέρα
κι εἶναι ἡ ψυχή μου πιὸ γυμνὴ παρὰ προτοῦ ν᾿ ἀνθίσει

καὶ σήμερα, ποὺ ἡ Νιότη μου γέρνει ἀργὰ στὴ δύση,
τοῦ ἐρχομοῦ σου σβήνεται κι ἡ τελευταία ἐλπίδα:
-Φοβᾶμαι πὼς ἐπέρασες, Ἀγάπη καὶ δὲν σ᾿ εἶδα!...

Ἕνα καράβι φεύγει

Ἕνα μεγάλο τετρακάταρτο καράβι
ἀφήνει ἀγάλια τὸ λιμάνι πρὸς τὸ βράδυ.

Ἡ νηνεμία τῶν νερῶν, καθὼς τὴ σχίζει,
μ᾿ ἀντιφεγγίσματα λευκῶν πανιῶν γεμίζει.

Εἶν᾿ ἕνα ξενικὸ καράβι, στὰ πλευρά του
μὲ κόπο συλλαβίζει ὁ κόσμος τ᾿ ὄνομά του.

Ἀπὸ ποιὰ μακρινὰ ἔχει ἔρθει μέρη
καὶ τὸ ποῦ πάει κανένας δὲν τὸ ξέρει.

Οὔτ᾿ ἕνα ἄσπρο μαντήλι δὲν τὸ χαιρετάει,
τώρα ποὺ ἀπ᾿ τ᾿ ἀκρολίμανο σιγὰ περνάει.

Μόνο οἱ γυναῖκες τὸ κοιτᾶν ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια,
σὰ ν᾿ ἀπολησμονήθηκαν ἐκεῖ ἀπὸ χρόνια.

Ὡστόσο ἀφήνοντας γιὰ πάντα τὸ λιμάνι,
ἕνα τεράστιο ψυχρὸ κενὸ ἔχει κάνει.

Καὶ τώρα ποὺ στὸ πέλαγο ἀρμενίζει
κι ὁ δειλινὸς ὁ ἥλιος τὸ φωτίζει,

-λάμπουν ἀπὸ χρυσάφι τὰ κατάρτια,
πορφύρες κυματίζουνε στὰ ξάρτια-,

οἱ ἀνθρῶποι ποὺ κοιτᾶν στὴν παραλία
νοιώθουν πιὸ ἄδεια, πιὸ στενὴ τὴν πολιτεία

καὶ πιὸ γυμνὴ ὁ καθένας τὴ ζωή του
-σὰν κάτι νὰ τοὺς ἔφυγε μαζί του...

 

Κατοχή

Ἀλήθεια, δάση καὶ βουνὰ
ὑπάρχουνε στὸν κόσμο ἀκόμη;
Ὑπάρχουν οἱ μεγάλοι δρόμοι
ποὺ πᾶν σὲ μέρη ἀλαργινά;

Ἀνθίζουν πάντοτε οἱ βραγιές;
Στοὺς κάμπους εἶναι φῶς κι εἰρήνη;
Κι ἔμεινε λίγη καλοσύνη
μὲς τὶς ἀνθρώπινες καρδιές;

Ἀπίστευτα μᾶς φαίνονται ὅλα
σ᾿ ἐμᾶς ποὺ ζοῦμε τώρα χρόνια
σὰν σ᾿ ὀρεινά φτωχὰ καλύβια
ποὺ τ᾿ ἀποκλείσανε τὰ χιόνια...

Θὲ νἄρθει τάχα μιὰν ἡμέρα
σὰν ἀπὸ τόπους μακρινοὺς
ἡ Ἄνοιξη ποὺ λαχταρᾶμε;
Καὶ θὰ μᾶς εὕρει ζωντανούς;

Νοσταλγίες

Μοιάζω τοὺς γέρους ναυτικοὺς μὲ τὶς ρυτιδωμένες
καὶ τὶς σφιγγώδεις τὶς μορφές, ποὺ εἶδα στὴν Ὁλλανδία,
παράμερα στῶν λιμανιῶν τοὺς φάρους καθισμένους
νὰ βλέπουνε, ἀμίλητοι, νὰ φεύγουνε τὰ πλοῖα.
Τὰ μάτια τους, ποὺ εἴχανε δεῖ κυκλῶνες καὶ ναυάγια,
λαχταριστά, νοσταλγικὰ τὰ παρακολουθοῦσαν,
καθὼς σηκώναν τὶς βαριὲς ποὺ τρίζαν ἄγκυρές τους
καὶ μπρὸς στοὺς φάρους ἤρεμα, πελώρια περνοῦσαν.
Σὲ λίγο τὴν ἀπέραντη τὴ θάλασσα ἀλαργεύαν
καὶ χάνονταν, ἀφήνοντας στὴν πορφυρὴ τὴ δύση
ἕναν καπνό, ποὺ αὐλάκωνε τὸν οὐρανὸ πρὶν σβήσει:
κι ὅμως οἱ γέροι ναυτικοί, ἀκίνητοι στοὺς φάρους,
μὲ τὴ μεγάλη πίπα τους σβησμένη πιὰ στὸ στόμα,
πρὸς τὰ καράβια πού ῾φυγαν ἐκοίταζαν - ἀκόμα...

Δὸν Κιχώτης

Ἀτσάλινος καὶ σοβαρὸς ἀπάνω στ᾿ ἄλογό του
τὸ ἀχαμνό, τοῦ Θερβαντὲς ὁ ἥρωας περνάει,
καὶ πίσω του, τὸ στωικὸ γαϊδούρι του καβάλα
ὁ ἱπποκόμος του ὁ χοντρὸς ἀγάλια ἀκολουθάει.
Αἰῶνες ποὺ ξεκίνησε κι αἰῶνες ποὺ διαβαίνει
μὲ σφραγισμένα ἐπίσημα, ἑρμητικὰ τὰ χείλια
καὶ μὲ τὰ μάτια ἐκστατικά, τὸ χέρι στὸ κοντάρι,
πηγαίνοντας στὰ γαλανὰ τῆς Χίμαιρας βασίλεια...
Στὸ πέρασμά του ἀπ᾿ τοὺς πλατειοὺς τοῦ κόσμου δρόμους, ὅσοι
τὸν συντυχαίνουν, γιὰ τρελλὸ τὸν παίρνουν, τὸν κοιτᾶνε,
τὸν δείχνει ὁ ἕνας τοῦ ἀλλουνοῦ - κι εἰρωνικὰ γελᾶνε
Ὦ ποιητή! παρόμοια στὸ διάβα σου οἱ κοινοὶ
οἱ ἄνθρωποι χασκαρίζουνε. Ἄσε τους νὰ γελᾶνε:

οἱ Δὸν Κιχῶτες πᾶν μπροστὰ κι οἱ Σάντσοι ἀκολουθᾶνε!

VITA NUOVA

Δὲν θέλω πιὰ παρὰ νὰ ζῶ ἔτσι ὅπως ἕνα δέντρο,
ὁποὺ θροΐζει ἀνάλαφρα σὲ πρωινὸ τοῦ Ἀπρίλη
μέσ᾿ σ᾿ ἕνα κάμπο εἰρηνικό, γεμάτον φῶς γαλάζιο
καὶ παπαροῦνες κόκκινες καὶ ἄσπρο χαμομήλι.
Δὲν θέλω πιὰ παρὰ νὰ ζῶ ἔτσι σὰν ἕνα ρόδο,
ποὺ ἄνθισε κατάμονο μέσα σὲ πρᾶο χειμώνα
σ᾿ ἕνα πεζούλι φτωχικὸ κι ἡλιόφωτο, ποὺ νἄχει
ἀσβεστωμένο τοίχωμα νὰ τοῦ κρατάει τὸ χῶμα.
Θεέ μου! ἄσε με νὰ ζῶ σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ μύρια,
τ᾿ ἀνώφελα τὰ ἔντομα ποὺ ἀπὸ τὸ φῶς μεθᾶνε
καὶ τὴ ζωή τους στοὺς ἀνθοὺς ἀνάμεσα περνᾶνε,
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν κόσμο, μοναχὸ σ᾿ ἕνα λευκὸ σπιτάκι:
καὶ νἄχω μέσα στὴν ψυχὴ τῶν γέρων στὴν εἰρήνη
καὶ στὴν καρδιά μου τῶν φτωχῶν τὴν ἔνθεη καλωσύνη.

Nel mezzo del᾿ cammin...

Νά ῾μαι κ᾿ ἐγὼ στὸ μέσο της ζωῆς μου,
μὰ δάσο σκοτεινὸ δὲ βλέπω μπρός μου
κι οὔτε τὸ φάντασμα τοῦ Βιργιλίου,
νὰ γίνει παραστάτης κι ὁδηγός μου.

Οὔτε δάσο, οὔτε φάντασμα! Μονάχα
μιὰ πένθιμη ἐρημία ποὺ μὲ παγώνει.
Ὅσο βαδίζω, τόσο καὶ πλαταίνει
τῆς σιωπῆς ὁ κύκλος ποὺ μὲ ζώνει...

Σὰν ξένη, σὰν ἀπίθανη ἱστορία
σ᾿ ἕνα παλιὸ βιβλίο ἰστορημένη
καὶ ποὺ θαμπὰ τὴν κράτησεν ἡ μνήμη -
ὅλη ἡ ζωή μου, τώρα, ἡ περασμένη.

Μήνυμα δὲ μοῦ ἔρχεται κανένα
κι ἄνοιξη πιὰ καμμία δὲν περιμένω:
στὸ δρόμο τὸ γυμνὸ ποὺ περπατάω,
ὡσότου νὰ πεθάνω - θὰ πεθαίνω!

Περαστικές

Γυναῖκες ποὺ σᾶς εἶδα σ᾿ ἕνα τραῖνο
τὴ στιγμὴ ποὺ κινοῦσε γι᾿ ἄλλα μέρη·
γυναῖκες ποὺ σᾶς εἶδα σ᾿ ἄλλου χέρι
μὲ γέλιο νὰ περνᾶτε εὐτυχισμένο·
γυναῖκες, σὲ μπαλκόνια νὰ κοιτᾶτε
στὸ κενὸ μ᾿ ἕνα βλέμμα ξεχασμένο,
ἢ ἀπὸ ἕνα πλοῖο σαλπαρισμένο
μ᾿ ἕνα μαντήλι ἀργὰ νὰ χαιρετᾶτε:
νὰ ξέρατε μὲ πόση νοσταλγία,
στὰ δειλινὰ τὰ βροχερὰ καὶ κρύα,
σᾶς ξαναφέρνω στὴν ἀναμνησή μου,
γυναῖκες, ποὺ περάσατε μίαν ὥρα
ἀπ᾿ τη ζωή μου μέσα -καὶ ποὺ τώρα
κρατᾶτε μου στὰ ξένα τὴν ψυχή μου!

Ἐρωτικὰ IV

Δὲν εἶμαι ἐγὼ ποὺ τὴ ζωή σου
ᾖρθα σὰν ἥλιος νὰ φωτίσω:
τὸ φῶς στὰ μάτια μου
ποὺ λάμπει δικό σου
-καὶ σ᾿τὸ στέλνω πίσω!

Τοῦ μαγικοῦ τοῦ κόσμου
ἂν ἔχω ἀνοίξει διάπλατη τὴ θήρα,
τὸ μυστικὸ χρυσὸ κλειδί της
ἀπὸ τὸ χέρι σου τὸ πῆρα.

Κι ἂν ἀπ᾿ τὰ βάθη ἑνὸς ληθάργου
βγῆκα, σ᾿ ἐσένα τὸ χρωστάω,
σ᾿ ἐσένα τοὺς χυμοὺς ποὺ νοιώθω,
τὴ νέα γλῶσσα ποὺ μιλάω!

Πικραμένος ἀναχωρητής

Θὰ φύγω σὲ ψηλὸ βουνό, σὲ ριζιμιὸ λιθάρι
νὰ στήσω τὸ κρεβάτι μου κοντὰ στὴ νερομάνα
τοῦ κόσμου ποὺ βροντοχτυποῦν οἱ χοντρὲς φλέβες τοῦ ἥλιου,
ν᾿ ἁπλώσω ἐκεῖ τὴν πίκρα μου, νὰ λυώσει ὅπως τὸ χιόνι.
Μὴν πιάνεσαι ἀπ᾿ τοὺς ὤμους μου καὶ στριφογυρίζεις
ἄνεμε!
φεγγαράκι μου!
Καλέ μου!
Αὐγερινέ μου!
Φέξε τὸ ποροφάραγκο! Βοήθα ν᾿ ἀνηφορήσω!
Φέρνω ζαλιὰ στὶς πλάτες μου τὰ χέρια τῶν νεκρῶν!
Στὴ μιὰ μεριὰ ἔχω τὰ ὄνειρα, στὴν ἄλλη τὶς ἐλπίδες!
Κι ἀνάμεσα στὶς δυὸ ζαλιὲς τὸ ματωμένο στέφανο!
Μὴ μὲ ρωτᾷς καλέ μου ἀϊτέ, μὴ μὲ ξετάζεις ἥλιέ μου!
Ρίχτε στὸ δρόμο συννεφιὰ νὰ μὴ γυρίσω πίσω!
Κυττάχτηκα μὲς στὸ νερό, ἔκατσα καὶ λογάριασα,
ζύγιασα τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ τοῦ κόσμου. Κι ἀποφάσισα,
νὰ γίνω τὸ μικρότερο ἀδερφάκι τῶν πουλιῶν!

Γράμμα στὸν ἄνθρωπο τῆς πατρίδας μου

Μὴν μὲ μαρτυρήσεις!
Καὶ προπαντὸς νὰ μὴν τοῦ πεῖς πῶς μ᾿ ἐγκατέλειψεν ἡ ἐλπίδα!
Καθὼς κοιτᾷς τὸν Ταΰγετο, σημείωσε τὰ φαράγγια
ποὺ πέρασα. Καὶ τὶς κορφὲς ποὺ πάτησα. Καὶ τὰ ἄστρα
ποὺ εἶδα. Πές τους ἀπὸ μένα, πές τους ἀπὸ τὰ δακρυά μου,
ὅτι ἐπιμένω ἀκόμη πὼς ὁ κόσμος
εἶναι ὄμορφος!

Ταξίδι στὰ Κύθηρα

Τ᾿ ὡραῖο καράβι ἕτοιμο στὸ χαρωπὸ λιμάνι,
γιορταστικὰ μὲ γιασεμιὰ καὶ ρόδα στολισμένο,
μὲ τὶς παντιέρες του ἁλαφριὲς στὴν ἀνοιξιάτικη αὔρα
καὶ τ᾿ Ὄνειρό μας στὸ χρυσὸ πηδάλιο καθισμένο,

μᾶς πῆρε γιὰ τὰ Κύθηρα, τὰ θρυλικά, ὅπου μέσα
σὲ δέντρα καὶ λούλουδα καὶ γάργαρα νερὰ
ὑψώνεται ὁ μαρμάρινος ναὸς γιὰ τὴ λατρεία
τῆς Ἀφροδίτης - τοῦ ἔρωτα τὴ θριαμβικὴ θεά.

Μὰ τὸ ταξίδι ἦταν μακρὺ κ᾿ ἡ χειμωνιὰ μᾶς βρῆκε!...
Οἱ φανταχτερὲς κι ἀνάλαφρες παντιέρες μουσκευτῆκαν,
τὰ χρώματα ξεβάψανε καὶ τ᾿ ἄνθη ἐμαραθῆκαν

καί, κάπου ἀπὸ τοὺς ἄξενους τοὺς οὐρανούς, τὸ πλοῖο
ἀπόμεινε ἀκυβέρνητο στὸ κῦμα τ᾿ ἀφρισμένο
μὲ τὸ φτωχό μας Ὄνειρο στὴν πρύμνη πεθαμένο.

Ἡ ἀγάπη

Ἄ! Τί ὠφελεῖ νὰ καρτερᾷς ὄρθιος στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ
καὶ μὲ τὰ μάτια στοὺς νεκροὺς τοὺς δρόμους στυλωμένα·
ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά᾿ ρθεῖ, δίχως νὰ νιώσεις ἀπὸ ποῦ,
καὶ πίσω σου πλησιάζοντας μὲ βήματα σβησμένα.

Θὲ νὰ σοῦ κλείσει ἀπαλά, μὲ τ᾿ ἄσπρα χέρια της τὰ δυό,
τὰ μάτια ποὺ κουράστηκαν στοὺς δρόμους νὰ κοιτᾶνε,
κι ὅταν γελώντας νὰ τῆς πεῖς θὰ σὲ ρωτήσει: «ποιὰ εἶμ᾿ ἐγώ;»
ἀπ᾿ τῆς καρδιᾶς τὸ σκίρτημα θὰ καταλάβεις ποιά ῾ναι.

Δὲν ὠφελεῖ νὰ καρτερᾷς... Ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά ῾ρθεῖ.
Κλειστὰ ὅλα νά ῾ναι, θὰ τὴ δεῖς ἄξαφνα μπρός σου νὰ βρεθεῖ
κι ἀνοίγοντας τὰ μπράτσα της πρώτη θὰ σ᾿ ἀγκαλιάσει.

Εἰδέ, κι ἂν ἔχεις φωτεινό, τὸ σπίτι γιὰ νὰ τὴ δεχθεῖς,
καὶ σὰν φανεῖ τρέξεις σ᾿ αὐτήν, κι ἐμπρὸς στὰ πόδια της συρθεῖς,
ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά ῾ρθεῖ, - ἀλλιῶς θὰ προσπεράσει.

Ζωή

Κάποιες φορές, σὰ βράδιαζεν ἀργὰ στὴν κάμαρά μας,
τ᾿ ὠχρὸ κεφάλι γέρνοντας στὴν ἀγκαλιά μου ἀπάνω
καὶ μὲ θλιμμένο ἀνάβλεμμα στυλὰ κοιτάζοντάς με,
«θὰ μὲ ξεχάσεις;» ρώταγες «καλέ μου, σὰν πεθάνω;»

Δὲ σ᾿ ἀπαντοῦσα. Τὴ φωνὴ τὴν πνίγαν οἱ λυγμοί μου,
κι᾿ ἕσφιγγα μὲ παροξυσμὸ τ᾿ ἀδύνατο κορμί σου,
σὰ νά ῾ θελᾳ μὲς στὴ ζωὴ νὰ σὲ κρατήσω ἐνάντια
στὸ Χάρο, γιά, ἂν δὲν μπόραγα, νὰ πήγαινα μαζί σου.

Γιατ᾿ ἤσουν ὅλη μου ἡ ζωή, χαρά της καὶ σκοπός της,
κι᾿ ὅσο κι᾿ ἂν ἐστρεφόμουνα πίσω στὰ περασμένα
δὲν ἔβλεπα, δὲν ἔνιωθα κοντά μου ἄλλη ἀπὸ σένα.

Μοῦ φαίνονταν ἀδύνατο δίχως ἐσὲ νὰ ζήσω.
Καὶ τώρα ποὺ μὲ ἄφησες, μὲ φρίκη ἀναλογιέμαι
τὸ θάνατό σου, ἀγάπη μου, πὼς πάω νὰ συνηθίσω.

Τὰ φορτηγὰ καράβια συλλογίζομαι

Τὰ φορτηγὰ καράβια συλλογίζομαι
ποῦ γέρασαν κὰ τώρα, λαβωμένα,
χωρὶς οὔτε μία βάρδια στὸ κατάστρωμα,
σαπίζουν στ᾿ ἀκρολίμανα δεμένα.

Τὰ φορτηγὰ καράβια: ποὺ ταξίδεψαν
στῶν πέντε τῶν ἠπείρων τὰ πελάγη
-ἀπ᾿ τοῦ Μουρμὰνκ τὴ παγερὴ τὴ θάλασσα
ἴσαμε τοῦ Ἀμαζόνα τὰ τενάγη.

Τοὺς ναυτικούς τους γέρους συλλογίζομαι
ποῦ στὰ μεγάλα τῶν χειμώνων βράδια
μ᾿ ὑπομονὴ κι ἀγάπη -γιὰ τὰ ἐγγόνια του
(εἴτε γι᾿ αὐτούς;-) μικρὰ φτιάχνουν καράβια,

καὶ δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ ταξιδέψουνε
μὰ κάθε μέρα ὡς τὸ λιμάνι πᾶνε
καί, ἄνεργοι, ἀνώφελοι καὶ πένθιμοι
σὰν κάτι τὶς νὰ χάσανε κοιτᾶνε.

Οἱ νέες τῶν ἐπαρχιῶν

Ι

Τὶς νέες συλλογίζομαι στὶς ἀπομακρυσμένες
τὶς ἐπαρχίες, τὰ χλωμὰ καὶ κρύα δειλινά,
ὅταν πίσω ἀπ᾿ τὸ τζάμι τοὺς κοιτᾶν στηλὰ τὸ δρόμο
κι ἀναστενάζουνε, γιατὶ κανένας δὲν περνᾷ...

Τὶς συλλογιέμαι στὶς θαμπὲς τοῦ φθινοπώρου ἡμέρες,
ὅταν κοιτᾶνε τὴ βροχὴ νὰ πέφτει στὴν αὐλή τους
κι ἀνασηκώνουν στοὺς στενούς τους ὤμους τους τὸ σάλι,
γιατὶ ἕνα ρῖγος παγερὸ νιώθουν ὡς τὴν ψυχή τους...

ΙΙ

Συλλογιστήκατε ποτὲ τὶς νέες στὶς ἐπαρχίες,
ποὺ περιμένουνε νὰ ῾ρθεῖ, τὸ βράδυ, ἡ ἐφημερίδα,
γιὰ νὰ διαβάσουν ἄπληστα τὸ μυθιστόρημά της
καὶ νὰ μάθουν τί ἀπόγινε ἡ ὄμορφη ἡρωίδα;

Ποὺ ἀνταλλάσσουν κάρτ-ποστὰλ -«ἰδίως τοπία καὶ ἂνθη»-
καὶ διατηροῦν ρομαντική, κρυφά, ἀλληλογραφία
μ᾿ ἕνα ἄγνωστον, ποὺ μ᾿ ἄπειρα χαρίσματα τὸν πλάθουν
κι ἐκεῖνος εἶναι ἕνας γραφεὺς σὲ κάποια Δημαρχία;

Ποὺ γράφουν καλλιγραφικὰ -καὶ μ᾿ ἀνορθογραφίες-
«σκέψεις» μὲς σὲ λευκώματα παρμένες στὰ βιβλία
καὶ ποὺ μὲ μελαγχολικὰ ψευδώνυμα ὑπογράφουν,
ὅπως: «Ἀνέραστος Ψυχή» ἢ «Θλιβερὰ Καρδία»;

ΙΙΙ

Ἐγὼ τὶς συλλογίζουμαι τὶς νέες αὐτές, ποὺ εἶναι
τῆς Ἔμμας Μποβαρὺ ἀδερφὲς -καὶ πάντα καρτερᾶνε
τὸ Νέο τὸ ρομαντικό, τὸν πλούσιο, τὸν ὡραῖο,
ποὺ θὰ τοὺς δώσει τὴ λαμπρὴ ζωὴ ποὺ λαχταρᾶνε...

Πότε θὰ ῾ρθεῖ; Πότε θὰ ῾ρθεί ἀπὸ τὸ γαλανὸ
βασίλειο τῆς Χίμαιρας, μ᾿ ἐρωτικὰ ἀνοιγμένη
τὴν ἀγκαλιά, καὶ νὰ τὸν δοῦν νὰ τοὺς χαμογελᾶ;
Τάχα γιατί τόσο πολὺ ν᾿ ἀργεῖ; Τί περιμένει;

Δὲν ξέρει πῶς στὴν πένθιμη αὐτὴν ἀναμονὴ
λιώνουν οἱ ἄσπρες τους ψυχὲς σὰ μάταιες λαμπάδες;
Καὶ δὲ φοβᾶται, σὰ θὰ ῾ρθεῖ μιὰ μέρα, νὰ μὴ βρεῖ
σβηστὸ τὸ φῶς καὶ -ἀλίμονο- νεκρὲς τὶς Ἑστιάδες;

Πότε θὰ ῾ρθεῖ; Κατάμονες καὶ θλιβερὲς στὸ σπίτι
-στοῦ φθινοπώρου τὰ χλωμὰ καὶ κρύα δειλινά-
οἱ νέες τῶν ἐπαρχιῶν κοιτᾶν στηλᾶ τὸ δρόμο
κι ἀναστενάζουνε, γιατὶ κανένας δὲν περνᾷ...

Koρίτσια τοῦ παλιοῦ καιροῦ...

Κορίτσια τοῦ παλιοῦ καιροῦ, Ἀθηναΐς, Εἰρήνη:
μορφές, μέσα στὴ μνήμη μου, χιμαιρικὲς κι ὡραῖες,
σὰ ρόδινες σ᾿ ἀκίνητα βάλτων νερὰ νυμφαῖες,
-τὸν τόπο ἀφότου ἀφήσατε, τί νά ῾χετε ἀπογίνει,
κορίτσια τοῦ παλιοῦ καιροῦ, Ἀθηναΐς, Εἰρήνη;

Ποιοὶ τάχα νὰ σᾶς χαίρουνται, σὲ ποιὰ νὰ ζεῖτε ξένα,
ὢ σεῖς ποὺ μὲ μαγεύατε, παιδί, στὴν ἐπαρχία,
ὅπως μαγεύουν ἔναστρης νυχτιᾶς τὴν ἡσυχία
γλυκιὲς φωνὲς ποὺ τραγουδᾶν τραγούδια εὐτυχισμένα,
ποιοὶ τάχα νὰ σᾶς χαίρουνται, σὲ ποιὰ νὰ ζεῖτε ξένα;

Σὰ νά ῾ρθαν καὶ σᾶς πήρανε κουρσάρικα καράβια,
οὔτ᾿ ἕνα μήνυμα ἀπὸ σᾶς δὲν ᾖρθε τώρα χρόνια!
Ρημάξανε τὰ σπίτια σας -κι ἀπ᾿ τὰ ψηλὰ μπαλκόνια
μόνες οἱ γριὲς οἱ βάγιες σας κοιτᾶνε πρὸς τὰ βράδια:
σὰ νά ῾ρθαν καὶ σᾶς πήρανε κουρσάρικα καράβια...

Τὸ κορίτσι τῶν δεκατριῶν χρονῶν

Σβέλτη, γοργὴ καὶ γλιστερὴ σὰ φίδι, ὅλη τὴν ὥρα
ποῦ νὰ τὴν πιάσω τέντωνα τὰ χέρια, ξεγλιστροῦσε
καί, πάντα προκαλώντας με κι ὅλο ξεφεύγοντάς μου,
εὐτυχισμένη, - ὁλόκαρδα καὶ εἰρωνικὰ ἐγελοῦσε.

Μ᾿ ἀπάνω στὸ κυνηγητὸ κι ἀπάνω στὸ παιγνίδι,
κάθε ποὺ σμίγαν τὰ κορμιὰ καὶ κόλλαγαν στὴν πάλη,
ἐκείνη πιὰ δὲν γέλαγεν ἀθῴα σὰν καὶ πρῶτα
κι ἐμένα ὡς κῦμα ἀνέβαινε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι.

Καί, μιὰ στιγμή, ποὺ ἅρπαξα τὴ μέση της καὶ μ᾿ ἄγρια
ἐπιθυμία τὴν κράτησα μέσα στὴ ἀγκαλιά μου,
σκλαβώνοντας τὰ πόδια της μέσα στὰ γονατά μου,

Τὴν εἶδα ποὺ ἀφέθηκε γλυκὰ στὸ σφιξιμό μου,
ἐνῷ τὰ μάτια ἐγλάρωναν καὶ τρέμανε τὰ χείλη:
κι ἔνοιωσα ὅτι μέσα της ἐξύπνησε τὸ θῆλυ.

Ἐρωτικό

Δὲν μπορῶ νὰ ξέρω, δὲν μπορῶ νὰ πῶ
ἂν θὰ σ᾿ ἀγαπῶ
ἴσαμε νὰ φτάσω στὴ στερνὴ τὴν ὥρα
ὅπως, κι ὅσο, τώρα·

Οὔτ᾿ ὁ ἔρωτάς μου ποὺ σὰ ρόδο ἀνθεῖ,
ἂν θὰ μαραθεῖ
πάλι σὰν τὸ ρόδο ποὺ τὸ καίει τὸ θέρο,
δὲν μπορῶ νὰ ξέρω.

Ὅ,τι ξέρω εἶναι πώς, ἀπ᾿ τὴν ἡμέρα
πού ῾γινες δική μου
ἄνοιξαν κλεισμένες πύλες -καὶ τὸ θαῦμα
μπῆκε στὴ ζωὴ μου·

Ὅλα ἀλλάξαν ὄψη ἀπ᾿ τὸ φῶς ποὺ ἐντός μου
σκόρπισε ἡ χαρά,
σὰν στὰ βαλτοτόπια ποὺ τὰ πλυμμυρίζουν
ζωντανὰ νερά.

Ἔχω πιὰ ξεχάσει ὅσα νοσταλγοῦσα
κι ὅ,τι εἶχα ποθήσει:
Τώρα μὲ φτερώνει μία καινούρια νιότη
ποὺ δὲν εἶχα ζήσει.

Τὴ ζωὴ τὴ βλέπω σάμπως μέσ᾿ ἀπό ῾να
μαγικὸ γυαλὶ
κι ἀπ᾿ ὅ,τι ζητοῦσα μοῦ ῾δωσ᾿ ἡ ἀγάπη
τόσο πιὸ πολύ,

ποῦ νὰ λέω ἂν ὅπως ᾖρθε μίαν ἡμέρα
φύγει πάλι πίσω
κι ἀπομείνω μόνος, κι ὅπως ἤμουν πρῶτα,
-κάλλιο νὰ μὴν ζήσω.

Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο...

Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
μέσ᾿ στὴν κρύα μου κάμαρα, ὅπως ἔζησα μόνος·
στὴ στερνὴ ἀγωνία μου τὴ βροχὴ θὲ ν᾿ ἀκούω
καὶ τὸν κούφιο τὸν θόρυβο ποὺ ἀνεβάζει ὁ δρόμος.

Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
μέσα σ᾿ ἔπιπλα ξένα καὶ σὲ σκόρπια βιβλία,
θὰ μὲ βροῦν στὸ κρεββάτι μου. Θὲ νἀρθεῖ ὁ ἀστυνόμος
θὰ μὲ θάψουν σὰν ἄνθρωπο ποὺ δὲν εἶχε ἱστορία.

Ἀπ᾿ τοὺς φίλους ποὺ παίζαμε πότε-πότε χαρτιὰ
θὰ ρωτήσει κανένας τους ἔτσι ἁπλά: «-Τὸν Οὐράνη
μὴν τὸν εἶδε κανείς; Ἔχει μέρες ποὺ χάθηκε!...»
Θ᾿ ἀπαντήσει ἄλλος παίζοντας: «-Μ᾿ αὐτὸς ἔχει πεθάνει».

Μιὰ στιγμὴ θὰ κοιτάξουνε ὁ καθένας τὸν ἄλλον,
θὰ κουνήσουν περίλυπα καὶ σιγὰ τὸ κεφάλι,
θὲ νὰ ποῦν: «Τ᾿ εἶν᾿ ὁ ἄνθρωπος!... Χτὲς ἀκόμα ζοῦσε!»
Καὶ βουβὰ τὸ παιγνίδι τους θ᾿ ἀρχινήσουνε πάλι.

Κάποιος θἆναι συνάδελφος στὰ «ψιλὰ» ποὺ θὰ γράψει
πὼς «προώρως ἀπέθανεν ὁ Οὐράνης στὴν ξένη,
νέος γνωστὸς εἰς τοὺς κύκλους μας, ποὖχε κάποτ᾿ ἐκδώσει
συλλογὴν μὲ ποιήματα πολλὰ ὑποσχομένην».

Κι αὐτὸς θἆναι ὁ στερνός της ζωῆς μου ἐπιτάφιος.
Θὰ μὲ κλάψουνε βέβαια μόνο οἱ γέροι γονιοί μου
καὶ θὰ κάνουν μνημόσυνο μὲ περίσιους παπάδες
ὅπου θἆναι ὅλοι οἱ φίλοι μου κι ἴσως-ἴσως οἱ ὀχτροί μου.

Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι
σὲ μία κάμαρα ξένη στὸ πολύβοο Παρίσι,
καὶ μία Κίττυ θαρώντας πὼς τὴν ξέχασα γι᾿ ἄλλην
θὰ μοῦ γράψει ἕνα γράμμα -καὶ νεκρὸ θὰ μὲ βρίσει.

Ἡ ζωντανὴ νεκρή

Δὲν πέθανες! Στὴν κάμαρα ἀκόμα τ᾿ ἄρωμά σου
εἶναι ἁπλωμένο ὡς τώρα δὰ νὰ μ᾿ ἄφησες, κι ἀπάνω
στὸν καναπὲ ἀτέλειωτο μένει τὸ κεντημά σου
καὶ τὸ κομμάτι πού ῾παιζες εἶναι ἀνοιχτὸ στὸ πιάνο.

Ἀπάνω στὸ τραπέζι μου πάντα ἡ δική σου εἰκόνα,
ποῦ πάντα μὲ τὴν ἥμερη ματιά της μὲ κοιτάζει,
καὶ δὲν εἶναι ὁ ἄνεμος, μὰ εἶσαι ἐσύ, τὴν πόρτα
ποὺ μισανοίγεις γιὰ νὰ μπεῖς τὴν ὥρα ποὺ βραδυάζει.

Δὲν πέθανες. Εἶσαι παντοῦ καὶ εἶσαι μέσα σὲ ὅλα:
στῶν ρόδων τὸ ξεφύλλισμα, στὸ στεναγμὸ τοῦ ἀγέρα,
στὰ νέφη ποὺ χρυσίζουνε σὰν πάει νὰ σβήσει ἡ μέρα
κι ὡς καὶ τὶς νύχτες δίπλα μου σὲ νοιώθω ξαπλωμένη...

Δὲν πέθανες. Ἀδιάφορο οἱ μῆνες κι ἂν περνᾶνε:
τότε οἱ νεκροὶ πεθαίνουνε, ὅταν τοὺς λησμονᾶνε!

Τελευταῖα Σχεδιάσματα
(ἀπόσπασμα...)

Καρπὸ δὲν ἔκοψα κανένα
ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς ζωῆς,
μονάχα μάζεψα ὅ,τι βρῆκα
νά ῾ναι πεσμένο καταγῆς...

...
Τώρα γυρίζω καὶ κοιτάζω
καὶ τὴ ζωὴ ἀναμετρῶ:
-πόσο μεγάλη ἦταν ἡ φόρα,
-πόσο τὸ πήδημα μικρό!


Ὁ Ταΰγετος (ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἑλλάδα»)

 Κανένα βουνὸ ἀπ᾿ ὅσα εἶδα στὴ ζωή μου - ἀπὸ τὸ Μὸν Μπλὰν μὲ τὰ - αἰώνια ἀπάτητα χιόνια ἴσαμε τὶς πιὸ ἄγριες ἱσπανικὲς «σιέρρες» δέ μου ἔκανε ποτὲ τὴν ἐντύπωση ποὺ αἰσθάνθηκα, ποὺ δέχθηκα, κατάστηθα θὰ ἔπρεπε νὰ πῶ, ὅταν ἀπὸ μία ψηλὴ καμπὴ τοῦ ἁμαξιτοῦ δρόμου πρὸς τὴ Σπάρτη ἀντίκρισα τὸν Ταΰγετο σ᾿ ὅλο τοῦτο ἐπιβλητικὸ ὕψος. Δὲ φανταζόμουν ποτὲ ὅτι θὰ ὑπῆρχε βουνὸ μὲ τέτοιο χαρακτῆρα, τέτοιαν ἀτομικότητα. Ἡ εἰκόνα του ἦταν ἄφθαστα μεγαλοπρεπής. Παρουσιάζεται στηριγμένος σὲ τεράστιες, συμπαγεῖς πλαγιές, παρόμοιες μὲ στηρίγματα τειχῶν, χρώματος μὸβ καὶ μολυβένιου, καὶ «οἱ κορφές του, ποὺ ἔχουν σχήματα πυραμίδων ξεκόβονται στὸ γαλανὸ οὐρανὸ κατακάθαρα καὶ σκληρά. Δὲν ὑπάρχουν, ὅπως συμβαίνει μ᾿ ἄλλα ψηλὰ βουνά, μικρότερες βουνοσειρὲς νὰ τὸν μισοκρύβουν καὶ νὰ ἐμποδίζουν ν᾿ ἀγκαλιάσει κανεὶς μὲ μιὰ ματιὰ ὁλόκληρο τὸ ὕψος του. Ἀπὸ τὴν κοιλάδα τῆς Σπάρτης, ὅπου κάνει φιδίσιους ἑλιγμοὺς ὁ Εὐρώτας, καὶ ποὺ ἁπλώνεται σὰ μιὰ θάλασσα πρασινάδας, ὁ Ταΰγετος σηκώνεται ἀνεμπόδιστος, ἴσιος, ὥριμος καὶ δυνατὸς μὲ μία περήφανη ἀνάταση - ἴσαμε τὸ ὕψος τῶν χιονοσκεπασμένων κορυφῶν του. Καθὼς ἐμφανίζεται ἔτσι, δὲ δίνει μόνο μιὰ ἐντύπωση μεγαλείου, ἀλλὰ καὶ μία βαθιὰ συγκίνηση.
Δὲν τὸν φαντάζεται κανεὶς ἄψυχο: παγερὴ αἰωνιότητα ὕλης. Καθὼς ὑψώνεται θεόρατος καὶ δυνατός, σκιάζοντας τὴ μεγάλη πεδιάδα, φαντάζει σὰ μιὰ ἔμψυχη παρουσία, σὰ νὰ εἶναι ὁ τιτανικὸς φρουρός της - καὶ δίνει πραγματικὰ τὸ μάθημα ἐκεῖνο τῆς ἐνέργειας καὶ τῆς δύναμης, ποὺ ἔνοιωσε ὁ Μωρὶς Μπαρρές, ὅταν τὸν εἶδε καὶ μὲ τὸ ὁποῖο ἐξήγησε τὸ πολεμικὸ θαῦμα τῆς ἀρχαίας Σπάρτης. Ἀληθινά, ἀφοῦ δεῖ κανεὶς τὸν Ταΰγετο, ἐννοεῖ καλύτερα, ἐννοεῖ ἐντελῶς, πὼς ὑπῆρξε ἡ φυλὴ αὐτὴ περήφανη, ἡ ἐξαίσια ἀνδρική, ἡ λιτή, ἡ αὐστηρὴ καὶ πολεμόχαρη, ποὺ ἔζησε στὴν κοιλάδα αὐτὴ τῆς Σπάρτης χωρὶς νὰ νοιώσει ποτὲ τὴν ἀνάγκη νὰ περιτειχίσει Ἀκροπόλεις γιὰ νὰ καταφεύγει σ᾿ αὐτὲς σὲ ὧρες ἐχθρικῶν ἐπιδρομῶν. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀντίκριζαν καθημερινὰ τὸν Τιτᾶνα αὐτὸν ποὺ λέγονταν Ταΰγετος, ποὺ ἀνέπνεαν τὸν ἀέρα ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὶς κορυφές του, ποὺ αἰσθάνονταν ὄχι τὸ βάρος του πάνω στὴν πεδιάδα τους, ἀλλὰ τὸ ἀγέρωχο ὕψος του, δὲν ἦταν δυνατό, στὶς ἐποχὲς ἐκεῖνες τῶν πολέμων καὶ τῶν στενῶν πατρίδων, νὰ μὴ ἀναπτυχθοῦν σὲ χαλύβδινους καὶ περήφανους πολεμιστὲς καὶ νὰ μὴ θέσουν τὴ φυλή τους ἀνώτερη καὶ ἀπὸ τὸν πολιτισμὸ τῶν Ἀθηνῶν ...
Ἄλλοτε, πρὶν δῶ ἀκόμα τὸν Ταΰγετο, θεωροῦσα κι ἐγώ, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους, κατώτερη τὴ φυλὴ αὐτὴ ποὺ χάθηκε ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς χωρὶς νὰ ἀφήσει στοὺς αἰῶνες τίποτα γιὰ νὰ θυμίζει τὴ διάβασή της: οὔτε ναό, οὔτε ἕνα ἔργο τέχνης. Τώρα αἰσθάνομαι ὅτι oι Σπαρτιᾶτες «ἄφησαν» ὡς μνημεῖο τους τὸν Ταΰγετο γιατὶ, ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὴν περήφανη παρουσία του, ὕψωσαν σὰν τὴν ψυχή τους ἴσαμε τὴν ψηλότερη κορφή του κι ἔγιναν ἕνα μ᾿ αὐτόν...

Βιογραφικὰ στοιχεῖα - Ἐργογραφία - Ἐργοκριτική

Ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστὴς καὶ δημοσιογράφος (πραγματικὸ ὄνομα Κώστας Νιάρχος). Ἔζησε τὰ παιδικά του χρόνια καὶ ἔκανε τὶς ἐγκύκλιες σπουδές του διαδοχικὰ στὸ Λεωνίδιο, Ναύπλιο καὶ Κωνσταντινούπολη. Στὴν Ἀθήνα ᾖρθε στὰ 18 του χρόνια καὶ ἐργάστηκε γιὰ λίγο στὴν Ἀκρόπολη τοῦ Γαβριηλίδη. Πῆγε κατόπιν στὸ ἐξωτερικὸ γιὰ νὰ σπουδάσει ἀλλὰ ἔζησε μποέμικη ζωή, προσβλήθηκε ἀπὸ φυματίωση καὶ ἔμεινε δυὸ χρόνια στὸ σανατόριο τοῦ Νταβὸς στὴν Ἐλβετία. Τὸ 1920 διορίστηκε γενικὸς πρόξενος τῆς Ἑλλάδας στὴ Λισσαβόνα, ἐνῷ τὸ 1924 ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα καὶ ἐργάστηκε ὡς δημοσιογράφος.
Στὰ Γράμματα ὁ Οὐράνης πρωτοεμφανίστηκε τὸ 1908 καὶ ἔκτοτε συνεργάστηκε μὲ ὅλα σχεδὸν τὰ ἀξιόλογα περιοδικὰ τῆς Ἀθήνας καὶ τῆς Ἀλεξάνδρειας. Τὴ νεανική του συλλογὴ Σὰν ὄνειρο, ποὺ τύπωσε τὸ 1909, τὴν ἀποκύρηξε καὶ θεώρησε ὡς πρώτη συλλογή του τὴνSpleen τοῦ 1912 (ἡ λέξη σημαίνει μελαγχολία, ὑποχονδρία καὶ πλήξη), στὴν ὁποία ὅμως τὰ πεζολογικὰ στοιχεῖα καὶ ἡ δυσκαμψία τοῦ στίχου δίνουν μετριότατα ἀποτελέσματα. Οὐσιαστικὰ ἡ προσωπικὴ ποιητική του προσφορὰ παρουσιάζεται μὲ τὶς Νοσταλγίες (1920) καὶ συμπληρώνεται μὲ τὶς Ἀποδημίες, μιὰ συλλογὴ ποιημάτων δημοσιευμένων σὲ διάφορα περιοδικά, ποὺ συγκεντρώθηκαν γιὰ πρώτη φορὰ στὴ μεταθανάτια ἔκδοση μὲ τὸ γενικὸ τίτλο Ποιήματα (1953). Ἐπίσης μεταθανάτια συγκεντρώθηκε, χάρη στὶς φροντίδες τῆς δεύτερης γυναίκας του, τοῦ κριτικοῦ Ἄλκη Θρύλου, ἡ διάσπαρτη σὲ περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες, ὅπως καὶ σὲ ἐξαντλημένα βιβλία του, ποικίλη ἐργασία του. Ἔτσι, ἐκδόθηκαν σὲ ὁμοιόμορφους τόμους, τὰ ταξιδιωτικά του: Ἰταλία (1953), Ἱσπανία (1954), Γλαυκοὶ δρόμοι(1955), Ἑλλάδα (1956), Ἀπὸ τὸν Ἀτλαντικὸ στὴ Μαύρη Θάλασσα (1957), τὰ ἀφηγήματα, χρονογραφήματα, συνεντεύξεις κλπ.: Ἀναβίωση (1955), Ἀποχρώσεις (1956) καὶ τὰ κριτικά του: Δικοί μας καὶ ξένοι (1954 - 56, σὲ τρεῖς τόμους) καὶ Στιγμιότυπα (1958). Στὴν ἀνάθεση τοῦ Ἄλκη Θρύλου ὀφείλεται καὶ ἡ βιογραφία τοῦ Οὐράνη (1908 - 61) τοῦ Π. Μαρκάκη, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1962.
Ὡς ποιητὴς ὁ Οὐράνης, μὲ τὴ βαθιὰ καὶ οὐσιαστικὰ κοσμοπολίτικη παιδεία του, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν Μπωντλαὶρ καὶ τοὺς Γάλλους «ποιητὲς τῆς παρακμῆς» (ὅπως αὐτοχαρακτηρίζονταν πρὶν ἐπικρατήσει ὁ ὅρος συμβολιστές), καλλιέργησε μία ποίηση χαμηλῶν τόνων, στὴν ὁποία ἐπικρατοῦσαν τὰ αἰσθήματα τῆς ἀνίας, τῆς συγκρατημένης ἀπελπισίας, τῆς νοσταλγίας καὶ τῆς φυγῆς. Ὡστόσο, οἱ καταστάσεις αὐτές, κυρίαρχες στοὺς γαλλικοὺς κυρίως λογοτεχνικοὺς κύκλους, στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα, μεταφερμένες τώρα σὲ μιὰ ἄλλη ἐποχή, τὴν περίοδο τοῦ Α´ Παγκοσμίου Πολέμου, μὲ μιὰ διαφορετικὴ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα, ἡ ὁποία εὐνοοῦσε ἰδιαίτερα τὰ νέα εἰκονοκλαστικὰ αἰσθητικὰ κινήματα, ἔμοιαζαν νὰ κατάγονται μᾶλλον ἀπὸ φιλολογικὲς ἐπιρροές, παρὰ ἀπὸ ἐμπειρίες ζωῆς. Μολαταῦτα ὁ Οὐράνης γιὰ τοὺς συνοδοιπόρους του, στὸ πρῶτο τέταρτο τοῦ 20ου αἰῶνα, θεωρήθηκε σημαντικὸς ποιητής. Ἀκόμη καὶ ἡ ἀτιμέλητη μορφὴ τῶν στίχων του καὶ οἱ ἀλλεπάλληλες χασμωδίες του εἶχαν ἐκληφθεῖ ὡς ἠθελημένοι ἐκφραστικοὶ τρόποι καὶ ὡς στοιχεῖα ὕφους, τὰ ὁποῖα συνόδευαν ὀργανικὰ τὰ ποιητικά του θέματα. Θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ τὸ ὑποστήριζε κανεὶς σήμερα. Ὅμως θὰ πήγαινε καὶ στὸ ἄλλο ἄκρο ἂν ἔλεγε ὅτι ἀπὸ αὐτὴ τὴ βαρύρυθμη καὶ πεζολογικὴ ποίηση, ὅπου κάποιοι ρεαλιστικοὶ τόνοι διαβρώνουν τὸ ρομαντισμό της, δὲν σῴζεται συχνὰ μιὰ ἀτμόσφαιρα ἐποχῆς μὲ διαχρονικὰ στοιχεῖα. Μιὰ προσεκτικὴ καὶ εὐαίσθητη ἀνθολόγηση τοῦ ποιητικοῦ του ἔργου μπορεῖ νὰ τὸ πιστοποιήσει, ὅπως καὶ νὰ ἐπισημάνει τὶς διαστάσεις του.
Ὁ Οὐράνης παραμένει ποιητὴς καὶ στὰ ταξιδιωτικά του ἔργα, τὰ διηγήματα, τὰ ἀφηγήματα καὶ τὰ χρονογραφήματά του. Ὁ ἄκρατος ὑποκειμενισμός του τὰ χρωματίζει μὲ θερμοὺς τόνους, ἔτσι ποὺ νὰ φανερώνονται ὡς αὐτοβιογραφικὲς ἐκμυστηρεύσεις, συνθήκη ὅμως ποὺ μειώνει τὴν ἐμβέλεια τῶν κριτικῶν του μελετημάτων, χωρὶς ὡστόσο αὐτὰ νὰ χάνουν τὴ σχετικὴ σημασία τους.


http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_oyranhs_poems.htm

Ναπολέων Λαπαθιώτης - Ποιήματα

Ναπολέων Λαπαθιώτης - Ποιήματα




  • Τὰ καημένα τὰ πουλάκια
  • Τὰ χλωμὰ τὰ κοριτσάκια
  • Ἔχω ἕνα ἀηδόνι...
  • Ποιητής
  • Μυστικό...
  • Ἐπεισόδιο
  • Ἡ χαρά
  • Συντριβή
  • Ἀναμνήσεις
  • Τὸ παλιό μας τραγούδι
  • Μικρὸ Τραγούδι
  • Παραμύθι
  • Πόθος
  • Στὸ νυχτερινὸ κέντρο
  • Χειμωνιάτικο τοπίο
  • Ἐκ βαθέων
  • Στὴ φυλακή...
  • Κούραση
  • Κλεῖσε τὰ παράθυρα
  • Φαντάσματα
  • Βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ
  • Μοναξιά
  • Ἑκάτης πάθη
  • Νυχτερινό
  • Νυχτερινό.
  • Οἱ μπερντέδες
  • Ἐρωτικό
  • Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο
  • Λυπήσου
  • Προσμένω πάλι
  • Σπαρασμός
  • Ἄτιτλο
  • 1939
  • Φάντασμα
  • Προσμονή
  • Εἶμαι μόνος...
  • Ἐρινύες
  • Βαο, γαο, δαο
  • Τ᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ...
  • Τραγούδι
  • Ὅταν βραδιάζει
  • Ἕνας χαμένος κύκλος
  • Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική
  • Ἀποχαιρετισμός
  • Ἀποχαιρετιστήριο



Τὰ καημένα τὰ πουλάκια

Κρύο βαρύ, χειμώνας ὄξω,
τρέμουν οἱ φωτιὲς στὰ τζάκια,
τώρα ποιὸς τὰ συλλογιέται
τὰ καημένα τὰ πουλάκια!

Τὰ πουλάκια εἶναι στὰ δένδρα,
τὰ πουλάκια εἶναι στὰ δάση,
τὰ πουλάκια θὰ τὰ πάρει
ὁ βοριᾶς ποὺ θὰ περάσει,

ἡ βροχὴ καὶ τὸ χαλάζι
κι ὁ βοριᾶς ποὺ θὰ περάσει,
καὶ τὸ χιόνι ποὺ τὸ παίρνουν
στὶς αὐλὲς μὲ τὸ φαράσι...

Κι ἂν ἡ νύχτα εἶναι μεγάλη,
κι ἔρχεται γιομάτη τρόμους,
κι ἂν ὁ θάνατος ἀπόψε,
φέρνει γύρα μὲς τοὺς δρόμους,

κι ἂν ἡ παγωνιὰ θερίζει
κι εἶναι δίχως ρουχαλάκια,
δὲ βαριέσαι, ποιὸς θυμᾶται
τὰ καημένα τὰ πουλάκια...

Τὰ πουλάκια εἶναι στὰ δένδρα,
τὰ πουλάκια εἶναι στὰ δάση,
τὰ πουλάκια θὰ τὰ πάρει
ὁ βοριὰς ποὺ θὰ περάσει.

Στὰ παιδάκια εἶναι τὰ χάδια,
στὰ παιδάκια τὰ φιλάκια,
τώρα ποιὸς τὰ συλλογιέται
τὰ καημένα τὰ πουλάκια!

Κι ὅταν γίνει, πάλι, βράδυ
κι ὅλοι πᾶνε νὰ πλαγιάσουν,
νὰ χωθοῦν μὲς τὰ κρεβάτια,
μὴ τυχὸν καὶ ξεπαγιάσουν,

τὰ πουλάκια τὰ καημένα,
τὰ πουλάκια, τώρα, πέρα
θὰ χαθοῦν χωρὶς ἐλπίδα
νὰ φανοῦν τὴν ἄλλη μέρα...

Τὰ χλωμὰ τὰ κοριτσάκια

Τὰ χλωμὰ τὰ κοριτσάκια
μαραμένα σὰν τὰ κρίνα,
στέκουνται, σὰ μαγεμένα,
καὶ κοιτᾶνε τὴ βιτρίνα,

δὲν τὰ νοιάζει γιὰ τὸ κρύο,
δὲν τὰ νοιάζει γιὰ τὴν πείνα,
κάθουνται μαρμαρωμένα,
καὶ κοιτᾶνε τὴ βιτρίνα...

Κι οἱ κουκλίτσες, ἀπὸ μέσα,
μὲ τὰ κόκκινα λακκάκια,
ποὺ δὲν ξέρουν τὶ συμβαίνει,
καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἔχουν κάκια,

οἱ κουκλίτσες οἱ καημένες,
ἄλλο τόσο μ᾿ ἀπορία,
τὰ κοιτᾶν, κι ἐκεῖνες τώρα,
σὰν ἀλλόκοτα θηρία!

Τὶς κουκλίτσες τὶ τὶς νοιάζει!
καλὰ κάθουνται στὴ ζέστα,
τὰ φτωχὰ τὰ κοριτσάκια,
ὅμως γύρισε καὶ δές τα,

μ᾿ ἕνα μαῦρο ρουχαλάκι,
ξεφτισμένο καὶ τριμμένο,
μ᾿ ἕνα σκίσιμο ἀπὸ πίσω,
ντροπαλὰ μισοκρυμμένο,

μὲ πρησμένο, ἀπ᾿ τὶς χιονίστρες,
τὸ μικρούλι τους χεράκι,
μᾶλλον τὰ καημένα ἐκεῖνα,
μοιάζουν νἆναι ἀπὸ κεράκι...

Κι ὅμως νὰ πού, μὲς τὸ δρόμο,
μὲ τὰ ξένα ἐκεῖνα χάδια,
μιὰ στιγμή, ξαναγιομίζουν
τὴν καρδούλα τους τὴν ἄδεια..

Μὰ σὰν πᾶνε παρακάτου,
ποὺ κανένας δὲν τὰ βλέπει,
ἔρημα καὶ μοναχούλια,
μὲ τὸν οὐρανὸ στὴ σκέπη,

κρύβουν ἔτσι ἀπελπισμένα,
τὰ ματάκια στὸν ἀγκώνα,
ποὺ κι ἐκείνος κλαίει, κλαίει,
στὴν πικρὴν αὐτὴν εἰκόνα...

Ἔχω ἕνα ἀηδόνι...

Ἔχω ἕν᾿ ἀηδόνι στὸ κλουβὶ
κι ἀπ᾿ τὸ καημό του λιώνει.
Ἔχω ἕν᾿ ἀηδόνι στὸ κλουβὶ
καὶ μοίρεται, τ᾿ ἀηδόνι.

Μοῦ λέει γιὰ τὶς ἀμυγδαλιὲς
π᾿ ἀνθίζουν ἄσπρο χιόνι,
μοῦ λέει γιὰ τριανταφυλλιὲς
καὶ μοίρεται, τ᾿ ἀηδόνι...

Καὶ παραδέρνει ἀνώφελα
καὶ τὰ φτερά τ᾿ ἁπλώνει,
κάθε ποὺ φεύγουν τὰ πουλιὰ
κι ἀναρριγοῦν οἱ κλῶνοι...

Ποιητής

Πόσο βαθὺ κι ἀσήμαντο συνάμα,
τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Τέχνης σου τὸ δρᾶμα,
σ᾿ ἕνα παιχνίδι μάταιο καὶ γελοῖο,
τοῦ Νοῦ σου νὰ σκορπᾷς τὸ μεγαλεῖο!
Μέρα-νύχτα νὰ παίζεις μὲ τὶς λέξεις,
πῶς, πρέπει, μεταξύ των, νὰ τὶς πλέξεις
καὶ πῶς, μαζί, νὰ σμίξεις κάποιους ἤχους,
ὥστε νὰ κλείσεις τ᾿ Ὄνειρο σὲ στίχους!
Πόσος κόπος καὶ πόνος κι ἀγωνία,
νὰ πλάσεις ἀπ᾿ τὴ θλίψη σου ἁρμονία

καὶ νὰ τὴ πλάσεις μ᾿ ὅλους σου τοὺς τρόπους,
γιὰ νὰ τὴ ξαναδώσεις στοὺς ἀνθρώπους!
Μήτε κι ἀληθινὰ ποὺ ξέρω πρᾶμα
πιὸ θλιβερό, ἀπ᾿ τοῦ πόνου σου τὸ δρᾶμα,

τοῦ Πόνου αὐτοῦ, ποὺ στέργει γιὰ κλουβί του,
τὸ χῶρο ἑνὸς ἀνθρώπινου ἀλφαβήτου!

Κι ἀφοῦ, σὰ τὰ μικρὰ παιδάκια, παίξεις,
τόσο καιρό, μὲ ρίμες καὶ μὲ λέξεις

κι ὅλες σου τὶς ἐλπίδες ἀφανίσεις,
χαμένος, ὅλος, μέσ᾿ στὶς ἀναμνήσεις,

μόλις φανοῦν οἱ πρῶτες μαῦρες τύψεις
κι ἔρθ᾿ ἡ στιγμὴ νὰ σκύψεις, νὰ μὴ σκύψεις,

μὰ παίρνοντας μαζὶ τὸ θησαυρό σου,
τὸ Γολγοθᾶ σου ἀνέβα καὶ σταυρώσου!

Μυστικό...

Εἶναι ψυχὲς πλασμένες ἀπὸ μάρμαρο
κι ἄλλες ἀπὸ χαμόγελο, εἴτε πόνο.
Εἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ τριαντάφυλλα,
ὅμως ἐκείνη δὲ τὴ φανερώνω!

Πόσο ἡ καρδιά μου θά ῾τρεμε, ἂν τὴν ἔλεγα!
Βάνω μία κλειδαριὰ γερὴ στὸ στόμα!
Τόσοι σοφοὶ ποὺ βρίσκονται τριγύρω μου
καὶ δὲ τὴ μάντεψε κανεὶς ἀκόμα;

Εἶναι ψυχὲς πλασμένες ἀπὸ κρύσταλλο
κι ἄλλες ψυχὲς μὲ κλάματα ἔχουν γίνει.
Εἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ ροδόσταμο,
μὰ δὲ θὰ σᾶς τὴ ῾πῶ ποτέ μου ῾κείνη!

Ὅρκο ἔβαλα νὰ μὴ τὴ ῾πῶ, ὡς τὸ τάφο μου,
μὰ πάλι... ποιὸς ξέρει... καμμιὰν ὥρα...
Κάτι μοῦ καίει τὰ χείλη μου! Καλύτερα
νὰ κλείσω τὸ τραγούδι μ᾿ ἀπὸ τώρα...

Ἐπεισόδιο

Μάτι δειλὸ ποὺ σὲ κοιτάζει
βαθιά, βουβὰ καὶ σκοτεινὰ
κι ἔτσι πιστά, σὰ νὰ σοῦ τάζει:
Θὰ σ᾿ ἀγαπῶ παντοτινά.

Ψηλό, λιγνό, τρελὸ γιὰ χάδι,
δουλεύει σ᾿ ἕνα μαγαζί.
Τὸ πῆρα ἕνα Σαββάτο βράδυ
καὶ κοιμηθήκαμε μαζί.

Ἡ χαρά

Πάντα κάτι μὲ κρατεῖ
καὶ μὲ φέρνει πίσω,
στὸ καιρὸ ποὺ κάθε τί
μοῦ ῾λεγε νὰ ζήσω.

Ποὺ ὅλα, σκέψεις μου κρυφὲς
κι ὅτι ζεῖ στὴ πλάση,
δὲ μοῦ θύμιζε μορφές,
ποὺ τὶς ἔχω χάσει.

Κι ὅλα τ᾿ ἄκουγα νὰ λέν,
μ᾿ ἕνα τρόπο πλάνο,
πὼς τ᾿ ἀγάπησα καὶ δὲν
πρέπει νὰ πεθάνω...

Τώρα ποὺ ὅλα τὰ φτερὰ
σκόρπισαν, τῆς πλάνης,
μοῦ τὸ λένε καθαρά:
Πρέπει νὰ πεθάνεις!

Κι ὅσο πιὸ βαθιὰ κοιτῶ
κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη,
τόσο πιὸ καλὰ καὶ τὸ
μάτι μου τὸ βλέπει.

Κι ἂν τυχαίνει κι ὁ νοῦς νὰ
κάνει σκέψην ἄλλη,
δὲ κρατεῖ πολὺ καὶ νὰ
πάλι αὐτὴ προβάλλει...

...Μὰ ὅσο καὶ στοὺς οὐρανοὺς
νά ῾ναι ἡ μέρα μαύρη
κι ὅσα θέλησεν ὁ νοῦς,
νὰ μὴ μπόρει νά ῾βρει

κι ὅσο ἂν εἴμαστε πικρὰ
τώρα στερημένοι,
κάπου ὑπάρχει μιὰ Χαρὰ
καὶ μᾶς περιμένει...

Συντριβή

Ἔτσι μὲ σύντριψε τὸ Φῶς, γιατὶ εἶδα πρὸς τὸ Φῶς
καὶ γιατὶ μέθυσ᾿ ἀπὸ Ζωή, μ᾿ ἔχει συντρίψει ἡ Ζωή.
Ἐπειδὴ στράφηκα κι ἐγώ, μ᾿ ὅλη μου τὴ πνοὴ
στὴ Μελῳδία, μὲ σύντριψε ἡ Μελῳδία: Κουφός!

Καὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά, μὲ σύντριψε ἡ Χαρὰ
κι οὔτ᾿ ἕνα τί κι οὔτ᾿ ἕνας ποιὸς καὶ δὲ μὲ θέν᾿ τὰ Ὕψη!
Γιατὶ μιλῶ πλατιά, σὰ Θεός, μὲ φθόνεσε καὶ ὁ Θεός.
Καὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά, μὲ σύντριψε κι ἡ Θλίψη...

Ἀναμνήσεις

Τὸ κάθε τι ποὺ πέρασε, γιὰ πάντα μ᾿ ἔχει σκλάβο
κι ὅσο γυρεύεις Σήμερα, τὸ Χτὲς νὰ μ᾿ ἀφανίσεις,
τόσο σὲ ῾κεῖνο θὰ γυρνῶ καὶ τόσο δὲ θὰ παύω
νὰ ζῶ στὶς ἀναμνήσεις...

Θαρρεῖς καὶ κάτι μόνιμα, μπροστά μ᾿ εἶναι πεσμένο
καὶ κρύβοντας καὶ σβήνοντας ὁλότελα τὸ Τώρα,
μὲ κάνει νὰ μὴ χαίρουμαι καὶ μήτε νὰ προσμένω
καινούργια, τάχα, δῶρα...

Σ᾿ ὅτι ποθεῖ καὶ σ᾿ ὅτι ζεῖ, ἡ ψυχή μου μένει ξένη
κι οὔτε μπορεῖς, Φωνὴ Ζωῆς, ἀλλιῶς νὰ τὴ δονήσεις,
παρὰ θαμπὰ καὶ μακρινά, σὰ μουσικὴ ποὺ βγαίνει
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀναμνήσεις...

Τῆς πεθαμένης τῆς χαρᾶς, ἔχει στερέψει ἡ βρύση
κι οὔτε γυρέυει θάματα κι οὔτε προσμένει δῶρα
κι οὔτε μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ τὴ παρηγορήσει,
παρὰ ὅτι ἦταν ὡς τώρα...

Τὸ παλιό μας τραγούδι

Τὸ παλιό μας τὸ τραγούδι,
ποῦ τ᾿ ἀκούγαμε μαζί,
τώρα ποὺ χαθῆκαν ὅλα,
ποιὸς θὰ τό ῾λεγε νὰ ζεῖ!

Ἀπὸ τότε ποὺ ἡ καρδιά μου
σ᾿ ἔχασε παντοτινά,
δὲ τὸ πίστευα ποτέ μου,
γιὰ νὰ τ᾿ ἄκουγα ξανά...

Κι ὅμως νὰ ποὺ τ᾿ ἄλλο βράδυ
-μόλις νύχτωνε θαρρῶ-
μ᾿ ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάρι,
μακρινὸ καὶ καθαρό,

καθὼς γύριζα στὴ τύχη,
μόνος μέσ᾿ στὴ γειτονιά,
τὸ ξανάκουσα καὶ πάλι
καὶ στὴν ἴδια τη γωνιά!

Καὶ τὸ γνώρισα καὶ πάλι
τὸ τραγούδι π᾿ ἀγαπῶ
κι ἂς μὴν ἔμοιαζε καθόλου
στὸ παλιό του τὸ σκοπό.

Γιατὶ τώρα δὲ σκορποῦσε
τὸν καημό του τὸ βαθύ,
μὰ βογγοῦσε καὶ θρηνοῦσε,
μιὰ φωνὴ πού ῾χε χαθεῖ...

Πῶς μοῦ φάνηκε δὲ ξέρω,
καθὼς τ᾿ ἄκουγα ξανά,
μὰ ὅλα γύρω καὶ βαθιά μου,
γίναν ἔτσι σκοτεινά,

ποῦ δυνάμωσα τὸ βῆμα,
μεσ᾿ στὸ βράδυ τὸ πικρό,
μὲ χαμηλωμένα μάτια,
σὰ ν᾿ ἀπάντησα νεκρό...

Μικρὸ Τραγούδι

Ὁ παλιός μας Ἔρωτας,
μὲ τὰ βάσανά του,
ὁ καλός μας Ἔρωτας,
ἦταν τοῦ θανάτου.

Δέκα χρόνια στὴ σειρά,
δίχως νὰ τὸ ξέρει,
δέκα χρόνια στὴ σειρά,
μᾶς κρατοῦσε ταίρι.

Μᾶς βαστοῦσε συντροφιά,
μᾶς κρατοῦσε ταίρι,
δέκα χρόνια στὴ σειρὰ
κι ἕνα καλοκαίρι...

Μὰ ὅπως ὅλα μᾶς περνοῦν
καὶ χαρὲς καὶ πόνοι,
νὰ μιὰ μέρα ποὺ κι αὐτός,
ἄρχισε νὰ λιώνει.

Κι ἕνα βράδυ σκοτεινό,
βράδυ πικραμένο,
καθὼς εἶχα κουραστεῖ
νὰ σὲ περιμένω,

δίχως λέξη νὰ μοῦ πεῖ,
γύρισε στὴ μπάντα,
῾σφάλισε τὰ μάτια του
κι ἔσβησε γιὰ πάντα...

Παραμύθι

Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
πᾶνε τώρα χρόνια,
σ᾿ ἕνα τόπο μακρινό,
ζοῦσαν μέσ᾿ στὰ χιόνια.

Πάγωναν τὰ λούλουδα,
μίσευαν τ᾿ ἀηδόνια,
καλοκαίρι ζύγωνε
κι ἦταν ὅλο χιόνια!

Μάτια πάντα σκοτεινά,
μέτωπα σκυμμένα,
κι ἄνθρωποι δὲ βάδιζαν
μὲ ρυθμὸ κανένα...

Μιὰν ἀγάπη πέρασε,
-μετὰ πόσα χρόνια;-
καὶ τὰ μάτια δάκρυσαν
κι ἕλιωσαν τὰ χιόνια...

Πόθος

Βαθὺ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶ,
μὲ τὶς πλατιές, βαριές σου στάλες
τῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί, τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοί,
ποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες...

Τὰ καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια τὰ βαριά,
κι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοι:
ἀπόψε μου ποθεῖ ἡ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριά,
ὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι!

Τότε, γερτὸς κι ἐγὼ ξανά, μέσ᾿ τὰ μουγγὰ τὰ δειλινά,
θ᾿ ἀναπολῶ γλυκά, -ποιὸς ξέρει-,
καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ, σὰν ἕνα μακρινὸ βιολί,
τὸ περασμένο καλοκαίρι...

Στὸ νυχτερινὸ κέντρο

Τώρα ποὺ παίζει τὸ βιολὶ κι ἔχουμε πιεῖ τόσο πολύ,
ποὺ μ᾿ ἕναν ἔρωτα τρελὸ σὰ νά ῾μαστε δεμένοι,
σ᾿ ἕνα συντρόφεμα ζεστό, βᾶνε ξανὰ νὰ ζαλιστῶ,
μέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό σου νὰ κλειστῶ. Τὸ μόνο ποὺ μοῦ μένει.

Γιατὶ ἂν λείψει τὸ κρασὶ κι φύγεις ἄξαφνα κι ἐσὺ
καὶ βουβαθεῖ καὶ τὸ βιολὶ μὲ τὸ γλυκὸ βραχνᾶ του,
μεσ᾿ στῆς καρδιᾶς μου τὸ κενό, μεγάλο σὰ τὸν οὐρανό,
θ᾿ ἀκούσω πάλι τὸ βραχνὸ τραγούδι τοῦ θανάτου...

Χειμωνιάτικο τοπίο

Ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάρι σὰν ἕνα κομμάτι πάγου,
πεθαμένο καὶ στημένο μέσ᾿ στὴ μέση του πελάγου,

μιὰ βουβή, μεγάλη ξέρα, πιὸ γυμνὴ κι ἀπὸ παλάμη,
μ᾿ ἕνα γέρικο, θλιμμένο, τραγικό, μικρὸ καλάμι

κι ἕνας ἴσκιος -ἕνα κάτι- ποὺ δὲ ξέρω τί ἔχει χάσει
κι ἀπὸ τότε φέρνει γύρα, μὴ μπορώντας νά ῾συχάσει.

Παγωμένο τὸ χαμένο κι ὅλο φῶς, ἐκεῖνο τρίο,
σιωποῦσε κι ἀγρυπνοῦσε, μέσ᾿ στὴ νύχτα, μέσ᾿ στὸ κρύο...

Ἐκ βαθέων

Λυπήσου με, Θέ μου, στὸ δρόμο ποὺ πῆρα,
χωρίς, ὡς τὸ τέλος, νὰ ξέρω τὸ πῶς,
- χωρὶς νά ῾χω μάθει, μὲ μιὰ τέτοια μοῖρα,
ποιὸ κρῖμα μὲ δέρνει, καὶ ποιὸς ὁ σκοπός!

Λυπήσου τὰ χρόνια ποὺ πᾶνε χαμένα,
προτοῦ ἡ νύχτα πάλι βαριὰ ν᾿ ἁπλωθεῖ,
ζητώντας τοὺς ἄλλους, ζητώντας καὶ μένα,
ζητώντας ἐκεῖνο ποὺ δὲ θὰ βρεθεῖ!

Λυπήσου ὅλα κεῖνα ποὺ πᾶνε τοῦ κάκου,
γιατὶ ἔτσι τοὺς εἶπαν πὼς εἶναι γραφτό,
καὶ γίνουνται χῶμα, στὰ βάθη ἑνὸς λάκκου,
χωρὶς νὰ γυρέψουν τὸ λόγο γι᾿ αὐτό!

Λυπήσου κι ἐκεῖνα, λυπήσου κι ἐμένα,
- καὶ μένα, ποὺ πάω μὲ καρδιὰ στοργική,
ζητώντας μία λύση σὲ πράματα ξένα,
ποὺ δὲν ἔχουν, Θέ μου, καμιὰ λογική...

Λιγάκι νὰ κάνω πὼς κάτι μὲ σέρνει,
λιγάκι νὰ φέξει, μὲς στὰ σκοτεινά,
κι ἀμέσως ἡ μοῖρα μου τὸ ξαναπαίρνει,
κι ἀμέσως ἡ νύχτα γυρίζει ξανά...

Λυπήσου με, Θέ μου, στὴν ἀπόγνωσή μου,
λυπήσου τὴ φλόγα ποὺ μάταια σκορπῶ,
- λυπήσου με μὲς στὴν ἀγανάκτησή μου,
νὰ ζῶ δίχως λόγο, καὶ δίχως σκοπό...

Στὴ φυλακή...

Στὴ φυλακὴ μὲ κλείσανε
οἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμου
κι ἔσπασα πόρτες, κλειδωνιές,
νά ῾ρθω σὲ σένα, Φῶς μου!

Τὰ σίδερα λυγίσανε
ἀπὸ τὸ βογγητό μου
καὶ στέρεψαν γιὰ νὰ διαβῶ,
κι οἱ ποταμοὶ τοῦ δρόμου...

Καὶ σὰ τρελός σε γύρεψα,
μὰ σὺ δὲν ἐφαινόσουν!
Καὶ πικραμένος, γύρισα
νὰ μὲ ξανακλειδώσουν...

Κούραση

Εἶμαι τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὰ λόγια τὰ ῾πωμένα
κι ἀπ᾿ τὰ λόγια ποὺ θὰ ποῦμε κι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους κι ἀπὸ μένα
κι ἀπ᾿ τὸ κάλεσμα τοῦ στίχου, μὲ τὸ μάταιο λυρισμό,
ποὺ ἡ ψυχή μου δὲν ἐλπίζει, παρὰ μόνο στὸ Λιμάνι
καὶ στὸ σάλπισμα τῆς Μοίρας, ποὺ μιὰ μέρα θὰ σημάνει
τὸν αἰώνιο Γυρισμό!

Τότε μόνο, λυτρωμένος ἀπ᾿ τῆς γῆς τὴν ἱστορία,
μέσ᾿ στῶν κόσμων καὶ τῶν ἄστρων τὴν ἀτέρμονη πορεία,
φῶς ἀνέσπερο, χυμένο σὲ μιὰν ἔξαλλη στροφή,
τὸ Τραγούδι τὸ Μεγάλο, ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω γράψει,
τὸ στερνό μου τὸ Τραγούδι, σὰ μιὰ δόξα ποὺ θ᾿ ἀνάψει,
τότε μόνο θὰ γραφεῖ!

Κλεῖσε τὰ παράθυρα

Κλεῖσε τὰ παράθυρα μὴ βλέπουν οἱ γειτόνοι,
καὶ τὴν πόρτα σφάλισε καὶ σβῆσε τὸ κερί.
Ἡ ἀγκαλιά μου ἐπύρωσε σὰν τὸ κερὶ καὶ λιώνει,
γιὰ σφιχταγκαλιάσματα κι ὅλο καρτερεῖ.

Κλεῖσε μὴ μᾶς βλέπουνε λοξὰ οἱ ματιὲς τοῦ κόσμου,
δῶσ᾿ μου τὸ χειλάκι σου, ποὖναι ἁπαλό, νωπό.
Ἔχω κάτι ὁλόγλυκο γιὰ σένα ἀπόψε, φῶς μου,
ἔχω κάτι ὁλόγλυκο σὰ μέλι νὰ σοῦ πῶ.

Ἔλα πέσε ἀπάνω μου καὶ μὴν κοιτᾷς μὲ τρόμο.
Τὸ κερί μας ἔσβησε, δὲν μᾶς θωρεῖ κανείς.
Ξέχασε πὼς βρίσκονται κι ἄλλες ψυχὲς στὸ δρόμο,
κι ἄσε νὰ κυλήσουμε σὲ πέλαγα ἡδονῆς.

Ἔλα, ὡς τὰ μεσάνυχτα θὰ σὲ φιλῶ στὸ στόμα,
ἔλα, κι εἶναι οἱ πόθοι μου τρελοί, τόσο τρελοί,
ποὺ τὸ γλυκοχάραμα θὰ μᾶς προλάβει ἀκόμα
στὸ πρῶτο μας ἀγκάλιασμα, στὸ πρῶτο μας φιλί.

Κι ὅταν σὲ ρωτήσουνε τὴ χαραυγὴ οἱ γειτόνοι,
γιὰ ποιὸ λόγο σφάλισες, ἄχ! πές τους, νὰ χαρεῖς,
πές τους πὼς στὴν κάμαρα φοβᾶσαι ἅμα νυχτώνει,
κι ἔπεσες καὶ πλάγιασες νωρίς, τ᾿ ἀκοῦς; Νωρίς!

Φαντάσματα

Τ᾿ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ κι ὁ Νόμος ὁ Τρανός του!
Κι ἐνῷ δὲν εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τ᾿ Ἀγνώστου,
φαντάσματα, ὅλοι καὶ καπνοί, στὴ δίνη τῆς ἀβύσσου,
-μὲ τ᾿ ὄνειρο, φτωχὴ ψυχή, γιὰ μόνη ἀπολαβή σου-,

μάταια φαντάσματα, τυφλά, ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνει,
ποὺ ἡ νύχτα φέρνει μία στιγμὴ κι ἡ νύχτα πάλι παίρνει,
χαμένοι, δίχως γυρισμό, μέσ᾿ στὸν αἰώνιο σάλο,
μισοῦμε κι ἐχθρευόμαστε καὶ κρίνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο...

Βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ

Ἦταν ἕνα βαθὺ κι ἐξαίσιο βράδυ.
-Βράδυ λεπτὸ κι ἀσύλληπτο, Χιμαίρας!-
Ποτέ, τόσο πολύ, τέλος ἡμέρας,
δὲν εἶχε λάμψει τόσο, σὰ πετράδι...

Κατέβαινε τὸ φῶς -μιὰ ὠχρὴ ἀγωνία-,
σὲ κήπους, ὅλο βάλσαμα γιομάτους,
τ᾿ ἄνθη μεθοῦσαν ἀπὸ τ᾿ ἄρωμά τους,
μέσα σε μιὰν ἀνείπωτη ἁρμονία...

Δὲν εἶχε κἂν ὑπάρξει τέτοια δύση,
μήτε στὸ νοῦ τῶν πιὸ γλυκῶν ζωγράφων.
Ἀκόμα καὶ τὰ μάρμαρα τῶν τάφων,
μιὰ δόξα μυστικὰ τά ῾χε κερδίσει...

Κι ὅταν τὸ θάμπος ἄρχιζε νὰ φθάνει
κι ἡ νύχτα τ᾿ ἀργὰ μάγια νὰ κλώθει,
τὸ φεγγάρι, παντοῦ, σὰ φλόγα ἁπλώθη...
Κι ἦταν τὸ βράδυ αὐτὸ πού ῾χα πεθάνει...

Μοναξιά

Εἶμαι μόνος. Βραδυάζει. Τί νὰ κάνω...
Τὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμένα!
Τὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμένα!
Τ᾿ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν, ἀργὰ στὸ πιάνο...

Παίζω στὴ τύχη κάτι ἀγαπημένο,
κάτι παλιὸ καὶ γνώριμο καὶ πλάνο...
Καὶ πάλι σταματῶ. Δὲν ἐπιμένω.
Θὰ προτιμοῦσα μᾶλλον, νὰ πεθάνω...

Ἑκάτης πάθη

...Je suis sure qu' elle est vierge.
Elle a la beaute d' un vierge...
Qui, elle est vierge. Elle ne s' est
jamais souillee.
OSCAR WILDE - «SALOME»


...Ἀπόψε πρόβαλε γυμνή, σὰ τέρας, ἡ Σελήνη
κι ἄβυσσος πόθου τὴ δονεῖ:
τὴν εἶδαν ὅλοι ἀπὸ νωρίς, τὶς πόρπες της νὰ λύνει,
σὰ νὰ διψοῦσεν ἡδονή...

Τί νά ῾δε ξάφνου ῾δῶ στὴ γῆ καὶ τόσο τὸ λυμπίστη
πού ῾χουν μὲ πάθος κρεμαστεῖ,
σὰ νά ῾θελαν νὰ λυτρωθοῦν, ἀπ᾿ τὴ παλιὰ τὴν πίστη
κι οἱ δυό της οἱ νεκροὶ μαστοί;

Παρθένα, στείρα καὶ βουβή, ὅμοια μὲ σαλαμάντρα,
στὰ βάθια βράδυα τ᾿ ἀττικά.
πῶς ἔτσι, ἀπόψε, φρένιασε νὰ σμίξει τρελὰ μ᾿ ἄντρα
καὶ φλογερὰ κι ἐκστατικά;

...Τί κι ἂν ἡ νύχτα γέρν᾿ ἀργά, μέσ᾿ τὰ πυκνὰ ἐρέβη
κι ἀλλόκοτα μεθοῦν οἱ ἀνθοί;
Στὴ δύση, ῾κείνη μοναχή, ποὺ κείτεται καὶ ρεύει,
ζητεῖ τοῦ κάκου νὰ εὐφρανθεῖ...

Νυχτερινό

Ἕνα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο,
ποὺ λάμπει μέσ᾿ τὴ νύχτα -τίποτ᾿ ἄλλο.

Μιὰ φωνὴ γρικιέται μέσ᾿ τὸ σάλο
καὶ ποὺ σὲ λίγο παύει -τίποτ᾿ ἄλλο.

Πέρα μακριά, κάποιο στερνὸ σινιάλο
τοῦ καραβιοῦ ποὺ φεύγει -τίποτ᾿ ἄλλο.

Καὶ μόνον ἓν παράπονο μεγάλο
στὰ βάθη τοῦ μυαλοῦ μου. -Τίποτ᾿ ἄλλο.

Νυχτερινό.

...Κίτρινη ἡ φλόγα τοῦ κεριοῦ μου,
στὴ νύχτα, ἀπάνω στὸ τραπέζι
σὰν ἔρημη πνοὴ ἀνασαίνει.
Σωθῆκαν τὰ χρυσὰ ὄνειρά της
μὲς στὰ σκοτάδια τρεμοπαίζει,
χλωμὴ ψυχοῦλα φοβισμένη...

Ἔξω λαμπρόφωτο φεγγάρι
κάτι ὀνειρεύεται στὰ χάη
τὰ ζαφειρένια της ἐρήμου...
Σὰ νά ῾θελε νὰ ζήσει ἀκόμα,
μ᾿ ἀναλαμπὲς ψυχομαχάει
τὸ ἑτοιμοθάνατο κερί μου...

Καὶ τὸ φεγγάρι τὸ ἀσημένιο
ποὺ χρόνια τώρα ἔχει σωπάσει,
καὶ τὸ κερί μου ποὺ πεθαίνει
-καὶ μέσα ἡ θλιβερὴ ψυχή μου,
χωρὶς αἰτία, κι οἱ τρεῖς στὴν πλάση
εἴμαστε τόσο λυπημένοι...

Οἱ μπερντέδες

Καὶ τὰ χέρια σου σφιγγόντουσαν
στὸ κορμί μου γύρω-γύρω
κι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σου
γλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρο.

Κι ἔπινα μὲς ἀπ᾿ τὰ χείλη σου
γλυκειὰν ἄχνα σὰν τὸ μύρα
κι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι μας
κι οἱ μπερντέδες σὰν πορφύρα.

Ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοι
κι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι.
Κι ὅλο λίγωνε, κι ὅλο μέλωνε
τὸ γλυκό, γλυκό σου μάτι.

Κι ἔτσι, ἀγάπη μου, σὲ γλέντησα
κι ἔτσι τὴ γλυκάδα σου ἤπια,
μέσα στ᾿ ἄνομα ἀγκαλιάσματα,
τὰ ἄνομα τὰ καρδιοχτύπια.

Κι ἀπ᾿ τὴ γλύκα ποθοπλάνταζε
τὸ κορμί σου καὶ τὸ μάτι
κι ἦσαν οἱ μπερντέδες κόκκινοι
κι ἦταν ἄσπρο τὸ κρεβάτι.

Ἐρωτικό

Καημὸς ἀλήθεια νὰ περνῶ
τοῦ ἔρωτα πάλι τὸ στενό,
ὥσπου νὰ πέσει ἡ σκοτεινιὰ
μιὰ μέρα τοῦ θανάτου...

Στενὸ βαθὺ καὶ θλιβερό,
ποῦ θὰ θυμᾶμαι γιὰ καιρό,
- τί μοῦ στοιχίζει στὴν καρδιὰ
τὸ ξαναπέρασμά του;

Ἂς εἶναι, ὡστόσο, - τί ὠφελεῖ;
Γυρεύω πάντα τὸ φιλί,
στερνὸ φιλί, πρῶτο φιλὶ
καὶ μὲ λαχτάρα πόση!

Γυρεύω πάντα τὸ φιλὶ - ἂχ καρδιά μου!
ποὺ μοῦ τὸ τάξανε πολλοί,
κι ὅμως δὲν μπόρεσε κανεὶς
ποτὲ νὰ μοῦ τὸ δώσει...

Ἴσως μιὰ μέρα, ὅταν χαθῶ,
γυρνώντας πάλι στὸ βυθὸ
καὶ μὲ τὴ νύχτα μυστικά,
γίνουμε πάλι ταίρι,

αὐτὸ τὸ ἀνεύρετο φιλί,
ποὺ τὸ λαχτάρησα πολύ,
- σὰ μιὰ παλιά της ὀφειλὴ
- νὰ μοῦ τὸ ξαναφέρει...

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο

Οἱ κύκνοι τὸ φθινόπωρο ζητᾶνε τὴ χαρά τους
γιατὶ ἡ χαρά τους πέταξε μαζὶ μὲ τ᾿ ἁγιοκαίρι...
Θὰ ζήσουν τάχα νὰ τὴ βροῦν, τὴν ἄνοιξη; -Ποιὸς ξέρει;
...γιατὶ μπορεῖ καὶ νὰ χαθοῦν πρὶν βροῦνε τὴ χαρά τους...
Ἀπόψε τὴν περίμεναν, σχεδὸν ὅλο τὸ βράδι,
ὥσπου στὸ τέλος νύσταξαν κοιτώντας τὸ σκοτάδι,
κι ἔγειραν καὶ κοιμήθηκαν ἀπάνω στὰ φτερά τους...

Λυπήσου...

Λυπήσου ἐκείνους ποὺ πονοῦν,
βουβὰ κι ἀνώφελα, γιὰ κάτι,
καὶ παίρνουν, γιὰ νὰ λησμονοῦν,
τῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι...

Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ,
μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας,
κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ,
μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας...

Κι αὐτόν, κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ
τὰ περασμένα του λυπήσου:
μὰ ὅμως, ἀκόμα πιὸ πολύ,
τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου,

λυπήσου αὐτούς, πού, μιὰ φορά,
μὲ φτερὰ ζοῦσαν, καὶ τὰ χάνουν,
καὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαρά,
παρὰ ἡ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν...

Προσμένω πάλι

Θυμᾶμαι, νύχτα ἦταν βαθειά,
μὰ ἡ μέρα κόντευε νὰ φτάσει,
καθὼς κινήσαμε μαζί,
γιὰ νὰ χαθοῦμε μὲς στὴν πλάση...

Και σ᾿ ὅσα πέσαμε κακά,
παγίδες, λάθη, πλάνες, πάθη,
κανένας μας δὲ μπορεῖ πιὰ
μήτε νὰ δεῖ μήτε νὰ μάθει...

Πόσο παλέψαμε κι οἱ δυὸ
καὶ κυλιστήκαμε στὸ χῶμα,
ζητώντας καὶ τὰ πιὸ μικρά,
-δὲ θὰ τὸ πεῖ κανένα στόμα...

Κι ἐπειδὴς εἴχαμε δεχτεῖ,
καθένας τὴ δική του μοῖρα,
πῆρες τὸν ἕνα δρόμο ἐσύ,
κι ἐγὼ τὸν ἄλλο δρόμο πῆρα.

Κι ἀφοῦ χαθήκαμε καιρὸ
καὶ πλανηθήκαμε στὴν τύχη,
(κι ὡς τώρα, μόνος μας δεσμὸς
δὲν ἦταν παρὰ κάποιοι στίχοι),

τώρα, ποὺ τ᾿ ὄνειρο γιὰ μᾶς
τὰ φῶτα σβήνει τὰ στερνά του,
-προσμένω, πάλι, νὰ σὲ βρῶ,
μὲς στὴ γαλήνη τοῦ θανάτου...

Σπαρασμός

Γύρω ἡ μαυρίλα,
μέσα ἡ καρδιά μου.
Στὸ πάτημά μου
τρίζουν τὰ φύλλα.

Νερό, ἀργοκύλα!
Στολίδια γάμου
ξεσκίδια χάμου.
Ἀνατριχίλα.

Μέσ᾿ στὸ βιβλίο
σκυμμένα μάτια,
καὶ δὲ διαβάζω.

Σιωπή, ἐρμιά, κρύο.
Πέρα; Παλάτια.
Σκοινιά. Σπαράζω.

Ἄτιτλο

Κάτω στοῦ Μήτσου τὸ τεκὲ
Κάναν οἱ μπάτσοι μπλόκο,
Καὶ βρῆκαν ντουμανότρυπες
Κι ἕνα γιαπὶ λουλάδες,
Πενηνταδυὸ διμούτσουνες
Καὶ δεκαοχτὼ μαρκούτσια.
Σουρτά, σουρτὰ μὲ μπαμπεσιὰ
Ζυγῶσαν οἱ ρουφιάνοι
Μὲ ζούλα ᾖρθαν οἱ πούστηδες
Καὶ μᾶς ἐβάναν μπροστά:
Τσιμπῆσαν πρῶτα τὸ Μπαλῆν
Ὅπου φυλοῦσε τσίλλιες
Καὶ μπῆκαν στὸ τσαρδάκι μας
Καὶ μᾶς τὰ κάναν λίμπα!
Πῆραν τὶς ντουμανότρυπες
Πῆραν καὶ τοὺς λουλάδες,
Πῆραν καὶ τὶς διμούτσουνες
Τὰ δεκαοχτὼ μαρκούτσια
Πῆραν καὶ τοὺς ντερβίσηδες
Καὶ στὸ πλεκτὸ τοὺς πᾶνε,
Πῆραν τὸ Μίκα τὸ Ντουρντῆ
Τὸ τζὲ τοῦ Νταλαβέρη
Τὸ Μπάρμπουλα, τὸ Μπόρμπουλα
Καὶ τὸ Μπαλῆ τὸ Μῆτσο
Πήρανε καὶ τὸ Ντερτιλῆ
Τὸ Ντάτα τὸ θηρίο
Πούκαντε πέντε στὴ Παλιὰ
Καὶ δώδεκα στ᾿ Ἀνάπλι
Κι ὄντας τσακίζεται
Λέει: Ὄφ, τ᾿ ἀδερφάκι!
........................................



Τὰ ποιήματα τῆς σκιᾶς 1939-1943

1939

Τώρα, ποὺ γυρίζει πάλι,
πρὸς τὴν ἄνοιξη ὁ καιρός,
κι ὁ ἥλιος, σὰν καρδιὰ μεγάλη,
μᾶς ἀγγίζει φλογερός·

ποὺ ὅλα γύρω ἀπ᾿ τοῦ χειμῶνα
λυτρωμένα νὰ ζοῦνε μόνα,
λαχταροῦνε γιὰ στοργή,

κι ὅλα βρίσκουν τό ῾να τ᾿ ἄλλο
Σὰ χαμένο θησαυρὸ
Μὲ τὸ νοῦ μου εἶπα νὰ βάλω
Κι ἐγὼ κάτι πὼς θὰ βρῶ...

Καὶ κινώντας ἕνα γιόμα,
Σὰν ἀλήτης ποὺ πεινᾷ
(καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν ἴσως ἀκόμα
πιὸ βουβὰ καὶ ταπεινά)

καὶ μὲ κάποιον κρυφὸ τρόμο,
στὴν ψυχὴ τὴν ὀρφανή,
γύρεψα δειλὰ στὸ δρόμο
κάτι, θέ μου νὰ φανεῖ!

Μὰ δὲν πρόκανες ἐλπίδα
Μιὰ στιγμὴ νὰ μοῦ φανεὶς
Καὶ γιὰ μένα, ἀμέσως, εἶδα,
Πὼς δὲ βρίσκεται κανείς,

Καὶ χωρὶς νὰ ρίχνω πίσω
Μάτια πόθου φλογερά.
Πρέπει ν᾿ ἀποχαιρετήσω
Κάθε σκέψη καὶ χαρά...

Τί κι ἂν ὅλα λένε, γύρα,
Πὼς δὲν ἦταν ὡς ἐκεῖ,
Κι ἀρχινᾶν, τῆς γῆς τὰ μύρα,
Τὴν παλιά τους μουσική;

Τί καὶ φέγγε, ἀπάνωθέ μου,
Πλούσιος ὁ ἥλιος ὁ παλιός;
Ὀλ᾿ αὐτά, γιὰ μένα, Θέ μου,
Πόσο, τότε, ἦταν ἀλλιῶς...

Κι ἔτσι, ἀνοίγοντας τὴ θύρα,
Ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ Παλιά,
Νὰ σκορπίσουν ὅλα, γύρα
Σὰν ἀνώφελα πουλιά,

Θὰ βαδίσω πρὸς τὸ Πέρα,
Δίχως τίποτα νὰ πῶ,
Χωρισμένος κάθε μέρα
Κι ἀπὸ κάτι π᾿ ἀγαπῶ

Καρτερώντας ὡς τὴν ὥρα,
Πάλι, Θέ μου, ποὺ θενὰ
Σμίξουμε, γιὰ πάντα τώρα
Μὲς στὸ Μέγα Πουθενά...

Φάντασμα

Τὸ Ἄγνωστο γύρω καὶ παντοῦ, - κι ὁ Νόμος ὁ Τρανός του!
Κι ἐνῷ σὲ εἴμαστε παρὰ μορφὲς αὐτοῦ τοῦ Ἀγνώστου,
Φαντάσματα, ὅλοι, καὶ καπνοί, στὴν δίνη τῆς Ἀβύσσου
(μὲ τ᾿ ὄνειρο, φτωχὴ ψυχή, γιὰ μόνη ἀπολαβή σου),

μάταια φαντάσματα, τυφλά, ποὺ τὸ σκοτάδι σπέρνει
ποὺ ἡ νύχτα φέρνει μία στιγμή, κι ἡ νύχτα, πάλι, παίρνει,
χαμένοι, δίχως γυρισμὸ μὲς στὸν αἰώνιο σάλο,
μισοῦμε καὶ ἐχθρευόμαστε – καὶ κρίνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο...

Προσμονή

Τὶς βαριὲς τὶς ὦρες ποὺ εἶμαι μόνος
Καὶ δὲν εἶναι γύρω μου κανεὶς
Ποὺδὲν εἶμαι παρὰ μόνο πόνος,
- περιμένω, Μάνα, νὰ φανεῖς.

Κι ὅμως ἤξερε ὅλες σου τὶς πράξεις
Πρίν, Σὰ ρόδο, σπάσεις καὶ σαπεῖς
Σχεδὸν ξέρω πὼς θὰ μὲ κοιτάξεις
Καὶ τὰ λόγια ἀκόμα, ποὺ θὰ πεῖς...

Ξέρω ἀκόμα, πὼς θὰ μὲ χαϊδέψεις
Μ᾿ ἕνα τρόπο τόσο τρυφερό,
Ποὺ θὰ σβήσεις ὅλες μου τὶς σκέψεις
Ποὺ μὲ βαραίνουν, τόσο καιρό...

Κι ἅμα νιώσεις ὅλο μου τὸν πόνο,
Τί μεγάλος εἶναι καὶ βαθὺς
Φτάνει τὴ ματιά μου νὰ δεῖς μόνο,
- δὲν θὰ φύγεις... θὰ μὲ λυπηθεῖς!

Εἶμαι μόνος...

Εἶμαι μόνος. Βραδιάζει. Τί νὰ κάνω...
Τὰ χέρια μου εἶναι τόσο ἀπελπισμένα!
Τὰ χέρια μου εἶναι τόσο κουρασμένα!
Τὰ ἀφήνω καὶ γλιστροῦν ἀργὰ στὸ πιάνο...

Παίζω στὴν τύχη, κάτι ἀγαπημένο,
Κάτι παλιό, καὶ γνώριμο, καὶ πλάνο..
Καὶ πάλι σταματῶ. Δὲν ἐπιμένω.
Θὰ προτιμοῦσα μᾶλλον νὰ πεθάνω...

Ἐρινύες

Παλιὰ τραγούδια μακρινὰ χαμένα ἀπὸ καιρὸ
Μὲς σὲ στιγμὲς ἀγγελικὲς ἢ μέσα στ᾿ ὄνειρό μου,
Τώρα πού, ἐντός μου, τίποτα δὲν μένει πιὰ γερὸ
Τὸ βράδυ ποὺ σᾶς θυμηθῶ μοιάζει μὲ βράδυ τρόμου.

Κι ἐσᾶς ποὺ πάντα φύλαγα, γιὰ μία παρηγοριὰ
- Σὰ μιὰ στερνὴ καὶ μαγικὴ παρηγοριὰ δική μου
Σᾶς βλέπω τώρα, ξαφνικὰ ν᾿ ἀλλάζετε θωριὰ
Καὶ νά ῾στε ἀπ᾿ ὅλες τὶς πληγές, ἡ πιὸ μαρτυρική μου!

Γιὰ αὐτό, σφαλώντας τὴ ματιὰ πηγαίνω νὰ χαθῶ.
Μὲς στοὺς πικρούς σας ἐμπαιγμοὺς καὶ μὲς στὶς εἰρωνεῖες,
Τώρα ποὺ τίποτα γερὸ δὲν ἔμεινε κι ὀρθὸ
- τραγούδια μου Ἐρινύες!..

ΒΑΟ, ΓΑΟ, ΔΑΟ

Ζινώντας παβίδονο σαβίνι,
Κι ἀπονιβώντας ἐρομιδαλιὸ
Κουμάνισα τὸ βίρο τοῦ λαβίνι
Μὲ σάβανο γιδένι τοῦ Θαλιό.

Κι ἀνέδοντας ἕν᾿ ἄκονο λαβίνι
Ποὺ ραδαγοσαλιοῦσε τὸν ἀλιὸ
Σινέρωσα τὸν ἄβο τοῦ ραβίνι
Σ᾿ ἕνα ἄφαρο δαμένικο ραλιό!

Σουβέροδα στ᾿ ἁλίκοπα σουνέκια
Μέσ᾿ στ᾿ ἄλινα ποὺ δὲν ἐσιβονεῖ
Βαρίλωσα τ᾿ ἀκίμορα κουνέκια.

Καὶ λαδαμποσαλώντας τὴν ὀνὴ
Καράμπωσα τὸ βούλινο διράνι
Σὰν ἄλιφο τουρένι ποὺ κιράνει.

T᾿ ἁπλὸ παιδὶ ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ...

Τ᾿ ἁπλὸ παιδί, ποὺ ἐγὼ ἀγαπῶ, δὲν ἔζησε στὰ πλούτη,
δὲν ἔχει τρόπους νὰ φερθεῖ καὶ μήτε νὰ ντυθεῖ,
-μά ῾ναι τὸ πιὸ καλὸ παιδί, ποὺ μὲς στὴν πλάση τούτη
μπορεῖ ν᾿ ἀπαντηθεῖ!

Δὲν ξέρει γράμματα πολλά, δὲν κάνει γιὰ σαλόνι,
τὰ ροῦχα του εἶναι τῆς δουλειᾶς, τριμμένα καὶ παλιά,
-μὰ τὸ μεγάλωσε τὸ φῶς, αὐτὸ ποὺ μεγαλώνει
τὰ ξένοιαστα πουλιά...

Κι ἄλλοτε μοῦ ῾τυχε ξανά, -στὸ διάβα κάποιου δρόμου,
νὰ περπατήσω συντροφιὰ μὲ διάφορα παιδιά,
-μ᾿ αὐτό, σεμνὸ καὶ ταπεινό, βαδίζει στὸ πλευρό μου,
σὰ μιὰ μικρὴ καρδιά...

Κι ὅταν τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν τὰ λοῦσα βλέπει πλάι
κι αὐτὸ δὲν ἔχει πιὸ καλὸ κοστούμι νὰ ντυθεῖ,
τότε γυρίζει τὴ ματιά -καὶ μοῦ χαμογελάει,
νὰ παρηγορηθεῖ... ]

Τραγούδι

1- Τὸ δρομάκι τὸ παλιό,
ποὺ εὐωδᾶν οἱ κρίνοι
Τὸ δρομάκι τὸ καλὸ
σὲ μιὰ πόρτα κλείνει...

2- Μέσα κεῖ ποὺ φύσημα
δὲ σὲ φτάνει ἀνέμου,
Μακρινὸς κι ἀθώρητος
κάθεσαι, ἀκριβέ μου...

3- Ἦρθα ἀπόψε, ἀπὸ νωρὶς
γιὰ νὰ σ᾿ ἀνταμώσω:
μὰ ἤμουν ἀπ᾿ τὶς εὐωδιές,
λαγγεμένος τόσο...

4- μὲ τὰ μάτια ἔτσι τυφλά,
σὰν ἀπὸ κραιπάλη,-
ποὺ δὲ σ᾿ ηὗρα πουθενὰ
καὶ θὰ φύγω πάλι...

Ὅταν βραδιάζει

Ὅταν βραδιάζει, μέσα μου, ξυπνοῦν τὰ περασμένα...
Ξυπνοῦν ἀργά, σὰ μουσικὲς νεκρὲς ἀπὸ καιρό,
- σὰ μουσικὲς ποὺ χάθηκαν, καὶ ποὺ τὶς λαχταρῶ,
κι ἔρχονται πάλι, μαγικὰ κι ἀνέλπιδα, σὲ μένα...

Πόθοι, παράπονα παλιά, νοσταλγικὲς φωνές,
λόγια βαθιὰ κι ἀξέχαστα, κι ὡστόσο ξεχασμένα,
παράξενα χειμαιρικὲς ἀγάπες μακρινές,
ὅπως ἡ φλόγα μιᾶς αὐγῆς, ὑψώνονται σὲ μένα

Μιὰ βρύση, τότε, μαγική, μοῦ λύνεται ξανά,
καὶ τὸ τραγούδι ρυθμικὸ στὰ χείλη μου ἀνεβαίνει,
- ἕνα τραγούδι καθαρό, καθὼς τὰ δειλινὰ
ποὺ μέσα του λυτρώνονται, καὶ ζοῦν οἱ πεθαμένοι...

Ἕνας χαμένος κύκλος

Καὶ ὁ λόγος σὰρξ ἐγένετο, καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν
Τὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον

1

μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα – πᾶνε χρόνια,
στοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴ
πιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίρας
ὑπῆρχε ἀπὸ καιρό, δὲν ξέρω, τί
- κάτι δειλό, κι ἀλλόκοτο, καὶ μόνο,
ποὺ γύριζε, καὶ γύρευε μορφή.

Νὰ γίνει, ἀπ᾿ ὅλα γύρω του, τὸ πρῶτο,
Θὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸ·
Μπορεῖ κανένα πλάσμα, ἴσαμε τώρα,
Νὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτό·
Μπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια Παρουσία
Κάποιο λυσίπονο τελειωτικό...

Καὶ νὰ πού, μὲ καιρό, καθὼς γυρνοῦσε,
Ζητώντας, μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖ,
Κατόρθωσε καὶ πρόβαλε, ἐπιτέλους
Ἕνα φτωχὸ λουλούδι, ἕνα πρωί...
Τρίλλιζαν, κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκια,
Χαρὰ θεοῦ, γελοῦσαν οἱ οὐρανοί!

Βγῆκε σὲ μία πλαγιά, - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρω,
Καὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦ:
Φτωχὸ λουλούδι, κἂν ἁπλὸ χορτάρι
Τοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν ἢ τοῦ γιαλοῦ,
- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μας
ἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ...

τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγα,
καὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιά·
μιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε, πρὸς τὸ βράδυ,
στὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικά,
κι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλι,
σ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά...

μεγάλωσε, ἔτσι, ἀμέριμνα, ὡς τὸ βράδυ·
μὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνό,
περνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδι,
ποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸ·
τό ῾κοψε, καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέρα·
πρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα, ἦταν νεκρό...

2

Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μας,
ἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸ·
γεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρη,
λαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸ·
κι αὐτὸ ἔγινε, δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόπο,
σ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό.

Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλα·
Μιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιά·
Τὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξένα,
Χωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιά·
Μονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά της,
Κι ὁ πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά.

Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλα:
Μὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο, παχουλό,
Τὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἡ Ἀννούλα,
Καὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸ·
Καὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε, γιὰ χάζι,
Μιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό.

Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένους,
Ποὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοί,
Πῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς ὁ κλῆρος, τώρα,
Ν᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή.
- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο, ποὺ εἶχε κάνει,
δὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ!

Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκι,
Παράξενα θλιμμένο καὶ γλυκό·
Τὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρες,
Μ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικό,
Ποὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε, μιὰ γιὰ πάντα,
Νὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό...

Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτι:
Γύρισε ὁ πρῶτος γιός, ὁ ναυτικός,
Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο, ἀπὸ τὰ ξένα·
Σὲ λίγο ᾖρθε καὶ ὁ δεύτερος ὁ γιός·
Κι ἡ Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάρι,
Κι ἔπαψε ἡ γρίνια πιὰ καὶ ὁ τσακωμός...

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλα,
Σ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό, σιμά·
Κι ὁ μικρούλης, ἀκόμα ὁ πιὸ τεμπέλης,
Δούλευε τώρα, κι ἔβγαζε ἀρκετά.
Στὰ τελευταῖα, κι ἡ μάνα μία αὐγούλα,
Κοιμήθηκε, κι αὐτὴ παντοτινά...

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιο,
Κι ὅλα βαδίζαν, ὅλα, μιὰ χαρά!
Μὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶνα,
Τὸ βρῆκε πάλι κάποια συφορά:
Μιὰ ρόδα, ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρνα,
Καὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά...

Στὸ δρόμο, χάμου, ἀπόμεινε πεσμένο,
Καλώντας, λές, κι ἐγὼ δὲν ξέρω τί,
Μὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλα,
Θλιμμένη τόσο, καὶ σπαραχτική!
Μ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουν,
Ἦταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί...

Στὶς πέντε, πρὸς τὸ βράδυ, ξεψυχοῦσε·
Τριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιά·
Κανένας, τώρα, νὰ τὸ συμπονέσει,
Μήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενά...
Πύκνωσε τὸ σκοτάδι, βγῆκαν τ᾿ ἄστρα,
Κι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά.

Στὶς ἕντεκα, τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμα·
Μὰ τώρα πιὰ ἡ φωνή του ἦταν φριχτή,
Θαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν,
- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνή!
Σχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγόταν,
Ὥσπου, στὸ τέλος, ἔπαψε κι αὐτή...

3

δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει
- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερό·
στὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε, εἶχε πέσει
κακὸ μεγάλο, ἐκεῖνο τὸν καιρό:
μίση, κακίες, καυγάδες δίχως τέλος,
τὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό!

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνια,
Καὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶς,
Βασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνη,
Ποὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάς!
Τώρα, ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτες
Ἦταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς...

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξη
Μὲ τὴν μικρή του ζώνη, τὴ λευκὴ
Στὸ δρόμο, ὅσοι περνούσανε σιμά του,
Γυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶ
Καὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοι
Τ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ!

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια,
Τ᾿ ἀλλόκοτα, γλυκὰ καὶ τρυφερὰ
Σκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά του
Κι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ
- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν, ἐδῶ κάτου
νὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά...

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλι:
Κάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερό,
Τὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδι
Καθὼς γυρνοῦσε μόνο ἀπ᾿ τὸ σκολειὸ
Σὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένο:
Τὸ πρόλαβε, - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό...

4

κι ἔτσι, ἀφοῦ τρεῖς φορές, μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχτα
μὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖ
κατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσε
νὰ δεῖ, σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση, προκοπὴ
γι᾿ αὐτό, κι ἐκεῖνο, γύρισε γιὰ πάντα
καὶ χάθηκε, ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Εἶπα πιὸ πάνω: γύρισε γιὰ πάντα
Καὶ χάθηκε, ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ
- κι ὁ μῦθος, μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ
σὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖ.
Μὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ «ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ»
Ποιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ;...

Ἀποχαιρετισμοὶ στὴ μουσική

Ι

Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ, μήτε νὰ ζήσω,
μὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο, σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω.

Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνω,
μόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει: νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω...

Κι ὅμως κἂν αὐτὴ ἡ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμα
νὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα.

Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη, τὴν ἀπέραντα θλιμμένη,
μήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω, μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει.

Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμα,
θὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα...

ΙΙ

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοι
κι ὅλοι ξένοι, τραγουδᾶμε, μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει.

Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, ἀλίμονό μου,
τὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου!

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μου,
μόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου...

Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα γιὰ λίγο,
μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω.

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους, ὁ χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου;
Κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω, μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου...

Ἀποχαιρετισμός

Μόνος ᾖρθα, κάποιο βράδυ, κι ἦσαν ὅλοι, γύρω, μόνοι,
κι ὅλοι ξένοι, τραγουδᾶμε, μὲς στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει.

Κι ὅσο ζῶ, κι ὅσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, ἀλλοίμονό μου,
τὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου.

Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου, καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μου,
μόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ σταυρῶσαν τὰ καρφιά μου...

Μόνος ᾖρθα, κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα γιὰ λίγο,
μόνος ἔζησα τοῦ κάκου - κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω.

Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους, ὁ χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου;
- κι ὅπως ᾖρθα, καὶ θὰ φύγω, μόνος μὲς στὸ θάνατό μου...

Ἀποχαιρετιστήριο

Ι

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινὸ μὲ βρῆκε λυπημένο.
-Μὴ λὲς πὼς ἦταν ἀφορμὴ τ᾿ ὀργίλο σου γραφτό-.
Λὲς κι ἀπὸ πρίν, κάποια φωνή, μοῦ τό ῾χεν εἰπωμένο.
Δὲ θλίβομαι γι᾿ αὐτό.

Ἔτυχεν ὅμως ἡ βραδιὰ τόσο βουβὰ νὰ σβήσει
κι ὁ ἥλιος μακριά, τόσο θλιβὰ νὰ χάνεται μαζί...
Τέτοιες βραδιές, ἡ σκέψη μου, ποὺ νοσταλγεῖ κι ἐκείνη,
δὲ θά ῾θελε νὰ ζεῖ!

Ἐξάλλου, λὲς γιὰ πράματα ποὺ ῾γὼ δὲ βρίσκω βάση.
Λόγια γραμμένα βιαστικά, μὲ πεῖσμα καὶ χολή.
Ἐκεῖνος ποὺ τὰ λόγια σου τὰ πρίν, ἔχει διαβάσει,
θὰ ξαφνιαστεῖ πολύ...

Μοῦ λὲς πὼς «κυλιστήκαμε στὸ βόρβορο», φαντάσου!
Κι ἐγὼ ποὺ τό ῾χα καύχημα κρυφό, τόσο καιρό,
πὼς ἡ καρδιά μου στάθηκε στὰ πλάνα βήματά σου,
σὰν ἄστρο φεγγερό!

Τὸ γράμμα σου τ᾿ ἀποψινό, μὲ βρῆκε λυπημένο,
λὲς κι ἡ καρδιά μου, σὰν ἀνθός, γιὰ πάντα ἔχει σαπεῖ.
Κι ὅσο γιὰ ῾κεῖνο ποὺ μοῦ λές: «Μιὰ ἄγνωστη θὰ μένω»,
δὲ ξέρω τί θὰ πεῖ...

ΙΙ

Τὸ βράδυ ποὺ σ᾿ ἀγάπησα δὲν ἦταν καλοκαίρι.
Τὰ φύλλα μόλις πρόβαλλαν ἐπάνω στὰ κλαριὰ
κι οὔτε θυμᾶμαι νὰ σοῦ πῶ, τί μ᾿ εἶχε τότε φέρει,
σὲ ῾κείνη τὴ μεριά.

Θυμᾶμαι μόνο πού ῾σερνα τὸ βῆμα τὸ νωθρό μου
καὶ τὸ μυαλό μου γύριζε σὲ πράματα παλιά,
τὴν ὥρα ποὺ σ᾿ ἀπάντησα νὰ στέκεσαι στοῦ δρόμου
τὰ πέτρινα σκαλιά.

Τὴ νύχτα ῾κείνη τὴ τρελή, τὴ νύχτα τὴ μεγάλη,
νὰ στὴ θυμήσω τώρα ῾δῶ, τὸ βρίσκω περιττό.
«Τὰ περασμένα πέρασαν, μὴ τὰ θυμᾶσαι πάλι»,
μᾶς λέει τὸ ρητό...

Κι ὅμως κι ἐσὺ μ᾿ ἀγάπησες βαθύτατα, τὸ νιώθω
καὶ ξέρω ἀκόμα πὼς συχνὰ μοῦ τό ῾χες ὁρκιστεῖ,
πὼς ὅσο κι ἂν μαραίναμε τὸ πρῶτο μας τὸ πόθο,
θὰ μέναμε πιστοί!

Μιᾶς καὶ δὲν ἦταν νὰ σταθεῖς σὲ ῾κεῖνα πού ῾χες τάξει,
τότε γιατὶ τὸ λόγο αὐτὸ μ᾿ ἀνάγκασες νὰ πῶ;
Τὸν ὅρκο σου τὸν πάτησες, μὰ ῾γὼ δὲν ἔχω ἀλλάξει:
Ἀκόμα σ᾿ ἀγαπῶ!