Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

Νίκος Καββαδίας - Πούσι

Νίκος Καββαδίας - Πούσι (1947)

Προμετωπίδα
Γιάννη Τσαρούχη
Στὴν Ἔλγκα Καββαδία



  1. Πούσι
  2. Kuro Siwo
  3. Στεριανὴ ζάλη
  4. Cambay's water
  5. Ἀρμίδα
  6. Black and White
  7. Ἐσμεράλδα
  8. Καραντί
  9. Θαλασσία πανίς
  10. Federico Garcia Lorca
  11. Θεσσαλονίκη
  12. Σταυρὸς τοῦ Νότου
  13. Μαρέα
  14. Ὁ λύχνος τοῦ Ἀλλαδίνου



1η ἔκδοση : Ἀ. Καραβίας, 1947
2η ἔκδοση : Γαλαξίας, 1961-1971
3η ἔκδοση : Κέδρος, 1975-1989
4η ἔκδοση : Ἄγρα, 1989-1996

ISBN 960-325-038-4

Πούσι

Στὴν Ἑλένη Χαλκιούση
Ἔπεσε τὸ πούσι ἀποβραδὶς
-τὸ καραβοφάναρο χαμένο-
κ᾿ ἔφτασες χωρὶς νὰ σὲ προσμένω
μὲς στὴν τιμονιέρα νὰ μὲ δεῖς.

Κάτασπρα φορᾶς κ᾿ ἔχεις βραχεῖ,
πλέκω σαλαμάστρα τὰ μαλλιά σου.
Κάτου στὰ νερὰ τοῦ Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν ἐποχή.

Μᾶς παραμονεύει ὁ θερμαστὴς
μὲ τὰ δυό του πόδια στὶς καδένες.
Μὴν κοιτᾶς ποτέ σου τὶς ἀντένες
μὲ τὴν τρικυμία· θὰ ζαλιστεῖς.

Βλαστημᾶ ὁ λοστρόμος τὸν καιρὸ
κ᾿ εἶν᾿ ἀλάργα τόσο ἡ Τοκοπίλλα.
Ἀπὸ νὰ φοβᾶμαι καὶ νὰ καρτερῶ
κάλλιο περισκόπιο καὶ τορπίλλα.

Φύγε! Ἐσὲ σοῦ πρέπει στέρεα γῆ.
Ἦρθες νὰ μὲ δεῖς κι ὅμως δὲ μ᾿ εἶδες
ἔχω ἀπ᾿ τὰ μεσάνυχτα πνιγεῖ
χίλια μίλια πέρ᾿ ἀπ᾿ τὶς Ἐβρίδες.


Kuro Siwo *

Στὸ Γιῶργο Παπᾶ
Πρῶτο ταξίδι ἔτυχε ναῦλος γιὰ τὸ Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακὸς ὕπνος καὶ μαλάρια.
Εἶναι παράξενα τῆς Ἴντιας τὰ φανάρια
καὶ δὲν τὰ βλέπεις καθὼς λένε μὲ τὸ πρῶτο.

Πέρ᾿ ἀπ᾿ τὴ γέφυρα τοῦ Ἀδάμ, στὴ Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μὰ οὔτε στιγμὴ δὲν ἐλησμόνησες τὰ λόγια
ποὺ σοῦ ῾πανε μία κούφιαν ὥρα στὴν Ἀθήνα.

Στὰ νύχια μπαίνει τὸ κατράμι καὶ τ᾿ ἀνάβει,
χρόνια στὰ ροῦχα τὸ ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ὁ λόγος της μὲς στὸ μυαλό σου νὰ σφυρίζει,
«ὁ μπούσουλας εἶναι ποὺ στρέφει ἢ τὸ καράβι;»

Νωρὶς μπατάρισε ὁ καιρὸς κι ἔχει χαλάσει.
Σκαντζάρισες μὰ σὲ κρατᾶ λύπη μεγάλη.
Ἀπόψε ψόφησαν οἱ δυό μου παπαγάλοι
κι ὁ πίθηκος πού ῾χα μὲ κούραση γυμνάσει.

Ἡ λαμαρίνα!... Ἡ λαμαρίνα ὅλα τὰ σβήνει.
Μᾶς ἕσφιξε τὸ Kuro Siwo σὰ μία ζώνη
κι ἐσὺ κοιτᾶς ἀκόμη πάνω ἀπ᾿ τὸ τιμόνι,
πῶς παίζει ὁ μπούσουλας καρντίνι μὲ καρντίνι.



Στεριανὴ ζάλη

Στὸ Νίκο Τουτουντζάκη
Ὁ λοστρόμος κρατᾶ μία καραβέλα,
μισῆ μποτίλια τζὶν καὶ δυὸ μιγάδες,
τὴ νύχτα μετοικοῦν οἱ Συμπληγάδες
στὰ μπὰρ τοῦ λιμανιοῦ καὶ στὰ μπορντέλα.

Πηχτὸ πούσι σκεπάζει τὰ καρνάγια.
West End - Thame's Street καὶ διπλὸς ἔρως.
Ἂς φυσᾶνε στὸ Πλάτα τὰ Παμπέρος,
ἂς ρολάρει τὸ κύμα στὴ Μπισκάγια.

Χαμηλὸς οὐρανὸς γιομάτος ἄστρα,
μὰ δὲ μοιάζει μ᾿ αὐτὸν ποὺ σὲ γνωρίζει.
Ἡ μπαρκέτα γυρίζει; Δὲ γυρίζει.
Τὸ κορίτσι νυστάζει στὴν Καράστρα.

Βαρέθηκαν οἱ ναῦτες τὸ τιμόνι,
τό ῾να μάτι σου γέρνει καὶ κοιμᾶται,
ἀγρυπνᾶ τὸ δεξὶ καὶ θυμᾶται
τὸ φανὸ ποὺ χτυπᾶ μὰ δὲ ζυγώνει.

Ὁ λοστρόμος ξυπνάει καὶ καταριέται
μία μιγάδα ποὺ κλαίει καὶ μία μποτίλια.
Ἀνοιχτὰ κάπου ἐννιὰ χιλιάδες μίλια
τὸ σκυλόψαρο προσμένει καὶ βαριέται.


Cambay's water

Στὸν Π.Π. Παναγιώτου
Φουντάραμε καραμοσάλι στὸ ποτάμι.
Εἶχε ὁ πιλότος μας τὸ κούτελο βαμμένο
«κι ἂν λείψεις χίλια χρόνια θὰ σὲ περιμένω»
ὡστόσο οἱ κάβοι σου σκληρύναν τὴν παλάμη.

Θολὰ νερὰ καὶ μίλια τέσσερα τὸ ρέμα,
οἱ κούληδες τρῶνε σκυφτοὶ ρύζι μὲ κάρι,
ὁ καπετάνιος μας κοιτάζει τὸ φεγγάρι,
πού ῾ναι θολὸ καὶ κατακόκκινο σὰν αἷμα.

Τὸ ρυμουλκὸ σφύριξε τρεῖς καὶ πάει γιὰ πέρα,
σαράντα μέρες ὅλο ἐμέτραγες τὰ μίλια,
μ᾿ ἀπόψε -λέω- φαρμάκι κόμπρα εἶχες στὰ χείλια,
τὴν ὥρα πού ῾πες μὲ θυμό: «Θά ῾βγω ἄλλη μέρα...»

Τὴ νύχτα σοῦ ῾πα στὸ καμπούνι μία ἱστορία,
τὴν ἴδια ποὺ ὅλοι οἱ ναυτικοὶ λένε στὴ ράδα,
τὰ μάτια σου τὰ κυβερνοῦσε σοροκάδα
κι ὅλο μουρμούριζες βραχνά: «Φάλτσο ἡ πορεία...»

Ξημέρωσε κ᾿ ἦρθε ὁ φακίρης μὲ τὰ φίδια,
ἡ Μαχαράνα τοῦ Μαζὸρ δὲ φάνηκε ὅμως!...
Μ᾿ αἰσχρὲς κουβέντες τὸν ἐπείραζε ὁ λοστρόμος
καὶ τοῦ πετοῦσε ἀπὰ στὰ φίδια του σκουπίδια.

Σαλπάρουμε! Μᾶς περιμένουν στὸ Μπραζίλι.
Τὸ πρόσωπό σου θὰ τὸ μούσκεψε τὸ ἀγιάζι.
Ζεστὸν ἀγέρα κατεβάζει τὸ μπουγάζι
μὰ οὔτε φουστάνι στὴ στεριὰ κι οὔτε μαντήλι.


Ἀρμίδα

Στὸν Κώστα Βάρναλη
Τὸ πειρατικὸ τοῦ Captain Jimmy,
ποὺ μ᾿ αὐτὸ θὰ φύγετε καὶ σεῖς,
εἶναι φορτωμένο μὲ χασὶς
κ᾿ ἔχει τὰ φανάρια του στὴν πρύμη.

Μῆνες τώρα πού ῾χουμε κινήσει
καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ καιροῦ
ὅσο ποὺ νὰ πᾶμε στὸ Περοὺ
τὸ φορτίο θὰ τό ῾χουμε καπνίσει.

Πλέμε σὲ μία θάλασσα γιομάτη
μὲ λογῆς παράξενα φυτά,
ἕνα γέρος ἥλιος μᾶς κοιτᾶ
καὶ μᾶς κλείνει ποῦ καὶ ποῦ τὸ μάτι.

Μπουκαπόρτες ἄδειες σκοτεινές,
-ποῦ νὰ ξοδεύτηκαν τόνοι χίλιοι;
μᾶς προσμένουν πίπες ἀδειανὲς
καὶ τελωνοφύλακες στὸ Τσίλι.

Ξεχασμένο τ᾿ ἄστρο τοῦ Βορρᾶ,
οἱ ἄγκυρες στὸ πέλαγο χαμένες.
Πάνω στὶς σκαλιέρες σὲ σειρὰ
δώδεκα σειρῆνες κρεμασμένες.

Ἡ πλωριὰ Γοργόνα μία βραδιὰ
πήδησε στὸν πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστροῦσαν συνοδιὰ
τοῦ Κολόμβου οἱ πέντε κολασμένοι.

Κι ἔπειτα στὶς ξερές τοῦ Ἀκορᾶ
τσοῦρμο τ᾿ ἄγριο κύμα νὰ μᾶς βγάλει
τέρατα βαμμένα πορφυρὰ
μὲ φτεροῦγες γλάρων στὸ κεφάλι.


Black and White

Στὸν Μ. Καραγάτση
Τοῦ Ἄλμπορ τὸ φανάρι πότε θὰ φανεῖ;
Οἱ μαθήτριες σχολάσανε τοῦ ᾠδείου.
Φωτεινὲς ρεκλάμες τῆς ὁδοῦ Σταδίου.
Γέφυρα βρεγμένη σκοτεινή.

Μάτι ταραγμένο μάταια σὲ κρατῶ
στὸν καιρὸν ἀπάνω του Σιρόκου.
Δούλευε τὸ φτυάρι, μαῦρε τοῦ Μαρόκου
ποὺ μασᾶς βοτάνια γιὰ τὸν πυρετό.

Φεμινά!... Χορὸς τῶν κεφαλῶν.
Κ᾿ οἱ Ναγκὸ χορεύουν στὴν Ἀσία.
Σὲ πειράζει -μοῦ ῾πες- ἡ ὑγρασία
κ᾿ ἡ παλιά σου ἀρρώστια τῆς Τουλών.

Τζίντζερ, ποὺ κοιτᾶς μὲ τὸ γυαλί,
τὸ φανάρι τοῦ Ἄλμπορ δὲν ἐφάνη.
Βλέπω στὸ Λονδίνο ἐγὼ τὴ Fanny
στὸ κρεβάτι σου ἄλλον νὰ φιλεῖ.

Κρέας ἁλατισμένο τοῦ κουτιοῦ.
Μύωπα καπετάνιο μου καὶ γέρο,
ἕνα μαγικὸ σκονάκι ξέρω
τέλειο γιὰ τὴν κόρη τοῦ ματιοῦ.

Ἄναψε στὴ γέφυρα τὸ φῶς.
Μέσα μου μιλεῖ ἕνας παπαγάλος
γέρος στραβομύτης καὶ μεγάλος
μὰ γιομάτος πείρα καὶ σοφός.

Μέσα μου βαθιὲς ἀναπνοές.
Τοῦ Κολόμβου ξύπνησαν οἱ ναῦτες.
Ὅλες τὶς ρουκέτες τώρα κάφ᾿ τες
καὶ Marconi στεῖλε τὸ S.O.S.


Ἐσμεράλδα

Στὸ Γιῶργο Σεφέρη
Ὁλονυχτιὲς τὸν πότισες μὲ τὸ κρασὶ τοῦ Μίδα
κι ὁ φάρος τὸν ἐλίκνιζε μὲ τρεῖς ἀναλαμπές.
Δίπλα ὁ λοστρόμος μὲ μακριὰ πειρατικὴ πλεξίδα
κι ἀλάργα μας τὸ σκοτεινὸ λιμάνι τοῦ Gabes.

Ἀπὰ στὸ γλυκοχάραμα σὲ φίλησε ὁ πνιγμένος
κι ὅταν ξυπνήσεις μὲ διπλὴ καμπάνα θὰ πνιγεῖς.
Στὸ κάθε χάδι κι ἕνας κόμπος φεύγει ματωμένος
ἀπ᾿ τὸ σημάδι τῆς παλιᾶς κινεζικῆς πληγῆς.

Ὁ παπαγάλος σοῦ ῾στειλε στερνὴ φορὰ τὸ «γειά σου»
κι ἀπάντησε ἀπ᾿ τὸ στόκολο σπασμένα ὁ θερμαστὴς
πέτα στὸ κύμα τὸν παλιὸ ποὺ ἐσκούριασε σουγιᾶ σου
κι ἄντε μονάχη στὸν πρωραῖον ἱστὸ νὰ κρεμαστεῖς.

Γράφει ἡ προπέλα φεύγοντας ξοπίσω: «σὲ προδίνω»
κι ὁ γρύλος τὸ ξανασφυράει στριγγὰ τοῦ τιμονιοῦ.
Μὴ φεύγεις. Πές μου, τό ῾πνιξες μία νύχτα στὸ Λονδίνο
ἢ στὰ βρομιάρικα νερὰ κάποιου ἄλλου λιμανιοῦ;

Ξυπνᾶν οἱ ναῦτες τοῦ βυθοῦ ρισάλτο νὰ βαρέσουν
κι ἀπὲ νὰ σοῦ χτενίσουνε γιὰ πάντα τὰ μαλλιά.
Τρόχισε κεῖνα τὰ σπαθιὰ τοῦ λόγου ποὺ μ᾿ ἀρέσουν
καὶ ξαναγύρνα μὲ τὶς φώκιες πέρα στὴ σπηλιά.

Τρεῖς μέρες σπάγαν τὰ καρφιὰ καὶ τρεῖς ποὺ σὲ κάρφωναν
καὶ σὺ μὲ τὶς παλάμες σου πεισματικὰ κλειστὲς
στερνὴ φορὰ κι ἀνώφελα ξορκίζεις τὸν τυφώνα
ποὺ μᾶς τραβάει γιὰ τὴ στεριὰ μὲ τοὺς ναυαγιστές.


Καραντί ***

Στὸ κορίτσι ἀπὸ τὸ Βόλο
Μπάσσες στεριές, ἥλιος πυρρὸς καὶ φοινικιές,
ἕνα πούλι ποὺ ἀκροβατεῖ στὰ παταράτσα.
Γνέφουνε δυὸ στιγματισμένα μαῦρα μπράτσα,
ποὺ ἀρρώστιες τά ῾χουνε τσακίσει τροπικές.

Παντιέρα κιτρίνη - σινιάλο τοῦ νεροῦ.
Φοῦντο τὶς δυὸ καὶ πρίμα βρέξε τὸ πινέλο.
Τὰ δύο φανάρια τῆς νυχτός. Κι ὁ Pisanello
ξεθωριασμένος ἀπ᾿ τὸ κύμα τοῦ καιροῦ.

Τὸ καραντί ... Τὸ καραντὶ θὰ μᾶς μπατάρει.
Σάπια βρεχάμενα, τσιμέντο καὶ σκουριά.
Ἀπὸ νωρίς, δεξιὰ στὴν μάσκα τὴν πλωριά,
κοιμήθηκεν ὁ καρχαρίας ποὺ πιλοτάρει.

Ὄρντινα δίνει ὁ παπαγάλος στὸν ἱστό,
ὅπως καὶ τότε ἀπ᾿ τοῦ Κολόμπου τὴν κουκέτα.
Χρόνια προσμένω νὰ τυλίξεις τὴν μπαρκέτα,
χρόνια προσμένω τὴ στεριά, νὰ ζαλιστῶ.

Φωτιὲς ἀνάβουνε στὴν ἄμμο ἰθαγενεῖς
κι ἀχὸς μᾶς φτάνει καθὼς παίζουν τὰ ὄργανά τους.
Τῆς θάλασσας κατανικώντας τοὺς θανάτους
στὴν ἀνεμόσκαλα σὲ θέλω νὰ φανεῖς.

Φύκια μπλεγμένα στὰ μαλλιά, στὸ στόμα φύκια.
Ἔτσι ὡς κοιμήθηκες γιὰ πάντα στὰ βαθιὰ
κατάστιχτη, πελεκημένη ἀπὸ σπαθιά,
διπλὰ φορώντας τῶν Ἰνκᾶς τὰ σκουλαρίκια.


Θαλασσία πανίς

Στὸν Αἰμίλιο Βεάκη
Ἕνα κοχύλι σκουλαρίκι ἔχεις στ᾿ αὐτὶ
καὶ στὰ μαλλιὰ θαλασσινὸ πράσινο ἀστέρα.
Tropical stormy-In Madras area cholera,
καὶ στὰ νησιὰ τοῦ Lakha-diwa πυρετοί.

Τό ῾να ἀνάλαφρα φύκια κρατᾶ
καὶ τὸ ζερβί σου τὸ λειψὸ σάπια καβίλλια.
Η Katherin τούτη τὴ στιγμή, χιλιάδες μίλια...
βγαίνει τὴ ντάμα μὲ τὸ ρήγα σταυρωτά.

Τὸ «Union Jack» καὶ τὸ σπασμένο τουρκετὶ
κι᾿ ὁ Γιαπωνέζος στὴν παντιέρα-μαύρη μπάλα.
Ἡ ἁφή της ὅμοια μὲ τὸ περσικὸ γατὶ
πού ῾χες ψωνίσει πρὶν τρεῖς μῆνες στὴν Bomballa.

Περαστικὴ τώρα ἡ Γοργόνα ἡ τροπικὴ
σὲ βλέπει ἀδιάφορη κι᾿ ἀπὲ σὲ φέρνει βόρτα.
Ἀλλιώτικες ὅσες σταμπάρουν ὠαυτικοὶ
κι᾿ ἄλλες αὐτὲς ποὺ σὲ τραβούσανε στὰ πόρτα.

Ὁ κατασκότεινος βρέχει νερένιος οὐρανὸς
μολύβι, ἐγγλέζικες κονσέρβες, porridge, νάρκες.
Παίζει τερπνό, παράξενο παιγνίδι μὲ τὶς σάρκες
καθὼς διαβαίνει ὁ σκύλος ὁ θαλασσινός.

Τοπίο σκωτσέζικο-σκυλιὰ καὶ κυνηγοί,
πύργος μὲ φάντασμα-παλιὸ Johnnie Walker whisky.
Ἀπόψε οἱ δύο χαλύβδινοι πρωραῖοι πυργίσκοι
προσμένουν Τρίτωνες γιὰ βάρδιας ἀλλαγή.

Γουίλιαμ !... Γέλα στὸ βυθὸ φλεγματικά,
ἀφοῦ πιὰ τίποτα δὲ μέλει νὰ προδώσεις.
Ἂς παίξουν κι᾿ ἄλλοι μὲ παιγνίδια ναυτικὰ
κι᾿ ἄλλοι ἂς φορέσουνε φανέλα μὲ ραβδώσεις.


Federico Garcia Lorca

Στὸ Θανάση Καραβία
Ἀνέμισες γιὰ μία στιγμὴ τὸ μπολερὸ
καὶ τὸ βαθὺ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
Αὔγουστος ἤτανε δὲν ἤτανε θαρρῶ,
τότε ποὺ φεύγανε μπουλούκια οἱ Σταυροφόροι.

Παντιέρες πάγαιναν τοῦ ἀνέμου συνοδιὰ
καὶ ξεκινοῦσαν οἱ γαλέρες τοῦ θανάτου.
Στὸ ρωγοβύζι ἀνατριχιάζαν τὰ παιδιὰ
κι ὁ γέρος ἔλιαζε ἀκαμάτης τ᾿ ἀχαμνά του.

Τοῦ ταύρου ὁ Πικάσσο ρουθούνιζε βαριὰ
καὶ στὰ κουβέλια τότε σάπιζε τὸ μέλι.
Τραβέρσο ἀνάποδο - πορεία πρὸς τὸ Βοριᾶ.
Τράβα μπροστὰ -ξοπίσω ἐμεῖς- καὶ μὴ σὲ μέλλει.

Κάτου ἀπ᾿ τὸν ἥλιο ἀναγαλλιάζαν οἱ ἐλιὲς
καὶ φύτρωναν μικροὶ σταυροὶ στὰ περιβόλια.
Τὶς νύχτες στέρφες ἀπομέναν οἱ ἀγκαλιὲς
τότες ποὺ σ᾿ ἔφεραν, κατσίβελε, στὴ μπόλια.

Ἀτσίγγανε κι Ἀφέντη μου, μὲ τί νὰ σὲ στολίσω;
Φέρτε τὸ μαυριτάνικο σκουτὶ τὸ πορφυρό.
Στὸν τοῖχο τῆς Καισαριανῆς μᾶς φέραν ἀπὸ πίσω
κ᾿ ἴσα ἕν᾿ ἀντρίκιο ἀνάστημα ψηλῶσαν τὸ σωρό.

Κοπέλες ἀπ᾿ τὸ Δίστομο φέρτε νερὸ καὶ ξίδι.
Κι ἀπάνω στὴ φοράδα σου δεμένος σταυρωτὰ
σύρε γιὰ κεῖνο τὸ στερνὸ στὴν Κόρδοβα ταξίδι,
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ διψασμένα της χωράφια τ᾿ ἀνοιχτά.

Βάρκα τοῦ βάλτου ἀνάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.
Σύνεργα ποὺ σκουριάζουνε σὲ γύφτικη σπηλιά.
Σμάρι κοράκια νὰ πετᾶν στὴν ἔρημην ἀρένα
καὶ στὸ χωριὸ ν᾿ οὐρλιάζουνε τὴ νύχτα ἑφτὰ σκυλιά.

* Δημοσιεύτηκε στὶς 19 Μαΐου 1945,
στὸ ὑπ᾿ ἀριθμὸν 3 φύλλο τῶν «Ἐλεύθερων Γραμμάτων».


Θεσσαλονίκη

Στὸ Γιῶργο Κουμβακάλη
Ἤτανε κείνη τὴ νυχτιὰ ποὺ φύσαγε ὁ Βαρδάρης,
τὸ κύμα ἡ πλώρη ἐκέρδιζεν ὀργιὰ μὲ τὴν ὀργιά.
Σ᾿ ἔστειλε ὁ πρῶτος τὰ νερὰ νὰ πᾶς γιὰ νὰ γραδάρεις,
μὰ ἐσὺ θυμᾶσαι τὴ Σμαρὼ καὶ τὴν Καλαμαριά.

Ξέχασες κεῖνο τὸ σκοπὸ ποὺ λέγανε οἱ Χιλιάνοι
-Ἅγιε Νικόλα φύλαγε κι Ἅγια Θαλασσινή.-
Τυφλὸ κορίτσι σ᾿ ὁδηγάει, παιδὶ τοῦ Modigliani,
ποὺ τ᾿ ἀγαποῦσε ὁ δόκιμος κι οἱ δύο Μαρμαρινοί.

Νερὸ καλάρει τὸ Fore Peak, νερὸ καὶ τὰ πανιόλα
μὰ ἐσένα μία παράξενη ζαλάδα σὲ κινεῖ.
Μὲ στάμπα ποὺ δὲν φαίνεται σὲ κέντησε ἡ Σπανιόλα
ἢ τὸ κορίτσι ποὺ χορεύει ἀπάνω στὸ σκοινί;

Ἀπάνω στὸ γιατάκι σου φίδι νωθρὸ κοιμᾶται
καὶ φέρνει βόλτες ψάχνοντας τὰ ροῦχα σου ἡ μαϊμού.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μάνα σου κανεὶς δὲν σὲ θυμᾶται
σὲ τοῦτο τὸ τρομακτικὸ ταξίδι τοῦ χαμοῦ.

Ὁ ναύτης ρίχνει τὰ χαρτιὰ κι ὁ θερμαστὴς τὸ ζάρι
κι αὐτὸς ποὺ φταίει καὶ δὲ νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου κεῖνο τὸ στενὸ κινέζικο παζάρι
καὶ τὸ κορίτσι πού ῾κλαιγε πνιχτὰ μὲς στὸ ρικσά.

Κάτω ἀπὸ φῶτα κόκκινα κοιμᾶται ἡ Σαλονίκη.
Πρὶν δέκα χρόνια μεθυσμένη μοῦ ῾πες «σ᾿ ἀγαπῶ».
Αὔριο, σὰν τότε, καὶ χωρὶς χρυσάφι στὸ μανίκι,
μάταια θὰ ψάχνεις τὸ στρατὶ ποὺ πάει γιὰ τὸ Depot.


Σταυρὸς τοῦ Νότου

Στὸ Γιῶργο Θεοτοκᾶ
Ἔβραζε τὸ κύμα τοῦ Γαρμπῆ.
Ἤμαστε σκυφτοὶ κι οἱ δυὸ στὸ χάρτη
γύρισες καὶ μοῦ ῾πες πὼς τὸ Μάρτη
σ᾿ ἄλλους παραλλήλους θά ῾χεις μπεῖ.

Κούλικο στὸ στῆθος σου τατού,
ποὺ ὅσο κι ἂν τὸ καῖς δὲν λέει νὰ σβήσει.
Εἶπαν πὼς τὴν εἶχες ἀγαπήσει
σὲ μία κρίση μαύρου πυρετοῦ.

Βάρδια πλάι σὲ κάβο φαλακρὸ
κι ὁ Σταυρὸς τοῦ Νότου μὲ τὰ στράλια.
Κομπολόι κρατᾶς ἀπὸ κοράλλια
κι ἄκοπο μασᾶς καφὲ πικρό.

Τὸ Ἄλφα τοῦ Κενταύρου μία νυχτιὰ
μὲ τὸ παλλινώριο πῆρα κάτου.
Μοῦ ῾πες μὲ φωνὴ ἑτοιμοθανάτου:
«Νὰ φοβᾶσαι τ᾿ ἄστρα τοῦ Νοτιᾶ».

Ἄλλοτε ἀπ᾿ τὸν ἴδιο οὐρανὸ
ἔπαιρνες τρεῖς μῆνες στὴν ἀράδα,
μὲ τοῦ καπετάνιου τὴ μιγάδα,
μάθημα πορείας νυχτερινό.

Σ᾿ ἕνα μαγαζὶ τοῦ Nossi Be
πῆρες τὸ μαχαίρι, δύο σελίνια
μέρα μεσημέρι ἀπὰ στὴ λίνια
ἄστραψες σὰ φάρου ἀναλαμπή.

Κάτου στὶς ἀχτὲς τῆς Ἀφρικῆς
πᾶνε χρόνια τώρα ποὺ κοιμᾶσαι.
Τὰ φανάρια πιὰ δὲν τὰ θυμᾶσαι
καὶ τ᾿ ὡραῖο γλυκὸ τῆς Κυριακῆς.


Μαρέα **

Στὸ Γιακουμῆ Βαλάση
Ὁ Ἀλτεμπαρὰν ψάχνει νὰ βρεῖ μὲς στὰ νερὰ
τὸ παλινώριο ποὺ τὸν γέλασε δυὸ κάρτες.
Στῆς προβολῆς νὰ τρέχουν βλέπαμε τοὺς χάρτες
τοῦ Chagall ἄλογα - τσίρκο τοῦ Seurat.

Πυξίδα γέρικη - ataxie locomotrice -
καὶ στοιχειωμένη ἀπὸ τὰ χείλια σου σφυρίχτρα.
Στὴν κόντρα γέφυρα προσμένατε κ᾿ οἱ τρεῖς
νὰ λύσει τ᾿ ἄστρο τοῦ Ἀλμπορᾶν ἡ χαρτορίχτρα.

Τῆς τραμουντάνας τ᾿ ἄστρο, τ᾿ ἄστρα τοῦ Νοτιᾶ
παντρεύονται μὲ πορφυρόχρωμους κομῆτες.
Τοῦ Mazagan οἱ θερμαστὲς οἱ Σοδομίτες
παῖξαν τοῦ Σέσωστρη τὴν κόρη στὰ χαρτιά.

Ἡ ξύλινη ποὺ ὅλοι ἀγαπήσαμε Γοργόνα,
καθὼς βουτᾶ παίρνει παράξενες ἀνάσες.
Προτοῦ κολλήσουμε γιὰ πάντα στὶς Σαργάσσες,
μᾶς πρόδωσε μ᾿ ἕνα πνιγμένο τοῦ Νορόνα.

Πουλιὰ στὰ ξάρτια - καραντὶ - στεργιανὴ ζάλη
χελιδονόψαρα - πνιγμένου δαχτυλίδι.
Τοῦ ναυτικοῦ τὸ δυσκολότερο ταξίδι
τὸ κυβερνᾶν τοῦ Μαγελάνου οἱ παπαγάλοι.

Ἡ καραβίσια σκύλα ὀσμίζεται ρεστία
καὶ τὸ κορμί σου τὸ νερὸ ποὺ θὰ καλάρει.
Τὴ νύχτα οἱ ναῦτες κυνηγᾶνε τὸ φεγγάρι
καὶ τὴν ἡμέρα ταξιδεύουνε στ᾿ ἀστεῖα.
 

Ὁ λύχνος τοῦ Ἀλλαδίνου

Στὸ Ν. Χατζηκυριάκο - Γκίκα
Τὴν ἀνεξήγητη γραφὴ νὰ λύσω πολεμῶ
ποὺ σοῦ χαράξαν πειρατὲς Κινέζοι στὶς λαγόνες.
Γυμνοὶ μὲ ξύλινους φαλλοὺς τριγύρω στὸ λαιμό,
μᾶς σπρώχναν πρὸς τὴ θάλασσα μὲ τόξα οἱ Παταγόνες.

Κόκκαλο ρίξε στὸ σκυλὶ τὸ μαῦρο ποὺ ἀλυχτᾶ
καὶ στεῖλε τὴ «φιγούρα» μας στὸν πειρατὴ ρεγάλο.
Πές μου, ποῦ βρέθηκε ἡ στεριὰ στοῦ πέλαου τ᾿ ἀνοιχτὰ
καὶ τὸ δεντρὶ μὲ τὸ πουλὶ ποὺ κρώζει τὸ μεγάλο;

Γιὰ τὸ ἄστρο τῆς Ἀνατολῆς κινήσαμε μικροί.
Πουλί, πουλάκι στεριανό, θάλασσα δὲ σοῦ πρέπει!
Καὶ σὲ ποὺ σὲ φυτέψαμε, παιδί, στὸ Κονακρί,
μὲ γράμμα συμβουλευτικό της μάνας σου στὴν τσέπη.

Τοῦ ναύτη δῶσ᾿ του στὴ στεριὰ κρεβάτι, καὶ νὰ πιεῖ.
-Ὅλο τὸν κόσμο γύρισες, μὰ τίποτα δὲν εἶδες...-
Μὲς στὸ μετάξι κρύβονταν τῆς Ἴντιας οἱ σκορπιοὶ
κ᾿ ἔφερνε ὁ ἀγέρας τῆς νοτιᾶς στὴν πλώρη ἄμμο κι ἀκρίδες.

Σημάδι μαῦρο ἀπόμεινε κι ἂς ἔσπασε ὁ χαλκᾶς.
-Στὴν ἀγoρὰ τοῦ Ἀλιτζεριοῦ δεμένη νὰ σὲ σύρω.-
Καὶ πήδηξ᾿ ὁ μικρὸς θεὸς μία νύχτα, τῶν Ἰνκᾶς,
στοῦ Αἰγαίου τὰ γαλανὰ νερά, δύο μίλια ὄξω ἀπ᾿ τὴ Σκύρο.

Μεσάνυχτα καὶ ταξιδεύεις δίχως πλευρικά!
Σκιάζεσαι μήπως στὸ γιαλὸ τὰ φῶτα σὲ προδίνουν,
μὰ πρύμα πλώρα μόνο ἐσὺ πατᾶς στοχαστικά,
κρατώντας στὰ χεράκια σου τὸ λύχνο τοῦ Ἀλαδδίνου.

================================


 *ΣΧΟΛΙΟΝ (ΠΗΓΗ): Ο τίτλος του ποιήματος προέρχεται από το όνομα του ωκεάνιου ρεύματος του Ειρηνικού Ωκεανού (Κούρο Σίβο στα γιαπωνέζικα σημαίνει "Μαύρο κύμα", η ονομασία προέρχεται από το χρώμα των νερών του ρεύματος).  Εγκυκλοπαιδικά να πούμε μόνο ότι το Κούρο Σίβο είναι το δεύτερο γρηγορότερο ρεύμα μετά το "Ρεύμα του Κόλπου" (Golf stream) στονΑτλαντικό και επιτελεί την ίδια ευεργετική λειτουργία μ' αυτό. Όπως το Ρεύμα του Κόλπου μεταφέρει θερμά νερά από τους τροπικούς προς τον Βόρειο Πόλο επηρεάζοντας προς το πιο εύκρατο και   φιλόξενο για τον άνθρωπο το κλίμα της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης, έτσι και το Κούρο Σίβο, με την ίδια διαδικασία και τα ίδια αποτελεσματα,  επηρεάζει την Ανατολική Ασία και ιδιαίτερα τα νησιά της Ιαπωνίας.[...]
     Για να επιστρέψουμε στο ποίημα, το γεγονός ότι το ρεύμα του δίνει το τίτλο φανερώνει ότι η σημασία του είναι ιδιαίτερη. Ας πούμε, λοιπόν, ότι σε ένα πρώτο επίπεδο ταυτίζεται με την έννοια του θαλάσσιου δρόμου, αναφορά που εκπορεύεται και από την ίδια τη ζωή του ποιητή, ο οποίος πέρα από το επαγγελμα του ναυτικού που ασκούσε, γεννήθηκε κιόλας στη Ματζουρία, μια περιοχή που βρέχεται από την θάλασσα που περιέχει το Κούρο Σίβο...
  Το "Kuro siwo" -άτυπα και λιγάκι περιττά-  μπορεί να χωριστέι σε δυο ενότητες που τελείωνουν με μια αναφορά στον μπούσουλα, ναυτική λέξη που σημαίνει, αρχικά, πυξίδα και, κατ' επέκτασιν, προανατολισμός, Ο μπούσουλας μαζί με το Κούρο Σίβο, αποτελουν  λέξεις -κλειδια.  Στην πρώτη ενότητα υπερισχύει το παρελθόν και στη δεύτερη το παρόν. 



 Σε όλο το ποίημα το ποιητικό υποκείμενο, ένας πρωτοπρόσωπος αφηγητής  (δοθείσης της αφηγηματικότητας του ποιήματος δεν είναι αδόκιμη η χρήση του όρου),  εναλλάσσει το  α' ενικό με το  β' ενικό προσωπο, απευθυνόμενος  ωστόσο στον εαυτό του, για να καταλήξει να μιλάει σε  α' πληθυντικό. Κατορθώνει έτσι, κατα αντίστοιχη σειρά,  να διατηρήσει και την αυθεντικότητα της μαρτυρίας,  και την εξομολογητική διάθεση (και παράλληλα την δήλωση της μοναξιάς, της απουσίας οικείου προσώπου  για να μιλήσει),  και, τέλος, να γίνει φορέας μιας συλλογικότητας,  ενός "εμείς" που ξεπερνάει, όπως θα δούμε, τα όρια του πληρώματος ενός  καραβιού ή του επαγγέλματος του ναυτικού.
Η Γέφυρα του Αδάμ απο ψηλά
  Το σύνολο του ποιήματος  στοιχειώνεται από μνήμες της ποιητικής φωνής, άλλες προερχόμενες από από τις θαλάσσινες του εμπειριες κι άλλες στεριανές,  οι οποίες διαπλέκονται αξεδιάλυτα με την θύμηση μια ερωτικής γυναικείας μορφής που φθίνει ολοένα παραμένοντας πάντα παρούσα. Κάθε ανάμνηση του αφηγητή μοιραία και αναπόφευκτα τον  οδηγεί στο τώρα του. 'Ετσι,  στην αρχή θυμάται το πρώτο του ταξίδι προς την Κίνα, τις δυσκολίες και τους κινδύνους, είτε από ασθένειες ειτε από τις ιδιαιτερότητες της θάλασσας,  αλλά και τα λόγια που του είπανε κάποτε στην Αθήνα (Συμβουλες? Προειδοποιήσεις? Απειλές? Ποιος ξέρει... ) και τις οποίες ποτέ δεν ξέχασε όσο μακριά κι αν πήγε ["πέρα από τη γέφυρα του Αδάμ [ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ, ΑΛΛΑ ΣΥΝΕΝΩΝΕΙ ΙΝΔΙΚΗ ΚΑΙ ΚΕΫΛΑΝΗ ιδέ Adam's Bridgeστην νότια Κίνα", περιοχή από την οποία ξεκινάει, παρεμπιπτόντως το Κούρο Σίβο] αλλά και που δεν στάθηκαν ικανές να τον εμπόδισουν  να πάει. ...  Έπειτα περιγράφει πώς η ναυτική ζωή ουσιαστικά εμποτίζει τον άνθρωπο, ξεκινώντας από τις μυρουδιές των καραβιών που κολλούν στο δέρμα του και φτάνουν ως την ψυχή του.Το ίδιο έντονη παραμένει στη μνήμη του η  μορφή μιας "γυναίκας  λησμονημένης με τοση φρόνηση και τόσο κόπο" κι ωστόσο ακόμα αλησμόνητης,  και τα λόγια της, λόγια που επισημαίνουν την έλλειψη προσανατολισμού στη ζωή του αφηγητή, καθώς, βλέποντας την πυξίδα να γυρνάει, μπερδεύεται και νομίζει ότι είναι το καράβι, νομίζει δηλαδή πως αλλάζει κατεύθυνση η ζωή του, πλην είναι μια ψευδαίσθηση.  Γιατί η ζωή του βρίσκεται μέσα στη σύγχυση και την αβεβαιότητα και την αμηχανία, ναυτικός γαρ. Η επιθυμία της γυναίκας αυτής παραμένει έντονη, αλλά όχι τόσο όσο να τον απομακρύνει από τη θάλασσα. ("Το χέρι σου που χάϊδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει" λέει αλλού. )
  Κι ως ναυτικός, στην επόμενη στροφή, αφού κανει αναφορά στις απότομες αλλαγες του καιρού, αναφέρει την άσχημη ψυχολογική του κατάσταση την οποία, όπως αναφέρει στον επόμενο στίχο επανερχόμενος σε α' πρόσωπο, επιτείνουν ο θάνατος των παπαγάλων του και ενός πιθήκου, υποκατάστατων ουσιαστικά  των δικών του ανθρώπων που ζουν στη στεριά (θυμόμαστε και πως αντιδρούν οι ναυτικοί όταν πεθαίνουν οι γάτες τους, οι οποίες, επιπλέον,  υποκαθιστούν και την γυναικεία συντροφιά...).
  Η τελευταία στροφή είναι εκείνη που περιέχει τις συνειδητοποιήσεις και τα συμπεράσματα.  Η λαμαρίνα -το πλοίο δηλαδή συνεκδοχικά και, κατ' επέκτασιν, η ναυτική ζωή-  κάνει όλα τα υπόλοιπα να ξεφτίζουν, να ξεχνιούνται να χάνονται. Η διπλή στίξη και η αναδίπλωση της λέξης κάνουν αυτή την αίσθηση εντονότερη.  Καταλαβαίνει ότι είναι έκων-άκων αιχμάλωτος  του Κούρο Σίβο, των μακρινών θαλάσσιων ταξιδιών δηλαδή. Και το μόνο  που μπορεί να κάνει είναι εκείνο που του επισήμανε η μνημη της αχνής, μα επίμονης, γυναικείας φιγούρας, της ίδιας ίσως που την αρνήθηκε ξανά  σε άλλο ποίημα], όταν σχηματίστηκε η μορφή της απ' τη μνήμη και προβλήθηκε πάνω στο πούσι.  Να κοιτάει τον μπούσουλα, κι ας τον έχει χάσει (για να μιλησουμε και λίγο μεταφορικά...) και να συνεχίζει στην ίδια πορεία . 
   Μια πληροφορία για το Κούρο Σίβο - το οποίο, ας μην ξεχνάμε, τιτλοφορεί το ποιήμα - μας επιτρέπει να γενικεύσουμε το περιεχόμενο του ποίηματος και να του δώσουμε σημασία παρόμοια με αυτή που έχει η πόλη στο ομότιτλο ποίημα του Καβάφη, το οποίο θα αναφερθεί παρακάτω. Η δύναμη του νερού, λοιπόν, στο Κούρο Σίβο είναι τόσο ισχυρή που κράτάει τα καράβια, όπως οι ράγες το τρένο, κι έτσι καθίσταται  εξαιρετικά δύσκολο για αυτα να στρίψουν δεξιά ή αριστερά και να του ξεφύγουν. Κάπως έτσι και η θάλασσα μαγνητίζει τον ναυτικό και τον κρατάει δικό της. Μόνο που οι στίχοι του ποιητή δεν είναι έμμετρη ηθογραφία, η περιγραφή της ζωής των ναυτικών. Δεν είναι μόνο αυτό, τουλάχιστον. Ο ποιητής μιλάει για αυτά,  γιατί αυτά γνωρίζει, αυτά  του είναι οικεία. Τα ποιήματα του Καββαδία μιλάνε για τα μεγάλα κι ανεξήγητα θέματα της ανθρώπινης ζωής και της ύπαρξης.   Είναι, λοιπόν, το Κούρο Σίβο η μοίρα των ανθρώπων, προδιαγεγραμμένη  από τα ένστικτα και τις επιθυμίες τους και/ή καθορισμένη από τις επιλογές τους, από την οποία αδυνατούν να δραπετεύσουν, παρά τις κατά καιρούς συμβουλες, προειδοποιήσεις ή και δικές τους δεύτερες σκέψεις, ακόμα κι αν τους οδηγεί αυτή σε απώλεια προσανατολισμού, σύγχυση ή αβεβαιότητα ("πως παίζει ο μπούσουλας...").
Το μόνο που αλλάζει στο ποίημα του Καβάφη "Η πόλις" είναι το εξής: Στο "Kuro siwo" το ποιητικό υποκείμενο κρατάει μια  δύσθυμη μεν, αλλά φαινομενικά συμβιβασμένη με το γεγονός ή παραιτημένη,  στωική - έστω-  στάση. Το έχει αποδεχτεί, σε κάθε περίπτωση,  με ηθική γενναιότητα.  Στο ποίημα του Καβάφη, αντίθετα,  η ποιητική φωνή προσπαθεί δυναμικά να διορθώσει ή να αλλάξει τα κακώς κείμενα, τις "Σατραπείες" στις οποίες έχει αφεθεί να ενδώσει. Αυτό συμβολίζει η μετάβαση από πόλη σε πόλη. Τελικά όμως βρίσκεται να κατοικεί στην ίδια πολή, γιατί, όσο κι αν προσπαθεί, δεν έχει αλλάξει.  Κουβαλαει παντού μαζί του, όπως το σαλιγκάρι το καβούκι του,  αυτά που σε άλλο ποίημα (με προτροπή για παρόμοια με εκείνη  στο ποίημα του Καββαδία αντιμετώπιση) ονόμάζει " τύχη που   ενδιδει", "έργα που απέτυχαν" "σχέδια  ζωής που βγήκαν όλα πλάνες". 
Και κάθε  φυγή είναι αναχώρηση...
   Κλείνοντας, μια τεχνική παρατήρηση. Ο Καββαδίας υπήρξε ο μοναδικός ποιητής της "γενιάς του '30" που χρησιμοποίησε αποκλειστικά τους τρόπους της παραδοσιακής ποίησης. Καθόλου όμως δεν μας ξενίζει αυτό. Ίσως γιατι  δεν είναι παράταιρη στην ποίηση του η τυπική και  αυστηρά καθορισμένη μορφή της παραδοσιακης στιχουργίας. Αντίθετα,  η χρήση των παραδοσιακών μεθόδων λειτουργεί ως  σχήμα  καραβιού, όμοιου μ' αυτά που πάνω τους ταξίδευε ο ποιητής, και  πάνω του ταξιδεύουν οι στίχοι του.  Η γλώσσα του  πάλι, αν και ρεαλιστική, όντας  γεμάτη από ναυτικές ορολογίες  και σε συνδυασμό με τον εξωτικό χαρακτηρα των ποιημάτων του,  λειτουργει στο μέσο αναγνώστη, τον μη εξοικειωμένο με το γλωσσικό ιδίωμα των ναυτικών, με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούν οι απροσδόκητες εικόνες των υπερρεαλιστών ή η χρήση της καθαρεύουσας στον Εμπειρίκο.


================

**ΣΧΟΛΙΟΝ (ΠΗΓΗ): Πρόκειται πράγματι για ένα από τα συμβολικότερα, κρυπτικότερα ποιήματα του Καββαδία, ένα bricolage ναυτικών όρων, αστρονομικών (και αστρολογικών) υπαινιγμών, ανθρωπωνυμίων, τοπωνυμίων, εικόνων και πυρηνικών περιγραφών της ζωής σ’ ένα καράβι που φαίνεται να ταξιδεύει διηνεκώς· ένα κατά τα φαινόμενα άτακτο, πλην νευρώδες, σύρμα αναφορών (η συφιλιδική ataxie locomotrice του στ. 5 σχεδόν περιγράφει την κίνηση των στίχων σ’αυτό το ποίημα!), που υποκρύπτει, όπως συχνά στον Καββαδία, την αχνή υποψία μιας ερωτικής ιστορίας. Αυτή η ιστορία νιώθουμε ότι παλεύει να ειπωθεί, είναι στιγμές που πάει να ξεδιπλωθεί πιο ξεκάθαρα, αλλά πάντοτε ακυρώνεται και παραμένει θολός υπαινιγμός.
Όπως αλλού έτσι και στο “Μαρέα”, το ποίημα στοιχειώνει μια φευγαλέα γυναικεία μορφή, προς την οποία το ποιητικό Εγώ απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο (από τα χείλια σου… το κορμί σου…) και προς την οποία στρέφει το ποίημα και τον εαυτό του. Αυτή τη γυναικεία μορφή το ποιητικό Εγώ την ακολουθεί, όπως ο Αλντεμπαράν ακολουθεί αενάως (αλλά δεν φτάνει ποτέ) την Πούλια (Πλειάδες) στον αστερισμό του Ταύρου. Το ποιητικό Εγώ τρόπον τινά ταυτίζεται με τον Αλντεμπαράν, τον “ξελογιασμένο” (βλ. σχόλιο στον στ. 1).
“Μαρέα” (ιταλ. marea) είναι η παλίρροια, η περιοδική άνοδος και κάθοδος του νερού. Στο ποίημα αντιπαρατίθενται συνεχώς εικόνες απαρασάλευτης σταθερότητας αφενός και εικόνες αταξίας, απόκλισης και αποσυντονισμού αφετέρου· εικόνες, από τη μια, μιας πορείας που διαιωνίζεται ατέρμονη στον ίδιο αδιαφοροποίητο ρυθμό, σαν την κίνηση των άστρων στον ορίζοντα ή σαν τον κύκλο του νερού, και ενός ταξιδιού με συγκεκριμένο προορισμό στον οποίο όμως δεν θα φτάσει ποτέ, εφόσον ο προορισμός τελεί κι αυτός σε αέναη (μετα)κίνηση (“τη νύχτα οι ναύτες κυνηγάνε το φεγγάρι”), σε βαθμό που εξουδετερώνει το ίδιο το ταξίδι, το οποίο τελικά χάνει και τον προσανατολισμό και τη σκοπιμότητά του (“και την ημέρα ταξιδεύουνε στ’ αστεία”).

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

1. Αλ(ν)τεμπαράν: άλλως Λαμπαδίας, Alpha Tauri ή Νότιος Οφθαλμός του Ταύρου, το φωτεινότερο αστέρι του αστερισμού του Ταύρου. Αλντεμπαράν στα αραβικά είναι «το άστρο που ακολουθεί». Κατά τους Άραβες αστρονόμους ο Αλντεμπαράν (η λέξη εναλλακτικά σημαίνει και “ξελογιασμένος”) «ακολουθεί» σαν μαγεμένος  τις Πλειάδες, αστρικό σμήνος του ιδίου αστερισμού, στη νυκτερινή τους διαδρομή.
Η εναλλακτική σημασία της λέξης εμβάλλει στο ποίημα την ερωτική διάσταση. Το ποιητικό Εγώ ακολουθεί κι αυτό μια σκιώδη γυναικεία μορφή, που δεν σωματοποιείται ποτέ κι ας τυγχάνουν επίκλησης τα “χείλια” της και το “κορμί” της. Υπάρχει μόνο ως θύμηση (“στοιχειωμένη… σφυρίχτρα”) ή, υπαλλακτικά, υλοποιείται στη μορφή της ξύλινης γοργόνας, που “μας πρόδωσε μ’ ένα πνιγμένο του Νορόνα”. Τα ίχνη της διακρίνονται επίσης στην πρόοδο της σύφιλης, που αποτελεί συχνά στον Καββαδία το μοναδικό απομεινάρι του έρωτα
 [...] Το παλινώριο τοποθετεί με ακρίβεια το ποίημα και τον ποιητή στον χώρο και τον χρόνο. Την ίδια λειτουργία επιτελούν και τα τοπωνύμια: αν και επιλέγονται χωρίς αυστηρή γεωγραφική λογική, εντούτοις συνθέτουν τον νοητό χάρτη του ταξιδιού. Αυτή όμως η αίσθηση του εντοπισμού, της ακριβούς κατεύθυνσης και της σχεδιασμένης πορείας γρήγορα – στην αμέσως επόμενη φράση – θα ανατραπεί. 2. παλινώριο: άλλως διόπτρα, ναυτικό όργανο προσανατολισμού, με το οποίο εντοπίζεται το αζιμούθιο του ήλιου, με βάση την κλίση και το πλάτος του ήλιου ανάλογα με την ώρα της ημέρας και την ημερομηνία.
κάρτες: ιταλ. carte, οι τριάντα δύο ανεμόκομβοι του ανεμολογίου, ένα ακόμη εργαλείο προσανατολισμού, αυτή τη φορά προσαρμοσμένο στην πυξίδα ή στον χάρτη. Το ανεμολόγιο της πυξίδας δείχνει σταθερά τον βορρά ακόμη και όταν το πλοίο γέρνει.
Στο ποίημα, όμως, τονίζεται το αντίθετο, η απόκλιση, η απώλεια του σταθερού μαγνητικού βορρά (το παλινώριο “γέλασε” τον Αλντεμπαράν). Η αέναη πορεία του Αλντεμπαράν, που ακολουθεί με απαρασάλευτη σταθερότητα τις Πλειάδες, ανατρέπεται, και τα αξιόπιστα ναυτικά όργανα, που οδηγούν τους ναυτικούς στους ωκεανούς, καθίστανται όργανα αποπροσανατολισμού. Το πρώτο δίστιχο εισάγει κρυπτικά ένα γνωστό καββαδιακό θέμα: την άπιαστη επιδίωξη (ή καταδίωξη) του αντικειμένου του πόθου, αλλά και την αίσθηση της ζάλης, της σύγχυσης, την εντύπωση ότι έχεις χαθεί· παράβαλε από τη Βάρδια:
Πάρε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο. Ο μεγάλος χάρτης σχισμένος. Η γεωγραφία χαμένη ανάμεσα σε άχρηστα βιβλία. Ο εξάντας δίχως φακούς. Τους βγάλαμε για ν’ ανάψουμε τσιγάρα. Σπασμένο το παλινώριο. Η ρίγλα ζαβωμένη. Το βελόνι της πυξίδας τρελάθηκε και τρεκλίζει. Την μπαρκέτα την έκοψε κυνηγός, μπορεί και σκυλόψαρο. Μετζαρόλι; μα ο άμμος δεν βολεί να περάσει. Ας μετρήσουμε τον ήλιο με τα δάχτυλα. Ποιόν απ’ όλους;
3. στης προβολής … τους χάρτες: προβολή ονομάζεται η αναπαράσταση της καμπύλης επιφάνειας της γης στην επίπεδη επιφάνεια του χάρτη.
4. του Chagall άλογα: Marc Chagall (Σαγκάλ), Γάλλος ζωγράφος ρωσοεβραϊκής καταγωγής, από τους πρώτους εκπροσώπους του μοντερνισμού στην τέχνη (1887-1985). Σε όλα αυτά τα δείγματα τα άλογα είναι φανταστικές, πολύχρωμες, παραδεισένιες μορφές. Η μοντερνιστική απόδοση, ειδικά στους κυβιστικούς πίνακες,  καθιστά το μοτίβο ακόμη πιο ονειρικό και μυθικό.
τσίρκο του Seurat: Georges Seurat (Σερά), Γάλλος μεταϊμπρεσσιονιστής ζωγρἀφος (1859-1891). Το “Τσίρκο” είναι ο τελευταίος πίνακας που φιλοτέχνησε στη ζωή του ο Seurat και ο μόνος που φυλάσσεται σήμερα στο Λούβρο.
Και αυτή η εικόνα, το “Τσίρκο” του Σερά, όπως και πολλά από τα “άλογα” του Chagall, είναι εικόνα έντονης κίνησης και χρωμάτων. Η όραση των ναυτικών είναι αλλοιωμένη· στα μάτια τους οι γεωγραφικές θέσεις του χάρτη μετατρέπονται σε πολύχρωμες, ονειρικές, απατηλές εικόνες. Διερωτάται κανείς αν η εμπειρία που περιγράφει εδώ ο ποιητής είναι η παραζάλη των ναρκωτικών ή αν αναφέρεται στις παραισθήσεις που συχνά προκαλεί η σύφιλη στο τελικό της στάδιο (βλ. σχόλιο στον στ. 5). 

Η πρώτη έκδοση της συλλογής “Πούσι” (1947)
5. πυξίδα γέρικη: άλλη μια εικόνα που συντείνει στην αίσθηση του αποπροσανατολισμού.
ataxie locomotrice: ιατρικός όρος που δηλώνει ασθένεια του νευρικού συστήματος (locomotor ataxia), η οποία προκαλεί απώλεια του ελέγχου των κινήσεων. Σύνηθες σύμπτωμα της θανατηφόρου πια τριτογενούς σύφιλης. Κατά την προσφιλή συνήθεια του Καββαδία η εξωτική ξενική φράση γράφεται με λατινικούς χαρακτήρες και δημιουργεί απροσδόκητη σταυρωτή ομοιοκαταληξία με την κοινή ελληνική λέξη “τρεις” στον μεθεπόμενο στίχο (πρβλ. νερά-Seurat).
Η σύφιλη, η γνωστή κατάρα των ναυτικών (αλλού “μαλαφράντζα“), συνδέεται εδώ με το θέμα της σύγχυσης που κυριαρχεί στο ποίημα. Προφανώς εφάπτεται λοξά και με την κρυμμένη ερωτική ιστορία – υποψία που μάλλον ενισχύεται από το γεγονός ότι στον αμέσως επόμενο στίχο εισάγεται για δεύτερη φορά το ερωτικό Εσύ. Συχνά στον Καββαδία άλλωστε η απώλεια του ερωτικού αντικειμένου συνοδεύεται από ένα “θυμητάρι” που επιμένει, μια αγιάτρευτη αρρώστια του έρωτα. 
6. στοιχειωμένη…σφυρίχτρα: στοιχειωμένη, καθώς μάλλον αποτελεί θλιβερό κατάλοιπο μιας παλιάς ερωτικής περιπέτειας.
7. κόντρα γέφυρα: το σημείο στο πλοίο όπου βρίσκονται η πυξίδα και το τιμόνι.
προσμένατε κι οι τρεις: από το “βλέπαμε” του στ. 3 ο ποιητής μεταβαίνει εδώ απροσδόκητα σε ένα απροσδιόριστο β΄ πληθυντικό. Οι “τρεις” μάλλον είναι η γέρικη πυξίδα, η στοιχειωμένη σφυρίχτρα και η σύφιλη, οι μοναδικοί πια σύντροφοι του ποιητικού Εγώ στο μοναχικό του ταξίδι.
8. να λύσει το άστρο του Αλμποράν η χαρτορίχτρα: σκοτεινός στίχος. Η νήσος του Αλμποράν (Isla de Alborán) είναι μικρή ισπανική νησίδα στη Μεσόγειο, στη θάλασσα μεταξύ Ισπανίας και Μαρόκου, ανατολικά του Γιβραλτάρ, που λειτουργούσε ως στρατιωτικό φυλάκιο και ως φάρος (“το άστρο του Αλμποράν”). Ενδεχομένως η ταύτιση του Αλμποράν με τη μυθική ομηρική Ωγυγία, την πατρίδα της Καλυψώς, να υποβάλλει και πάλι, μαζί με την εικόνα της χαρτορίχτρας μάγισσας, την έννοια της ακαταμάχητης γυναίκας που μαγεύει και παγιδεύει – όπως η περίφημη Fata Morgana του ομότιτλου ποιήματος από τοΤραβέρσο (1975), ταυτόχρονα το αρχέτυπο της πλανεύτρας αλλά και φυσικό φαινόμενο (οφθαλμαπάτη). Το “λύνω” θα μπορούσε να υποδηλώνει ειρωνικά, με τρόπο διττό, τόσο το “λύνω τους κάβους” (αναχωρώ: από τον μαγεμένο χρονοτόπο του χαμένου έρωτα όμως ο ποιητής δεν αναχωρεί ποτέ) όσο και το “λύνω τα μάγια” (επίσης τα μάγια δεν λύνονται ποτέ).
Προσμένατε να σας λύσει τα μάγια η χαρτορίχτρα μάγισσα, ώστε κι εσείς να λύσετε τους κάβους, αλλά αυτό δεν μπορεί να συμβεί: η βασανιστική ανάμνηση της ερωτικής εμπειρίας παραμένει ακλόνητη, μόνιμη και αγιάτρευτη, αρρώστια που σκοτώνει σιγά-σιγά, όπως ακριβώς η σύφιλη. Η πεισματική επιμονή της σύφιλης αντιπαραβάλλεται με την κινητική αταξία που προκαλεί! Αυτό το γαϊτανάκι – κίνηση/ακινησία, ταξίδι/στασιμότητα, ατέλειωτη πορεία/κόλλημα – είναι το βασικό leitmotiv αυτού του ποιήματος. 
Η επόμενη στροφή συνδυάζει μια βινιέτα από τη ζωή του καραβιού (οι σοδομίτες θερμαστές από το Μαρόκο) με μια ακόμη εικόνα του νυχτερινού ουρανού. Χαρακτηριστικό της τελευταίας εικόνας είναι η σύνδεση του Βορρά και του Νότου, που “παντρεύονται”, συνδέονται, από τους κομήτες, οι οποίοι βάφουν πορφυρό τον νυχτερινό ουρανό. Πέρα από τη γραφικότητα της εικόνας και την επανάληψη για μια ακόμη φορά της ιδιαίτερης σύνδεσης του ναυτικού με τα στοιχεία και τα ουράνια σώματα (παράγοντες επιβίωσης για τον ίδιο και όχι φυσικά κοσμήματα), η αναφορά δημιουργεί επίσης την εντύπωση ότι το καράβι διατρέχει την υφήλιο – μια ακόμη τεχνική με την οποία το ταξίδι αυτού του πλοίου διαιωνίζεται στο άπειρο του χώρου και του χρόνου. 
9. της τραμουντάνας τ’ άστρο: ”τραμουντάνα” από το trans-montana, είναι ο βορράς, το σημείο που κείται πέραν των ορέων, δηλαδή των Άλπεων. Το άστρο της τραμουντάνας είναι ο πολικός αστέρας, το άλφα (δηλαδή και πάλι το πιο λαμπρό αστέρι, όπως ο Αλντεμπαράν) της Μικρής Άρκτου. Επανέρχεται η ιδέα του σταθερού προσανατολισμού με οδηγό τους αστερισμούς και τα σημεία του ορίζοντα.

Η προμετωπίδα του Γιάννη Τσαρούχη στην έκδοση της συλλογής “Πούσι” από τον οίκο Άγρα
τ’ άστρα του Νοτιά: τα αστέρια που συναπαρτίζουν τον Σταυρό του Νότου.
11. Mazagan: λιμάνι του Μαρόκου στην ακτή του Ατλαντικού (γνωστή σήμερα ως El Jardida). Δεν είναι σαφής η σκοπιμότητα της λεπτομέρειας ότι οι Μαροκινοί αυτοί θερμαστές είναι σοδομίτες (ομοφυλόφιλοι), αλλά μάλλον εντάσσεται στις ρεαλιστικές πινελιές εκείνες οι οποίες, μέσα στο συμβολικό περίγραμμα του ποιήματος, διαγράφουν τον βίο και την πολιτεία των ναυτικών στο καράβι τις ατέλειωτες μέρες και νύχτες του πλου.
12. του Σέσωστρη την κόρη: Σκοτεινή αναφορά. Σέσωστρις αποκαλείται θρυλικός βασιλιάς της Αιγύπτου, τον οποίο αναφέρει ο Ηρόδοτος στην Ἱστορίην (2.102-11) και τον οποίο ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (1.53-9) θεωρούσε κοσμοκατακτητή. Το όνομα Σέσωστρις έφεραν τρεις τουλάχιστον Φαραώ. Από την άλλη, “Σέσωστρις, η μάγισσα από το Εκβάτανα” είναι το θηλυκό όνομα που λαμβάνει ο χαρακτήρας Mr. Scogan στο μυθιστόρημα του Aldous Huxley Crome Yellow, όταν παριστάνει τη μάγισσα στο πανηγύρι. Στην Έρημη Χώρα του Eliot ο χαρακτήρας αυτός του Huxley μετατρέπεται στη Madam Sosostris, που είναι ικανότατη στην ανάγνωση των χαρτιών ταρώ. Το πρώτο χαρτί που εξηγεί (“λύνει”;) στο ποίημα του Eliot η Madam Sosostris είναι “ο πνιγμένος ναύτης της Φοινίκης”, ενώ το μήνυμά της λίγο παρακάτω είναι σαφές: “Fear death by water”.
Η πιθανότητα να υπαινίσσεται εδώ ο Καββαδίας τον Eliot – και μ’ αυτό τον τρόπο να υφαίνει ποιητικά τη μοίρα των ναυτικών που παίζουν τη ζωή τους κορώνα-γράμματα και που πιθανότατα θα καταλήξουν πνιγμένοι στον βυθό – δεν είναι, νομίζω, σ’ αυτό το βαθιά μοντερνιστικό ποίημα, αμελητέα. Η εικόνα του πνιγμού εμφανίζεται ρητά και αγχωτικά τόσο στην επόμενη (“ένα πνιγμένο του Νορόνα”) όσο και στη μεθεπόμενη στροφή (“πνιγμένου δαχτυλίδι”).
15. Σαργάσσες: η θάλασσα των Σαργασσών στον Βόρειο Ατλαντικό. Περιβόητη για την άπνοιά της και τις τεράστιες ποσότητες φυκιών, που μαζεύονται και ακινητοποιούν τα ιστιοφόρα, έτσι ώστε να αποτελεί τον φόβο και τον τρόμο των ναυτικών.13. ξύλινη…γοργόνα: πρόκειται για την “πλωριά γοργόνα” που αναφέρει ο Καββαδίας στην “Αρμίδα“, χαρακτηριστικό διακοσμητικό στοιχείο της πλώρης των παλαιών ιστιοφόρων. Καθώς το ιστιοφόρο ανεβοκατεβαίνει στο νερό, η γοργόνα δίνει την εντύπωση ότι “βουτά”. Εδώ “παίρνει παράξενες ανάσες”, σαν να ζωντανεύει παραδόξως, καθώς η ξύλινη γοργόνα που “μας πρόδωσε” αποτελεί μια ακόμη υπόσταση του φευγαλέου αντικειμένου του πόθου.
Συνεχίζεται ο ίδιος ποιητικός ρυθμός: εικόνες κίνησης και έντασης, ορίζοντες ανοικτοί και διάπλατοι από τη μια· στασιμότητα, κόλλημα, ακινησία και σήψη από την άλλη. 
16. μ’ ένα πνιγμένο του Νορόνα: μάλλον πρόκειται για το αρχιπέλαγοςFernado de Noronha στη Βραζιλία. Με τη χρήση εξωτικών τοπωνυμίων, τα οποία σχηματίζουν μάλιστα απροσδόκητες ομοιοκαταληξίες, ο Καββαδίας συντάσσει νοητούς ποιητικούς χάρτες.
17. καραντί: φουσκοθαλασσιά, που προκαλεί αστάθεια στο πλοίο, ακόμη και μετά το τέλος της θαλασσοταραχής, ακόμα δηλαδή και όταν η προφανής αιτία της ανισορροπίας έχει εκλείψει. 
στεριανή ζάλη: βλ. το ομότιτλο ποίημα. Η μοίρα του ναυτικού είναι να νιώθει τόσο εκτός τόπου στη στεριά όσο μαραζώνει από νοσταλγία στη θάλασσα, βλ. το ακόλουθο απόσπασμα από τη Βάρδια, στο οποίο μάλιστα χρησιμοποιείται η φράση “το πιο δύσκολο ταξίδι”, που ανακαλεί τον επόμενο στίχο στο ποίημά μας (σ. 99):
Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το ‘καμα στην άσφαλτο, από το σύνταγμα στην Ομόνοια.
Εδώ η ζάλη στη στεριά συντονίζεται με τον ίλιγγο που προκαλεί το καραντί. Και στις δύο περιπτώσεις το έδαφος είναι φαινομενικά σταθερό, αλλά σε αυτή ακριβώς τη βάση είναι που ο ναυτικός, από τη φύση του ασταθής και φευγαλέος, κλονίζεται περισσότερο.
18. χελιδονόψαρα: αυτού του είδους οι “υβριδικές” υπάρξεις είναι χαρακτηριστικά παράλληλα του ιδίου του ναυτικού.
πνιγμένου δακτυλίδι: επανέρχεται ο βραχνάς του πνιγμού.
20. του Μαγγελάνου οι παπαγάλοι: οι πηγές αναφέρουν τον θαυμασμό και την απορία του Μαγγελάνου (Fernão de Magalhães)για τον τεράστιο αριθμό παπαγάλων που συνάντησε ειδικά στη Βραζιλία, αλλά και για το γεγονός ότι οι ιθαγενείς επιχειρούσαν να ανταλλάξουν τους εξωτικούς αυτούς παπαγάλους με διάφορα μπιχλιμπίδια που είχαν στην κατοχή τους οι Ευρωπαίοι.
“Το δυσκολότερο ταξίδι του ναυτικού” είναι αναμφισβήτητα οι απόπειρές του να προσαρμοστεί στον κόσμο της στεριάς. “Οι παπαγάλοι του Μαγγελάνου” που “κυβερνάν” αυτό το ταξίδι – ως μετωνυμία μάλλον εδώ των επαφών του Μαγγελάνου με τους ιθαγενείς, των επαφών δηλαδή ανάμεσα σε δύο εντελώς αταίριαστες συνομοταξίες ανθρώπων – πιθανώς παραπέμπουν στη ματαίωση που βιώνει μοιραία και αναπότρεπτα ο ναυτικός προσπαθώντας να συμβιώσει και να επικοινωνήσει με τους στεριανούς. Προϊόν αυτής της ματαίωσης είναι η “στεριανή ζάλη”.
21. η καραβίσια σκύλα: σταθερή παρουσία στα ιστιοφόρα. Η σκύλα αυτή, όπως και διάφορα άλλα κατοικίδια, αναπτύσσει ιδιάζουσα, σχεδόν ερωτική σχέση με τον ναυτικό, η οποία συνήθως καταλήγει, όπως και τα ανθρώπινά της αντίστοιχα, σε εγκατάλειψη και προδοσία. Παράβαλε τα ποιήματα για τη μαϊμού του ινδικού λιμανιού και τις γάτες των φορτηγών και τα δύο από το Μαραμπού . Πρωτίστως, όπως δηλώνεται στις “Γάτες”, τα ζώα αυτά είναι για τους ναυτικούς “σαν μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά”.
οσμίζεται ρεστία: ο ακανόνιστος, “βουβός” κυματισμός (άλλως αποθαλασσία, σάλος) από θαλασσοταραχή που συνέβη σε απόσταση. Η ρεστία, ο απόηχος μιας άλλης θαλασσοταραχής, αντιστοιχεί και πάλι με τους κραδασμούς που συνεχίζει να προκαλεί η παλιά ερωτική ιστορία στην ψυχή του ποιητικού Εγώ. Από την άλλη, σύμφωνα με τις δοξασίες των ναυτικών, η ρεστία αποτελεί επίσης προάγγελο κακοκαιρίας: αυτό που προαισθάνεται εδώ η καραβίσια σκύλα είναι ίσως ό,τι περιγράφει ο επόμενος στίχος
22. το νερό που θα καλάρει: το ερωτικό κορμί καλάρει (κάνει νερά)· η ερωτική ιστορία ετοιμάζεται και αυτή να βυθιστεί, να πνιγεί – όπως και το ποιητικό εγώ;
23-24. τη νύχτα… στ’ αστεία: το ποίημα τελειώνει με μια πικρή, ρητή συνειδητοποίηση. Το ταξίδι, το κυνηγητό της Πούλιας από τον Αλντεμπαράν, της φευγαλέας γυναίκας από τον ποιητή, ακόμη και της στεριάς, του λιμανιού, είναι μάταιο.
==================================
***ΣΧΟΛΙΟΝ (ΠΗΓΗ): Το ποίημα συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή «Μαραμπού» 1933 και αφιερώνεται «Στο κορίτσι από το Βόλο». Το “Καραντί” παρά ταύτα δεν έχει προφανή ερωτικό χρωματισμό μέχρι τους τελευταίους έξι στίχους, στους οποίους αναδύεται και πάλι το γνωστό, αινιγματικό Εσύ του Καββαδία, το οποίο — και εδώ — αποτυγχάνει, αστοχεί και απομακρύνεται τόσο αιφνιδιαστικά όσο εισάγεται.
Και στο ποίημα αυτό εναλλάσσονται, ως συνήθως, εικόνες κίνησης και ακινησίας· εικόνες μιας αέναης πορείας που όμως ισοδυναμεί με φθαρτική, αρρωστημένη στασιμότητα· και όλα αυτά περιβεβλημένα με μια διάχυτη αίσθηση του παραλόγου και της ματαιότητας. «Καραντί» είναι η φουσκοθαλασσιά, κλυδωνισμός του οποίου η αιτία είναι κρυφή, βαθιά και μακρινή, εν τέλει ακατανόητη στο συνειδητό. Το καραντί, ο ίλιγγος που προκαλείται και ο κίνδυνος που υφέρπει εξαιτίας του ακόμη και σε περιβάλλον φαινομενικής σταθερότητας, ανατρέπει οποιαδήποτε ψευδαίσθηση ότι ο ναυτικός μπορεί οπουδήποτε να «στεριώσει». Το καραντί στο νερό αντιστοιχεί απόλυτα με τη «στεριανή ζάλη», που ο ναυτικός βιώνει στη «στέρεα γη», που δεν του «πρέπει» («Πούσι»), που γι’ αυτόν ουσιαστικά δεν υπάρχει.

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

1. μπάσσες στεριές, ήλιος πυρρός και φοινικιές: το καράβι ταξιδεύει σε τροπικές περιοχές, όπου καραδοκούν μολυσματικές ασθένειες. Οι μπάσες στεριές, γνωστές και ως αμπασσαδούρες, είναι χαμηλές στεριές, που διακρίνονται δύσκολα από μακριά (Τράπαλης, 52). Και αυτή η τοπογραφική λεπτομέρεια είναι χαρακτηριστική των τροπικών περιοχών.
Ο εντοπισμός της στεριάς αποτελεί για τον ναυτικό το σινιάλο του τέλους του ταξιδιού. Οι μπάσσες στεριές, που υπάρχουν αλλά δεν τις βλέπεις, δεν παρέχουν την αίσθηση της επικείμενης ανακούφισης· είναι εκεί αλλά δεν μπορείς να τις φτάσεις· είναι εκεί, αλλά όχι για σένα. Το καράβι του «Καραντί» βρίσκεται πολύ κοντά στη στεριά, αλλά δεν τη «βλέπει», καθώς δεν επιτρέπεται στους ναύτες του να ξεμπαρκάρουν εξαιτίας της καραντίνας (βλ. παρακάτω). Η εικονοπλασία του φευγαλέου, του άπιαστου, του ταντάλειου, είναι κεντρική στην ποίηση του Καββαδία.
2. παταράτσα: ο λεγόμενος παράτονος, σχοινί που στερεώνει το επιστήλιο του καταρτιού στο πλάι του πλοίου .
3. στιγματισμένα: σημαδεμένα με τατουάζ. Το τατουάζ αποτελεί σύνηθες επίθημα στα ναυτικά κορμιά του Καββαδία. O ίδιος ο ποιητής είχε στο αριστερό μπράτσο του χαραγμένο το σώμα μιας γοργόνας. Ως ποιητικό σύμβολο το τατουάζ διηγείται σιωπηρά «μια θλιβερή ιστορία»· αποτελεί μια ακόμη υποστασιοποίηση του χαμένου έρωτα, της φευγαλέας γυναικείας μορφής, του άπιαστου ονείρου της εστίας, που στοιχειώνει τον αεικίνητο ναυτικό, ο οποίος δεν στεριώνει ποτέ. Το τατουάζ παραμένει ανεξίτηλο στο μπράτσο του ναυτικού: αυτό μπορεί να αποτελεί παρηγοριά, συχνότερα όμως συνιστά μόνιμο, βασανιστικό βάρος, από το οποίο ο ναυτικός επιχειρεί μάταια να απαλλαγεί· βλ. «William George Allum» (από το «Μαραμπού», 1933):

Είχε στα μπράτσα του σταυρούς, σπαθιά ζωγραφισμένα, 
μια μπαλαρίνα στην κοιλιά, που εχόρευε γυμνή 
κι απά στο μέρος της καρδιάς στιγματισμένην είχε 
με στίγματ’ ανεξάλειπτα μιαν άγρια καλλονή. [...]
 
Πολλές φορές στα σκοτεινά τον είδανε τα βράδια
με βότανα το στήθος του να τρίβει οι θερμαστές. 
Του κάκου. Γνώριζεν αυτός, καθώς το ξέρουμε όλοι, 
ότι του Αννάμ τα στίγματα δεν βγαίνουνε ποτές…
 
Λένε ακόμα πως τραβώ χασίσι και κοκόΣυνδέεται ακόμη, όπως εδώ, με αρνητικές εικόνες ψυχοσωματικής, ακόμη και ηθικής φθοράς· εἰναι αυτό το «κάτι πιο βαθύ» που «λερώνει» τους ναυτικούς και τους σπρώχνει στα καράβια («Οι εφτά νάνοι στο S/S Kyrenia»)· πρβλ. «Μαραμπού» (επίσης από την ομώνυμη συλλογή):
πως κάποιο πάθος με κρατάει φριχτό και σιχαμένο,
και το κορμί έχω ολόκληρο με ζωγραφιές αισχρές
σιχαμερά παράξενες βαθιά στιγματισμένο.
 
5. παντιέρα κίτρινη: η κίτρινη σημαία είναι το διεθνές σήμα της καραντίνας ή, αντιθέτως, του τέλους της καραντίνας (της αίτησης άδειας για απόπλου). Όπως δηλώσει η βενετσιάνικη λέξη από την οποία ετυμολογείται η «καραντίνα», η απομόνωση του πλοίου διαρκούσε αρχικά σαράντα μέρες, αλλά αργότερα οι κανονισμοί αυτοί χαλάρωσαν.
Το νοερό πλοίο του ποιήματος έχει εκτεθεί στην αρρώστια, ως εκ τούτου είναι τώρα αποκλεισμένο από τον κόσμο και καθηλωμένο στο λιμάνι. Η λοιμώδης νόσος (ο κίτρινος πυρετός, η μαλάρια, η σύφιλη) επανέρχεται τακτικά στην ποίηση του Καββαδία ως σύμβολο ψυχικών καταστάσεων αλλά και ως συνήθης πραγματικότητα της ζωής των ναυτικών, ιδιαίτερα όσων ταξιδεύουν σε τροπικές περιοχές (όπως ακριβώς το καράβι του εν λόγω ποιήματος).
Σινιάλο του νερού: σινιάλο αποκαλείται κυριολεκτικά το σήμα που αποστέλλει το πλοίο προς τη στεριά συνήθως με τη χρήση σημαιών (και ειδικών χειρονομιών) ή συνθηματικών αναλαμπών από φανάρια. Το σύστημα αυτό καταργήθηκε με την εφεύρεση των σημάτων Μορς. Καθώς η κάθε σημαία αντιστοιχεί σε ένα γράμμα του αγγλικού αλφαβήτου, οι σημαίες μπορούν σε συνδυασμό να σχηματίζουν λέξεις  ή να εκπροσωπούν τα αρχικά λέξεων (η κίτρινη σημαία αντιστοιχούσε στο αγγλικό γράμμα Q, το αρχικό της λέξης quarantine, καραντίνα). Η έκφραση «σινιάλο του νερού» ίσως αναφέρεται στην κοινή πρακτική να αποβάλλονται τα νερά της σεντίνας (δηλαδή τα νερά που διαποτίζουν τη «σαβούρα» ή άλλως τα «έρμα», το πρόσθετο βάρος στο κάτω μέρος του καραβιού, που ρυθμίζει την ευστάθεια του πλοίου) στην κατάλληλη απόσταση πριν την είσοδο του απομονωμένου πλοίου στην αποβάθρα του λιμανιού. Εναλλακτικά, η φράση μπορεί να υποδεικνύει ότι μαζί με την ανύψωση της κίτρινης σημαίας το καράβι στέλλει και δεύτερο σήμα. Το σήμα αυτό μπορεί να αναφέρεται (α) στην ανύψωση της σημαίας W (αρχικό της αγγλικής λέξης water, νερό), που σήμαινε «χρειάζομαι ιατρική βοήθεια»· ή (β) της σημαίας Μ, που σημαίνει «το σκάφος μου έχει ακινητοποιηθεί στο νερό» ή/και «το σκάφος επιθεωρείται από ιατρό». Στον σύγχρονο διεθνή κώδικα σημάτων το σήμα «χρειάζομαι επείγουσα ιατρική βοήθεια» δηλώνεται με διάφορους συνδυασμούς σημαιών, που ξεκινούν πάντοτε με τη σημαία Μ (medical).
O Καββαδίας εδώ εμμέσως παίζει με το σχεδόν ομόηχο των λέξεων «καραντί» «και καραντίνα».
6. Φούντο τις δυο: «πόντισε και τις δύο (άγκυρες)»
Πρίμα βρέξε το πινέλο: «αλλά πόντισε πρώτα τη μικρή άγκυρα». Πινέλο (pennello) ονομαζόταν μικρή άγκυρα προσαρμοσμένη στη μεγαλύτερη, η οποία ποντιζόταν σε απόσταση από τη δεύτερη, με σκοπό να της εξασφαλίζει μεγαλύτερη σταθερότητα στον βυθό.
Το πλοίο αγκυροβολεί και πρόκειται να παραμείνει ακίνητο, λίγα μίλια μόνο μακριά από τη στεριά, μέχρι τη λήξη της καραντίνας. Πρόκειται για μια ακόμη εικόνα που δηλώνει το limbo, το μεταξύ, το οριακό που προσδιορίζει την οντολογία του ναυτικού στον Καββαδία. Ο ναυτικός αιωρείται πάντοτε μεταξύ θάλασσας και στεριάς, ες αεί κινούμενος αλλά πάντοτε κατ’ ουσίαν ακίνητος, αφού δεν φτάνει πουθενά.
7. τα δυο φανάρια της νυχτός: τα νυχτερινά φώτα πορείας στα σύγχρονα καράβια.
Pisanello: Antonio di Puccio Pisano ή Antonio di Puccio da Cereto, διάσημος Ιταλός ζωγράφος της Αναγέννησης (1395-1455). Δείτε εδώ χαρακτηριστικό δείγμα “ξεθωριασμένης” τοιχογραφίας του Πιζανέλλο, μια από αυτές που ίσως είχε υπόψη του ο Καββαδίας.
8. ξεθωριασμένος: ξανά η εικόνα της φθοράς, εδώ με συνδυαστική μεταφορά που δηλώνει τη φθορά που προκαλεί το κύμα στην προκυμαία, ο χρόνος στον άνθρωπο και κατ’ επέκταση το κύμα (η θάλασσα) στον ναυτικό.
Μετά την εικονοπλασία των τροπικών ασθενειών (στ. 1-4) και της ακινησίας λόγω καραντίνας (στ. 5-6), οι στίχοι 7-8 αποδίδουν συνδυαστικά την αίσθηση της πορείας στο σκοτάδι και της φθοράς που αλλοιώνει ό,τι πιο αγνό (την τέχνη ως σύμβολο της ανθρώπινης πνευματικής διαύγειας).
9. καραντί: η φουσκοθαλασσιά, ο κυματισμός, του οποίου η αρχική αιτία μπορεί να εξέλιπε ή να μην είναι εμφανής.
Οι προηγούμενες εικόνες της κίνησης και της ακινησίας συμφύρονται στο «καραντί»: το πλοίο κινείται, αλλά η κίνηση αυτή δεν είναι αγαθή· είναι ύπουλη και επικίνδυνη και απειλεί να μπατάρει, να ανατρέψει, το καράβι. Η συνηθέστερη αιτία για το καραντί είναι τα διερχόμενα πλοία: πρόκειται δηλαδή για αφύσικη μορφή τρικυμίας, αποτέλεσμα ανθρώπινης παρέμβασης στο φυσικό στοιχείο. Τέτοιου είδους «αφύσικη» μορφή είναι και ο ναυτικός: ο άνθρωπος που δεν ανήκει στη στεριά σαν τον κανόνα του είδους του, αλλά στη θάλασσα. Ακριβώς επειδή ο ναυτικός κινείται στη μεθόριο αυτή της ύπαρξης, κλυδωνίζεται συνεχώς, χωρίς προφανή αιτία.
10. σάπια βρεχάμενα: βρεχάμενα είναι τα ύφαλα, το μέρος του πλοίου κάτω από την ίσαλο γραμμή. Η σαπίλα των υφάλων πυκνώνει περαιτέρω την εικονοπλασία της φθοράς και της παρακμής στο ποίημα.
11-12. μάσκα…πιλοτάρει: μάσκα στη ναυτική γλώσσα αποκαλείται η παρειά της πλώρης (Τράπαλης, 48). Κολυμπώντας στα πλάγια του πλοίου ακολουθεί την πορεία ένας καρχαρίας, δίνοντας την εντύπωση ότι αυτός οδηγεί το καράβι. Τα ταξίδια του Καββαδία συχνά στοιχειώνονται από εικόνες πνιγμού ή άλλες μορφές βίαιου θανάτου στη θάλασσα. Πρβλ. από τη «Στεριανή Ζάλη»:
Ο λοστρόμος ξυπνάει και καταριέται
μια μιγάδα που κλαίει και μια μποτίλια.
Ανοιχτά κάπου εννιά χιλιάδες μίλια
το σκυλόψαρο προσμένει και βαριέται.
 
Επιτείνοντας την αίσθηση της τυχαίας πορείας στο άγνωστο, τελικός προορισμός της οποίας θα είναι κατά πάσα πιθανότητα ο χαμός, ακόμη και ο καρχαρίας-πιλότος «κοιμήθηκε».
13. όρντινα…ιστό: όρντινα (τα) είναι οι διαταγές. Τα παλιά ιστιοφόρα είχαν στον κεντρικό ιστό τους παρατηρητήριο, από το οποίο παρακολουθούσε την πορεία του καραβιού ο «βισταδόρος» ή «βιγλάτορας».
Όπως το πλοίο το πιλοτάρει καρχαρίας, έτσι και ο παρατηρητής είναι ένας παπαγάλος. Το πλοίο αυτό καθώς πορεύεται βυθίζεται στο παράλογο και το γελοίο.
13-14: παπαγάλος…στου Κολόμπου την κουκέτα: σε ποίημα που κινείται στους άξονες του θέματος «ταξίδι στο άγνωστο», ο Κολόμβος και το θρυλικό πρώτο ταξίδι του κατέχει δικαιωματική θέση. Οι παπαγάλοι, εξωτικά πουλιά που αφθονούσαν στον Νέο Κόσμο, συνοδεύουν και τον Μαγγελάνο στο ποίημα «Μαρέα». Είναι επίσης ένας από τους συνήθεις συντρόφους των ναυτικών στη μοναχική τους ζωή πάνω στο καράβι (πρβλ. «απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι» από το ποίημα «Kuro Siwo»). Στο ποίημα «Black and White» ο παπαγάλος αποτελεί εσωτερική σοφή φωνή, που προειδοποιεί για τον επερχόμενο χαμό. Στο ποίημα αυτό επανέρχεται η αρχετυπική μορφή του Κολόμβου, αλλά και οι ναύτες του, οι οποίοι «ξύπνησαν», δηλαδή ετοιμάζονται για ανταρσία:
Μέσα μου μιλεί ένας παπαγάλος
γέρος στραβομύτης και μεγάλος
μα γιομάτος πείρα και σοφός.
Μέσα μου βαθιές αναπνοές.
Του Κολόμβου ξύπνησαν οι ναύτες.
Όλες τις ρουκέτες τώρα καφ’ τες
και Marconi στείλε το S.O.S.
 
15. να τυλίξεις την μπαρκέτα: μπαρκέτα είναι το δρομόμετρο, το όργανο με το οποίο καταμετρείται η ταχύτητα του πλοίου. Όπως σημειώνει ο Τράπαλης (52), στα παλαιά ιστιοφόρα η μπαρκέτα ήταν ένα σχοινί, που ριχνόταν στα νερά με ένα τριγωνικό κομμάτι ξύλου δεμένο στην άκρη του (εξ ου «να τυλίξεις»).
Το τύλιγμα της μπαρκέτας ισοδυναμεί με την ανακοπή της πορείας του πλοίου, το σταμάτημα. Το ποιητικό Εγώ προσμένει χρόνια αυτή τη στιγμή, η οποία όμως δεν έρχεται ποτέ — ξανά το ατέρμονο, άσκοπο ταξίδι.

Ο Νίκος Καββαδίας παιδί με ναυτικά
16. τη στεριά να ζαλιστώ: το ρήμα ζαλίζομαι εδώ έχει διπλή έννοια. Αφενός παραπέμπει στη μέθη (η κραιπάλη με αλκοόλ και πόρνες συνιστά το τυπικό μοτίβο συμπεριφοράς για τον στεριωμένο ναυτικό, που δεν έχει πού αλλού να καταλήξει). Αφετέρου όμως παραπέμπει και στην περίφημη «στεριανή ζάλη», που καταλαμβάνει τον ναυτικό, ο οποίος στη στεριά νιώθει εντελώς εκτός τόπου. [...] Όπως και στο «Μαρέα», έτσι κι εδώ η ζάλη στη στεριά παραβάλλεται με τον ίλιγγο που προκαλεί το καραντί. Ο ναυτικός δεν ανήκει πουθενά, αιωρείται, παλινδρομεί, μετεωρίζεται, τελεί σε κατάσταση αέναης εκκρεμότητας.
17. ιθαγενείς: μια ακόμη λεπτομέρεια που παραπέμπει στο θέμα του Κολόμβου, το οποίο διατρέχει το ποίημα.
19-20. Της θάλασσας…να φανείς: το δίστιχο εισάγει το γνωστό αινιγματικό β’ ενικό πρόσωπο, προς το οποίο αποστρέφονται πολλά καββαδιακά ποιήματα. Η μορφή αυτή, προφανώς ερωτική και γυναικεία, φορτώνεται τις ελπίδες του ναυτικού για σωτηρία (να κατανικηθεί ο θάνατος).
Οι ελπίδες αυτές θα καταρρεύσουν πολύ γρήγορα, στο αμέσως επόμενο τετράστιχο, όταν η μορφή αυτή,  την οποία το ποιητικό Εγώ αναμένει να φτάσει από ψηλά (“στην ανεμόσκαλα…”) αποδεικνύεται ότι κοιμάται «για πάντα στα βαθιά». Είναι η μορφή μιας πνιγμένης γυναίκας, ίσως μιας από αυτές τις πλωριές γοργόνες, τις πλανεύτρες και τις προδότρες, στις οποίες ο Καββαδίας αναφέρεται στο  «Μαρέα» και αλλού. 
21. φύκια: ότι η μορφή αυτή, η τάχα σωτήρια, έχει φύκια πλεγμένα στα μαλλιά και στο στόμα προετοιμάζει τον αναγνώστη για την αποκάλυψη ότι βρίσκεται στον βυθό.

23. κατάστιχτη… σπαθιά: ρεαλιστική λεπτομέρεια, που παραπέμπει στην πλωριά γοργόνα πολεμικού πλοίου ή πλοίου που δέχθηκε επίθεση από πειρατές ή από ιθαγενείς
24. των Ινκάς τα σκουλαρίκια: η αναφορά ερμηνεύεται ποικιλοτρόπως, ως μια ακόμη ψηφίδα στο μοτίβο της αναζήτησης του απατηλού, φευγαλέου και εν τέλει μοιραίου (ψυχικού) Νέου Κόσμου· ως έμβλημα του βασικού κινήτρου που οδηγεί στην αναζήτηση αυτή (το χρυσό)· ή ως η τελική πινελιά της ειρωνείας σε ένα ταξίδι που εξαρχής ήταν καταδικασμένο να καταλήξει στην άβυσσο.
==================================