Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Σ. Σφέτας - Η Γένεση του «Μακεδονισμού» στον Μεσοπόλεμο

Η Γένεση του «Μακεδονισμού» στον Μεσοπόλεμο.

του Σπυρίδωνα Σφέτα
Ιστορία της Μακεδονίας -- Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα

1) Ο ρόλος της Κομμουνιστικής Διεθνούς στην εκκόλαψη του «μακεδονικού έθνους»

Στην ιστοριογραφία είναι ευρύτατα διαδεδομένη η άποψη ότι το «μακεδονικό έθνος» είναι δημιούργημα της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο. Η θέση αυτή δεν μπορεί βέβαια να αμφισβητηθεί, καθ' όσον το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας είχε ιδιαιτέρους λόγους να προωθήσει τον «μακεδονισμό» στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, ως αντίρροπη εθνική ιδεολογία στον βουλγαροσερβικό ανταγωνισμό του Μεσοπολέμου. Την ανάγκη της απαγκιστρώσεως των Σλάβων της Μακεδονίας από την ελληνική, τη σερβική και την βουλγαρική επιρροή και της δημιουργίας μιας συλλογικής σλαβομακεδονικής ταυτότητος είχαν ήδη τονίσει, στις αρχές του Κ΄ αιώνος, μερικοί Σλάβοι διανοούμενοι (Μισίρκωφ, Ντέντωφ, Μισάικωφ, Τσουπόφσκυ). Διαβλέποντας ότι ο σερβοβουλγαρικός ανταγωνισμός απέβαινε σε βάρος του ντόπιου πληθυσμού και διαιώνιζε την τουρκική κυριαρχία, επεδίωκαν την αναγνώριση των Σλάβων της Μακεδονίας ως ξεχωριστής κοινότητος (Μιλλέτ). Αλλά στις αρχές του Κ΄ αιώνος, οι πολιτικές συνθήκες δεν ευνοούσαν την προώθηση του σλαβομακεδονισμού ως μίας νέας συλλογικής εθνικής ταυτότητος και οι πρώιμοι θιασώτες του σλαβομακεδονισμού δεν είχαν ουσιαστική απήχηση στις μάζες.

Οι πολιτικές και ιδεολογικές αφετηρίες του «μακεδονισμού» ουσιαστικά τέθηκαν από την Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνή (Κομιντέρν), στον Μεσοπόλεμο. Είναι ήδη τεκμηριωμένο ότι η Κομμουνιστική Διεθνής έβλεπε το Μακεδονικό ως ζήτημα τακτικής, ανάλογα με τις εκάστοτε πολιτικές συγκυρίες. Η δημοσίευση σημαντικών εγγράφων για την χρονική περίοδο 1923-1925 από το αρχείο της Κομιντέρν, έχει ουσιαστικά επιβεβαιώσει την άποψη ότι τότε η Κομμουνιστική Διεθνής προέβαλε την θέση...... Κατά την Κομμουνιστική Διεθνή, οι μακεδονικές οργανώσεις στη Βουλγαρία δεν έπρεπε μονάχα να αποδεσμευθούν από την επιρροή των βουλγαρικών «αστικών» πολιτικών παραγόντων, αλλά και να αποξενωθούν από τον βουλγαρικό εθνικισμό.
...... «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία σε μια Βαλκανική Σοβιετική Δημοκρατία», για να προσεταιρισθεί την ΕΜΕΟ στο εγχείρημά της να δημιουργήσει ένα ενιαίο μέτωπο μεταξύ των Βουλγάρων Κομμουνιστών, των Βουλγάρων Αγροτικών και των βουλγαρομακεδονικών οργανώσεων για την προώθηση της επαναστάσεως στη Βουλγαρία, την εγκαθίδρυση μιας εργατο-αγροτικής κυβερνήσεως και την αποσταθεροποίηση των βαλκανικών κρατών

Κατηγορώντας το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα για την ουδέτερη στάση του στην πραξικοπηματική ανατροπή της Αγροτικής Κυβερνήσεως Σταμπουλίνσκυ (9.6.1923), ο Καρλ Ράντεκ εκφράστηκε ως εξής κατά τη συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που έλαβε χώρα στις 12-13 Ιουνίου του 1923, στη Μόσχα:

«Σε όλη τη σύγχρονη ιστορία της Βουλγαρίας το Μακεδονικό Ζήτημα παίζει ένα μεγάλο ρόλο. Η Μακεδονία, στην οποία ζουν χωρικοί, για τους οποίους είναι δύσκολο να λεχθεί αν είναι Σέρβοι ή Βούλγαροι, αποτελεί ένα παλαιό αντικείμενο διένεξης μεταξύ Βουλγαρίας και Σερβίας. Μετά την ήττα της Βουλγαρίας στον πόλεμο, το Αγροτικό Κόμμα του Σταμπουλίνσκυ παραιτήθηκε από τη [διεκδίκηση] της Μακεδονίας. Παραιτήθηκε όχι μόνο τυπικά και στη Νις υπέγραψε με τη Γιουγκοσλαβία μια συνθήκη, σύμφωνα με την οποία ο Σταμπουλίνσκυ καταδίωξε τις παλαιές μακεδονικές οργανώσεις. Αυτές οι οργανώσεις είναι από κοινωνική άποψη οργανώσεις μικρών και φτωχών χωρικών. Έχουν ένα επαναστατικό παρελθόν, έχουν αγωνιστεί εναντίον της κυριαρχίας των τούρκων γαιοκτημόνων, εναντίον της σερβικής μπουρζουαζίας, έχουν παράνομες επαναστατικές οργανώσεις. Υπάρχουν εδώ και καιρό συμπάθειες για τη ρωσική επανάσταση. Οι μακεδονικές οργανώσεις ήταν ένας κοινωνικός παράγοντας, με τον οποίο θα μπορούσαμε να συνδεθούμε… Το Κόμμα δεν έχει κάνει τίποτα και είναι χαρακτηριστική η παραμέληση του Μακεδονικού ως ζητήματος τακτικής». 
Aντί του όρου «βουλγαρικός λαός», όπως αναφερόταν σε προγενέστερες διακηρύξεις της Τρίτης Διεθνούς, εισάγεται το 1923-24 ο όρος «μακεδονικός λαός», «μακεδονικός πληθυσμός, χωρίς διάκριση εθνότητας». Πρόθεση της ΚΔ ήταν όλες οι εθνότητες της Μακεδονίας να διαμορφώσουν μία γηγενή μακεδονική συνείδηση ως ένας «λαός» από πολιτική άποψη και να επιδιώκουν την δημιουργία μίας «Ενιαίας και Ανεξάρτητης Μακεδονίας», για την υπονόμευση των βαλκανικών «αστικών» κρατών.

Η νέα γραμμή που επιβάλλεται στην ΣΤ΄ Συνδιάσκεψη της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (Δεκέμβριος 1923, στη Μόσχα) και στο Ε΄ Συνέδριο της ΚΔ (17 Ιουνίου - 8 Ιουλίου 1924) είναι «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία σε μια Βαλκανική Ομοσπονδία», που μπορεί να πραγματοποιηθεί «μόνο αν ο αγώνας του μακεδονικού λαού συμπορεύεται με τον αγώνα των εργατών και αγροτών της Βαλκανικής». Είναι ευνόητο ότι μια τέτοια πολιτική αποσκοπούσε στη διάβρωση των βαλκανικών κρατών, συμπεριλαμβανομένης και της Βουλγαρίας. Με επιστολή της προς την ΕΜΕΟ, τον Ιούλιο του 1924, η ΚΔ έθεσε ως προϋπόθεση για την παροχή βοηθείας την υποχρέωση της οργανώσεως να αρχίσει την επανάσταση στη Βουλγαρία, με την εκδίωξη των βουλγαρικών κρατικών οργάνων από το βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας και με την ανακήρυξή του σε ανεξάρτητο κράτος. Η πίεση που ασκήθηκε από την ΚΔ στο ΚΚΕ, για να αποδεχθεί την απόφαση του Ε΄ Συνεδρίου της ΚΔ για το Μακεδονικό Ζήτημα κατά το έτος 1924, εξηγείται από την πολιτική της σε σχέση με την ΕΜΕΟ. Η πτέρυγα του ΚΚΕ που δέχθηκε τη νέα γραμμή, δικαιολόγησε τη στάση της με το επιχείρημα ότι, στον βαθμό που η θέση «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία» συμβάλλει στην επιτυχή έκβαση της επαναστάσεως στη Βουλγαρία και στην Βαλκανική, το ΚΚΕ, ως κόμμα διεθνιστικό, οφείλει να την αποδεχθεί, φθάνοντας ακόμα και σε σύγκρουση με την ελληνική αστική τάξη.

Ο όρος «μακεδονικό έθνος», ταυτιζόμενος αποκλειστικά και εμφατικά με το σλαβικό στοιχείο της Μακεδονίας, δεν εισάγεται ακόμα στα κείμενα της ΚΔ, αλλά το Μακεδονικό Ζήτημα δεν θεωρείται πλέον βουλγαρικό ζήτημα. Μπορεί τα σχέδια της ΚΔ να απέτυχαν, ωστόσο η σοβιετική ανάμιξη στο Μακεδονικό Ζήτημα είχε ως αποτέλεσμα μια πολιτικο-ιδεολογική πόλωση της βουλγαρομακεδονικής κινήσεως. Ως ιδεολογικός και πολιτικός αντίποδας της ΕΜΕΟ του Ιβάν Μιχαήλωφ ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1925 στη Βιέννη η ΕΜΕΟ (Ενωμένη), υπό την σκέπη της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Στην ΚΕ της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) υπήρχε μία κομμουνιστική πτέρυγα (Δημήταρ Βλάχωφ, Βλαδιμήρ Ποπτόμωφ) και μία εθνικοεπαναστατική (Γκεόργκυ Ζανκώφ, Πάβελ Σάτεφ), η οποία, παρόλο που διαφωνούσε με την κομμουνιστικοποίηση της οργανώσεως, υπολόγιζε στη βοήθεια της Σοβιετικής Ενώσεως για την αναθεώρηση των συνθηκών ειρήνης.

Το 1928, υπό το φως των αποφάσεων του ΣΤ΄ Συνεδρίου της ΚΔ, εξοβελίστηκε η εθνικοεπαναστατική πτέρυγα της ΚΕ της ΕΜΕΟ (Ενωμένης), που προσέλαβε πλέον έναν στενό κομμουνιστικό χαρακτήρα με κύριες μορφές τον Δημήταρ Βλάχωφ και τον Βλαδιμήρ Ποπτόμωφ, μέλη του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Η επιρροή της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) στον βαλκανικό χώρο υπήρξε ασήμαντη, δεδομένου ότι η έδρα της ήταν αρχικά στη Βιέννη και αργότερα στο Βερολίνο και το δημοσιογραφικό της όργανο «Μακεδονική Υπόθεση», που εκδίδονταν στην βουλγαρική γλώσσα, δύσκολα μπορούσε να καταστεί προσιτό στα Βαλκάνια.

Μέχρι το 1928 μόνο στο σερβικό τμήμα της Μακεδονίας δημιουργήθηκαν μικροομάδες της ΕΜΕΟ (Eνωμένης), χωρίς ουσιαστική πολιτική σημασία, ενώ το 1929 εξαρθρώθηκαν οριστικά από τις σερβικές αρχές. Στη Βουλγαρία ιδρύθηκαν το 1928 οι πρώτοι πυρήνες της οργανώσεως, ωστόσο η ΕΜΕΟ (Eνωμένη), λόγω του στενού κομμουνιστικού της χαρακτήρος και της εχθρικής στάσεως της ΕΜΕΟ του Mιχαήλωφ, δεν μπόρεσε να εξελιχθεί σε σημαντικό πολιτικό παράγοντα της χώρας και περιορίσθηκε σε προπαγάνδα μεταξύ των Βουλγαρομακεδόνων προσφύγων. Βασική πολιτική γραμμή της οργανώσεως αποτελούσε το σύνθημα «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία σε μια Βαλκανική Ομοσπονδία» και υπό την έννοια «μακεδονικός λαός» συμπεριλαμβάνονταν όλες οι εθνότητες της Μακεδονίας (Βούλγαροι, Αλβανοί, Τούρκοι, Εβραίοι, Βλάχοι, Έλληνες, Αθίγγανοι).

Σε υπόμνημα της οργανώσεως, στις 10 Σεπτεμβρίου του 1927, για την κατάσταση των καταπιεσμένων λαών της Βαλκανικής προς τον πρόεδρο του Συμβουλίου των Εθνικών Μειονοτήτων στη Γενεύη, τονιζόταν χαρακτηριστικά :

« …Στη σερβική Μακεδονία όλες οι κυβερνήσεις του Βελιγραδίου, ανεξάρτητα από τις διαφορές τους στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική, σε σχέση με τους Μακεδόνες εφαρμόζουν την ίδια πολιτική. Ο μακεδονικός λαός, δηλαδή όλες οι εθνότητες που ζούσαν και ζουν εκεί και εξ' ονόματος των οποίων ομιλούμε: Bούλγαροι, Αλβανοί, Τούρκοι, Εβραίοι, Έλληνες, Τσιγγάνοι στερούνται πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων. Όλες οι σερβικές αρχές τους μεταχειρίζονταν και εξακολουθούν να τους μεταχειρίζονται ως Σέρβους… Αν εξετάσουμε πως ζει ο μακεδονικός λαός υπό την ελληνική δουλεία, θα διαπιστώσουμε ότι και εδώ η κατάσταση είναι ίδια. Οι ελληνικές αρχές έδιωξαν τους Τούρκους από την Μακεδονία αφού πρώτα τους καταλήστευσαν. Στους Εβραίους προβάλλουν πολλά εμπόδια, για να τους εξαναγκάσουν να μετοικήσουν. Διώχνουν και τους Βούλγαρους… Δεν υπάρχει διαφορά πολιτικής μεταξύ της ελληνικής και σερβικής κυβέρνησης σε σχέση με τις εθνότητες της Μακεδονίας. Τις εθνότητες αυτές η Ελλάδα τις μεταχειρίζεται σα να είναι δούλοι… Αν εξετάσουμε το βουλγαρικό τμήμα της Μακεδονίας, θα παρατηρήσουμε ότι και εδώ η κατάσταση είναι όμοια με το σερβικό και ελληνικό τμήμα. Οι Μακεδόνες Έλληνες και Τούρκοι που πριν κατοικούσαν εδώ, εκδιώχθηκαν. Ο πληθυσμός που κατοικεί σε αυτό το τμήμα της Μακεδονίας, όντας βουλγαρικής εθνικότητας, απολαμβάνει πολιτιστικών δικαιωμάτων. Έχει σχολεία, εκκλησίες κλπ. Και αυτή είναι η μοναδική διαφορά μεταξύ της κατάστασης των Μακεδόνων στη Βουλγαρία και εκείνης στην Ελλάδα και Σερβία… Από κάθε άλλη άποψη, η κατάσταση των Μακεδόνων σε αυτό το τμήμα της Μακεδονίας δε διαφέρει από τα τμήματα που βρίσκονται υπό την εξουσία της Ελλάδας και της Σερβίας, σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις είναι και χειρότερη. Το πολιτικό καθεστώς που επικρατεί στη Μακεδονία υπό τη βουλγαρική εξουσία είναι από τα περισσότερο τυραννικά που υπάρχουν στον κόσμο… Όσον αφορά την οικονομική κατάσταση στην οποία έχουν αφεθεί να ζουν οι Μακεδόνες Βούλγαροι σε αυτό το μέρος της Μακεδονίας, αυτή είναι ιδιαίτερα τραγική. . .».
Ποιοί παράγοντες επέδρασαν, ώστε να εγκαταλειφθεί η θέση αυτή και να υιοθετηθεί η άποψη για την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους», ταυτιζομένου αποκλειστικά με την σλαβική ομάδα; Σήμερα, η δυνατότητα πρόσβασης στο αρχείο της Κομιντέρν μας επιτρέπει να διαγράψουμε την σχετική διαδικασία πληρέστερα.

Γενικά, επιβεβαιώνεται η παλαιά θέση ότι μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, η Κομμουνιστική Διεθνής επιθυμούσε να αποτρέψει την εκμετάλλευση του Μακεδονικού Ζητήματος από τη ναζιστική Γερμανία προς όφελος της Βουλγαρίας στον επικείμενο πόλεμο, όπως συνέβη στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Καθώς η ΕΜΕΟ του Mιχαήλωφ είχε αποδεχθεί το 1933 την θέση της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) για «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία» αλλά ως δεύτερο βουλγαρικό κράτος, θεωρώντας συμβατή την εθνική ταυτότητα «Βούλγαρος» με την πολιτική ετικέτα «Μακεδόνας», ήταν έκδηλη πλέον η ανάγκη για την ανάληψη ενός αγώνα -όχι μονάχα ιδεολογικού και πολιτικού, αλλά και εθνικού- κατά της ΕΜΕΟ του Mιχαήλωφ. Σημαντική επίδραση είχε και η προσπάθεια της Κομμουνιστικής Διεθνούς να αποτρέψει την εκμετάλλευση των εθνικών προβλημάτων της Γιουγκοσλαβίας, ιδιαιτέρως του Κροατικού, από τη ναζιστική Γερμανία και για τον λόγο αυτόν τέθηκε επί τάπητος και το ζήτημα της ιδρύσεως Εθνικού Κροατικού και Σλοβενικού Κόμματος, ώστε τα -σε εθνική πλέον βάση- Κομμουνιστικά Κόμματα να ασχοληθούν με τα εθνικά προβλήματα της χώρας. Στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονταν, η Γιουγκοσλαβία έπρεπε να αποτελέσει ανάχωμα σε ενδεχόμενη γερμανική προσπάθεια για διείσδυση στα Βαλκάνια.

Μόλις ο Βλαδιμήρ Ποπτόμωφ (ψευδώνυμο Γκρόμωφ), μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της ΕΜΕΟ (Ενωμένης), πληροφορήθηκε ότι η κατάσταση της οργανώσεως και η προοπτική της «επαναστατικής δράσεως» θα συζητηθούν στους κόλπους της Κομμουνιστικής Διεθνούς, υπέβαλε στις 15 Νοεμβρίου του 1933 στη Γραμματεία των Βαλκανικών Κρατών (Balkanländer Sekretariat - στο εξής BLS), το αρμόδιο όργανο της Κομιντέρν για τα Βαλκάνια, ένα υπόμνημα. Σ' αυτό αναζήτησε τα αίτια της αποτυχίας της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) να εξελιχθεί σε μαζική οργάνωση στον συγκεντρωτικό της χαρακτήρα, στις δυσκολίες της διαδόσεως της εφημερίδος Μακεδονική Υπόθεση αλλά και στις δυσκολίες αναγνώσεως και κατανοήσεως της εφημερίδος στην Ελλάδα και στη Γιουγκοσλαβία, καθώς αυτή εκδίδονταν στην λόγια βουλγαρική γλώσσα. Ιδιαίτερα επεσήμανε ο Ποπτόμωφ τις διαφορετικές πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στα τρία τμήματα του ευρυτέρου μακεδονικού χώρου και τον συνεχή εκσερβισμό και εξελληνισμό του σλαβικού πληθυσμού, με αποτέλεσμα οι νέες γενιές να χειρίζονται άνετα στον γραπτό και προφορικό λόγο μόνον την ελληνική ή τη σερβική γλώσσα. Έτσι, κατά τον Ποπτόμωφ, η εφημερίδα Μακεδονική Υπόθεση μπορούσε να γίνει κατανοητή μονάχα από τους Βουλγαρομακεδόνες πρόσφυγες της Βουλγαρίας.

Ολοκληρώνοντας, πρότεινε την αποκέντρωση της οργανώσεως, την ίδρυση δηλαδή σε κάθε τμήμα της Μακεδονίας μιας εθνικοεπαναστατικής οργανώσεως υπό την καθοδήγηση των Κομμουνιστικών Κομμάτων, με το σύνθημα «της αυτοδιαθέσεως του μακεδονικού λαού μέχρι τον αποχωρισμό σε κυρίαρχη και ενιαία Μακεδονία». Το βασικότερο, ίσως, σημείο της εκθέσεως του Ποπτόμωφ ήταν η επιβεβαίωση του κινδύνου της επιτυχίας του εκσερβισμού και του εξελληνισμού.

Στη συνεδρίαση της 20ής Δεκεμβρίου 1933 του γραφείου της BLS (παρόντες μεταξύ άλλων ήταν ο Σμέραλ, μέλος του Τσεχοσλοβακικού Κομμουνιστικού Κόμματος και επικεφαλής της Γραμματείας, ο Βαλέτσκυ, μέλος του Πολωνικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Γκέρμαν, ψευδώνυμο του Βούλγαρου Γκίτσεφ από τη Δοβρουτσά, ο Σπυριδώνωφ, ψευδώνυμο του Tράιτσο Κοστώφ, μέλους του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος) εξετάσθηκε η εισήγηση του Ρίλσκυ (ψευδώνυμο του Γκεόργκυ Καρατζώφ), μέλους της VMRO Ενωμένης στη Βουλγαρία, για την ΕΜΕΟ (Eνωμένη) και εγκρίθηκαν οι θέσεις του αναφορικά με το δικαίωμα του «μακεδονικού λαού» για απόσχιση, για «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία» και για Βαλκανική Ομοσπονδία των εργαζομένων. Τέθηκε και το ζήτημα της εθνικότητος των Μακεδόνων και «θεωρήθηκε αναγκαία η ειδική εξέταση του ζητήματος, αν είναι δυνατό με τη συμμετοχή των συντρόφων που έφθασαν από την Μακεδονία». Στη συνεδρίαση της 22ας Δεκεμβρίου του 1933 συμμετείχε και o Βλάχωφ. Τέθηκε το ζήτημα της συντάξεως ενός ......
....σχεδίου - αποφάσεως για την ΕΜΕΟ (Ενωμένη), με βασικό πυρήνα την εθνικότητα των Μακεδόνων και ανατέθηκε στους Βλάχωφ, Ρίλσκυ και Γκέρμαν σε τρεις ημέρες να παρουσιάσουν το σχέδιο - απόφαση. Τα βασικά σημεία του σχεδίου ήταν τα ακόλουθα:

«Το εθνικό ζήτημα της Μακεδονίας είναι ιδιαίτερα στενά συνδεδεμένο με το ζήτημα του πολέμου και με το ζήτημα της διεθνούς κοινωνικής επανάστασης. Η σπάνια ιδιομορφία της ιστορικής εξέλιξης δημιούργησε εδώ από εθνική άποψη μια κατάσταση που δεν έχει ανάλογη πουθενά στην Ευρώπη… Μετά τον βαλκανικό και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, η Μακεδονία διαμελίστηκε σε τρία μέρη και διανεμήθηκε μεταξύ Σερβίας, Ελλάδας και Βουλγαρίας. Επήλθε τεχνητή μετακίνηση πληθυσμών ολόκληρων περιοχών, εποικισμός, βίαιη απεθνοποίηση και αφομοίωση… Ο μακεδονικός λαός βλέπει τον κίνδυνο στον οποίο βρίσκεται όσο θα υπάρχει ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός, όσο τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κέντρα θα εκμεταλλεύονται τα μικρά βαλκανικά κράτη… Ο πληθυσμός της χώρας που έχει ήδη περάσει τόσους πολέμους, συνειδητοποίησε ότι ο νέος ιμπεριαλιστικός πόλεμος θα μπορούσε να οδηγήσει στην πλήρη φυσική του εξόντωση, αν ο πόλεμος δεν αποτραπεί από προγενέστερη εξέγερση και τη νίκη της κοινωνικής επανάστασης στην Ευρώπη. Αυτή η κατάσταση συσπειρώνει σε ένα σύνολο όλο τον εργαζόμενο πληθυσμό αυτού του τμήματος της βαλκανικής χερσονήσου και δημιουργεί εδώ το ιδιότυπο γεγονός, ότι και ο πληθυσμός που ομιλεί τη σλαβική γλώσσα και ο πληθυσμός που ομιλεί τις γλώσσες των μειονοτήτων αισθάνεται την ίδια εθνική καταπίεση, οικονομική εκμετάλλευση, λεηλασία, αισθάνονται συνδεδεμένοι ως ένα σύνολο με τα κοινά συμφέροντα της παρούσης στιγμής και με την αναγκαιότητα της κοινής άμυνας αναφορικά με τα επερχόμενα ιστορικά γεγονότα του μέλλοντος…

Οι εργαζόμενες μάζες της Μακεδονίας δεν αυτοχαρακτηρίζονται και δεν θέλουν να είναι ούτε Βούλγαροι ούτε Σέρβοι, θεωρούν και την κυβέρνηση των Ελλήνων και των Τούρκων ως ξένη εξουσία. Αυτοχαρακτηρίζονται ως κυρίαρχο μακεδονικό σύνολο… Εδώ ταυτίζεται η ιδέα της εθνικής μακεδονικής κυριαρχίας, το δικαίωμα της πλήρους εθνικής αυτοδιάθεσης της Μακεδονίας, η ιδέα της ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονικής Δημοκρατίας των εργαζομένων, με τον κοινό αγώνα εναντίον του ιμπεριαλισμού και για την κοινωνική επανάσταση…» .
Το κύριο μέρος του προσχεδίου αναφερόταν στον επικείμενο πόλεμο και υπό τον όρο «μακεδονικός λαός» ή οι «εργαζόμενες μάζες της Μακεδονίας» υπονοούνταν όλες οι εθνότητες της Μακεδονίας -Σλάβοι και μη Σλάβοι- ως ένα ενιαίο πολιτικό σύνολο, με την πολιτική σημασία του όρου «λαός». Αυτή η ιδιαιτερότητα νομιμοποιούσε το δικαίωμα για ενιαίο και ανεξάρτητο μακεδονικό κράτος «των εργαζομένων μαζών». Ουσιαστικά, το προσχέδιο δεν διέφερε από τις προηγούμενες διακηρύξεις της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) με την απλή διαφορά ότι για λόγους τακτικής δε γινόταν πλέον αναφορά σε σοβιετική δημοκρατία ή βαλκανική ομοσπονδία. Το κείμενο του προσχεδίου δεν κρίθηκε ικανοποιητικό και στη συνεδρίαση της BLS στις 28 Δεκεμβρίου του 1933, στην οποία δεν παρέστη ο Βλάχωφ, ανατέθηκε στον Γκέρμαν (ψευδώνυμο του Γκίτσεφ) να υποβάλλει μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1933 στο γραφείο της BLS, το τελικό κείμενο του σχεδίου - αποφάσεως.

Αλλά και το κείμενο που υποβλήθηκε στον Σμέραλ, στις 31 Δεκεμβρίου του 1933, ήταν παρόμοιο με το προσχέδιο:
«…Μετά τον βαλκανικό και ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ως αποτέλεσμα των οποίων ο ενιαίος από γεωγραφική και οικονομική άποψη χώρος της Μακεδονίας διανεμήθηκε σε τρία μέρη μεταξύ της Σερβίας, Ελλάδας και Βουλγαρίας, η οικονομική και πολιτική κατάσταση του μακεδονικού πληθυσμού χειροτέρεψε περισσότερο… Ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, η παλιά εθνογραφική φυσιογνωμία μερικών τμημάτων της Μακεδονίας σχεδόν άλλαξε ριζικά -στο ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας- και στο βαθμό που έμειναν εκεί ντόπιοι κάτοικοι, τους απαγορεύεται με την απειλή της θανατικής καταδίκης να μιλούν τη μητρική τους γλώσσα (στη Μακεδονία υπό τη σερβική και ελληνική εξουσία)… Η συντριπτική πλειοψηφία του εργαζόμενου μακεδονικού πληθυσμού -που ζει στη Μακεδονία ή στην προσφυγιά- παρά τις υπάρχουσες διαφορές στη θρησκεία και τη γλώσσα και τις τεχνητά δημιουργηθείσες στη διάρκεια των αιώνων διχόνοιες, αισθάνεται συνδεδεμένη σε ένα σύνολο με τα κοινά οικονομικά, πολιτικά συμφέροντα της παρούσης στιγμής και με την αναγκαιότητα της κοινής άμυνας, αναφορικά με τα επερχόμενα μεγάλα ιστορικά γεγονότα του μέλλοντος… Έχοντας ως βάση τη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας της διατήρησης της κοινής οικονομικής και πολιτικής ενότητας της Μακεδονίας προς το συμφέρον της φυσικής του ύπαρξης, (ο πληθυσμός) απαιτεί το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης μέχρι την απόσχιση σε ανεξάρτητο μακεδονικό κράτος. Οι μακεδονικές μάζες δε θέλουν πια να ανήκουν ούτε στη Βουλγαρία ούτε στη Σερβία ούτε στην Ελλάδα, παρόλο που από την άποψη της γλώσσας και της θρησκείας χωριστά τμήματα του μακεδονικού πληθυσμού είναι συγγενέστερα με τον πληθυσμό αυτού ή του άλλου βαλκανικού κράτους… Έχοντας όλα αυτά υπόψη το βαλκανικό προλεταριάτο πρέπει με κάθε τρόπο να υποστηρίζει τον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα του μακεδονικού λαού για την εθνική απελευθέρωση και συνένωση, διδάσκοντάς τον πάντα με συνέπεια και σταθερότητα ότι μονάχα η πλήρης ήττα του ιμπεριαλισμού θα απελευθερώσει το μακεδονικό λαό από τον κίνδυνο της πλήρους φυσικής εξόντωσης, απειλή υπό την οποία βρίσκεται πάντα εν όψει της γεωγραφικής του θέσης».
Oι Βαλκάνιοι Κομμουνιστές δεν συνέλαβαν τότε την ουσία του προβλήματος. Επρόκειτο, φυσικά, για το ζήτημα της ταυτότητος των Σλάβων της Μακεδονίας, τους οποίους η αναθεωρητική Βουλγαρία χαρακτήριζε ως αλυτρώτους Βουλγάρους, πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει στην προσχώρηση της Βουλγαρίας στο γερμανικό στρατόπεδο στον επικείμενο πόλεμο. Η αμφισβήτηση της βουλγαρικής ταυτότητος των Σλάβων της Μακεδονίας θα στερούσε την Βουλγαρία από το δικαίωμα διεκδικήσεων. Ήδη κατά τις Διαβαλκανικές Συνδιασκέψεις (1930 - 1933) ήταν χαρακτηριστική η εμμονή της Βουλγαρίας στην ανάγκη υπογραφής διμερών συμφωνιών για την προστασία των μειονοτήτων. Αυτό ήταν το πνεύμα που θα έπρεπε να διακατέχει την απόφαση. Έτσι, κατά τη συνεδρίαση της BLS, στις 3 Ιανουαρίου του 1934, το κείμενο του Γκέρμαν δεν έγινε αποδεκτό και κατέστη αναγκαία η παρέμβαση υψηλόβαθμων στελεχών της Κομιντέρν. Είναι αποδεδειγμένη η συμμετοχή του Κoλάρωφ στην τροποποίηση του σχεδίου - αποφάσεως. Το νέο κείμενο παρουσιάσθηκε στη συνεδρίαση της BLS, στις 7 Ιανουαρίου του 1934 και εγκρίθηκε από το Πολιτικό Γραφείο της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς σε κλειστή συνεδρίαση, στις 11 Ιανουαρίου 1934. Σύμφωνα με το λιτό πρωτόκολλο της συνεδριάσεως, μετά την εισήγηση του Σμέραλ ακολούθησε συζήτηση, στην οποία συμμετείχαν μεταξύ άλλων και οι Βλάχωφ, Κολάρωφ, Βαλέτσκυ και Γκέρμαν. Δυστυχώς, δεν κατεγράφησαν οι απόψεις που εκτέθηκαν. Το Πολιτικό Γραφείο δέχθηκε το κείμενο της εισηγήσεως ως βάση και ανέθεσε στη BLS «να συντάξει οριστικά το κείμενο, με βάση την ανταλλαγή απόψεων και σε συμφωνία με τον σύντροφο Koυουσίνεν. Το σύνθημα «Δημοκρατία των Εργαζομένων» οφείλει να μείνει στην απόφαση».Έτσι, στάθηκε καθοριστική η παρέμβαση ανωτάτων στελεχών της Κομιντέρν, όπως του Όττο Κουουσίνεν, Γραμματέα της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς και μέλους του Φιλανδικού Κομμουνιστικού Κόμματος, στην τελική διατύπωση της αποφάσεως για το Μακεδονικό Ζήτημα και την ΕΜΕΟ (Ενωμένη). Η απόφαση αυτή διέφερε σημαντικά από το σχέδιο - απόφαση της 31ης Δεκεμβρίου του 1933:

«Στις συνθήκες της όξυνσης των διεθνών και ταξικών αντιφάσεων, του άμεσου κινδύνου νέων πολέμων και της ωρίμανσης της επαναστατικής κρίσης, το μακεδονικό εθνικό-επαναστατικό κίνημα, επικεφαλής του οποίου είναι η VMRO(Εν.), παίζει το ρόλο ενός σημαντικού παράγοντα και συμμάχου της εργατικής τάξης, της αγροτιάς και όλων των καταπιεσμένων εθνοτήτων στον αγώνα για ανατροπή της κυριαρχίας της αστικής τάξης και των γαιοκτημόνων στα τρία κράτη που υποδούλωσαν την Μακεδονία.
Η διανομή της Μακεδονίας, που υπήρξε η βάση της συμμαχίας μεταξύ Βουλγαρίας, Σερβίας και Ελλάδας στον πόλεμό τους εναντίον της Τουρκίας και απέβη αμέσως ζήτημα, που οδήγησε σε νέο πόλεμο της Σερβίας και της Ελλάδας και άλλων εναντίον της Βουλγαρίας, αποτελεί στη μεταπολεμική περίοδο μόνιμη αιτία για την όξυνση των αντιφάσεων και του αγώνα μεταξύ των τριών κρατών για κυριαρχία σε ολόκληρη την Μακεδονία και για έξοδο στο Αιγαίο. Από την άλλη πλευρά, τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κράτη μετέτρεψαν την Μακεδονία σε προγεφύρωμα για πολεμικές ενέργειες κατά τον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και εκμεταλλεύονται τώρα το Μακεδονικό Ζήτημα για την ενίσχυση των θέσεών τους στα Βαλκάνια. Έτσι, η Μακεδονία είναι μια από τις εστίες στον επικείμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Τα κράτη που κυριαρχούν στη Μακεδονία εφαρμόζουν ληστρική οικονομική πολιτική που απομυζεί τους εργαζόμενους, λυσσώδη τρομοκρατία και εθνική καταπίεση… Τα κυρίαρχα έθνη των τριών ιμπεριαλιστικών κρατών που διαμέλισαν την Μακεδονία, αιτιολογούν την εθνική καταπίεση με την άρνηση των εθνικών ιδιαιτεροτήτων του μακεδονικού λαού, με την άρνηση της ύπαρξης μακεδονικού έθνους. Ο ελληνικός σωβινισμός δηλώνει ότι ο γηγενής σλαβικός πληθυσμός στο μέρος της Μακεδονίας που εξουσιάζει, αποτελείται από εκσλαβισμένους στους παρελθόντες αιώνες Έλληνες, οι οποίοι πρέπει με τη βία «να επιστρέψουν» στην ελληνική κουλτούρα, απαγορεύοντάς τους να μιλούν και να μαθαίνουν τη μητρική τους γλώσσα. Οι μεγαλοσέρβοι σωβινιστές, επικαλούμενοι την ύπαρξη σερβικών προσμείξεων στη γλώσσα του ντόπιου μακεδονικού πληθυσμού, δηλώνουν τον πληθυσμό αυτόν ως μία από τις «φυλές» του ενιαίου γιουγκοσλαβικού έθνους και τον εκσερβίζουν με τη βία. Τέλος, ο βουλγαρικός σωβινισμός, εκμεταλλευόμενος τη συγγένεια της μακεδονικής γλώσσας με τη βουλγαρική, τους δηλώνει ως Βούλγαρους και μ' αυτό δικαιολογεί το κατοχικό καθεστώς στην περιφέρεια του Πετριτσίου και τη ληστρική του πολιτική σε σχέση με ολόκληρη την Μακεδονία. Διεξάγοντας αγώνα εναντίον του διαμελισμού και της υποδούλωσης του μακεδονικού λαού, εναντίον κάθε είδους εθνικής, πολιτιστικής, κοινωνικής και οικονομικής καταπίεσης, η ΕΜΕΟ (Ενωμένη) πρέπει να ξεσκεπάσει το αληθινό νόημα όλων των σοφισμάτων που αρνούνται στους Μακεδόνες τον χαρακτήρα του έθνους και να μην επιτρέπει τη διείσδυσή τους στο περιβάλλον της… Η ΕΜΕΟ (Ενωμένη) πρέπει να οργανώνει και καθημερινά να διεξάγει αγώνα εναντίον όλων των ειδών της εθνικής καταπίεσης, εναντίον κάθε έκτακτων νόμων, για το δικαίωμα της μητρικής γλώσσας σε όλα τα κρατικά και δημόσια ιδρύματα, για την ελευθερία των σχολείων, εκδόσεων, κλπ. στη μητρική γλώσσα… Σ' αυτόν τον αγώνα κεντρικό σύνθημα της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) πρέπει να είναι το σύνθημα για το δικαίωμα του έθνους για αυτοδιάθεση, μέχρι την απόσχιση και την κατάκτηση της ανεξάρτητης, ενιαίας μακεδονικής δημοκρατίας των εργαζομένων…».
Είναι σαφής η διαφοροποίηση των εννοιών «μακεδονικός λαός» (όλες δηλαδή οι εθνότητες της Μακεδονίας, με την πολιτική σημασία του όρου «λαός») και «μακεδονικό έθνος», ως εθνική κατηγορία με αποκλειστική αναφορά στους Σλάβους. Καθώς οι μέχρι τότε προσπάθειες της ΚΔ να εκμεταλλευθεί το Μακεδονικό Ζήτημα -κυρίως με την επαναστατική ιδέα- δεν έφεραν τα ποθητά αποτελέσματα, η προσφυγή στην εθνική ιδέα ήταν λυσιτελέστερη.

Αποτελούσε, ωστόσο, η απόφαση αντανάκλαση των πραγματικών συνθηκών; 
Είχε δημιουργήσει η διανομή της Μακεδονίας μία αίσθηση ενότητος στους Σλάβους, την ανάγκη αποξενώσεως από την βουλγαρική, τη σερβική ή την ελληνική εθνική ιδέα;

Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι εξελίξεις στα τρία τμήματα της Μακεδονίας στάθηκαν διαφορετικές. Ο σλαβικός πληθυσμός χρησιμοποιούσε τον όρο (Σλαβο)Μακεδόνες ως γεωγραφικό όρο αλλά και ως ανώδυνο όρο, που μπορούσε να ουδετεροποιήσει τον ίσως επικίνδυνο δημόσιο αυτοχαρακτηρισμό «Βούλγαρος» στη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα ή να εκφράσει έναν τοπικισμό, την έννοια του «αυτόχθονος» σε αντιδιαστολή με τους «επήλυδες», τους Σέρβους εποίκους ή τους Έλληνες πρόσφυγες. Συνειδησιακά, η αίσθηση της διαφορετικότητος από την ελληνική ή τη σερβική ιδέα εκφραζόταν περισσότερο με μία φιλοβουλγαρική στάση, στον βαθμό που δεν μπορούσε να γίνει λόγος για άτομα με ρευστή συνείδηση.

Στην ιστοριογραφία των Σκοπίων υποστηρίζεται η άποψη ότι η απόφαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς υπήρξε η πρώτη αναγνώριση του «μακεδονικού έθνους» ως αντικειμενικής πραγματικότητος από διεθνή φορέα, γεγονός που είχε μεγάλη σημασία για τις μετέπειτα εξελίξεις. Όπως όμως προκύπτει από τα πρωτόκολλα των συνεδριάσεων, το διαφορετικό περιεχόμενο των προσχεδίων της αποφάσεως και της τελικής αποφάσεως αποδεικνύει ότι το «μακεδονικό έθνος» δε θεωρούνταν από την αρχή μία δεδομένη πραγματικότητα. Η Κομμουνιστική Διεθνής ούτε αναφέρθηκε στους πρωτεργάτες του σλαβομακεδονικού σεπαρατισμού, ούτε διευκρίνησε τα ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά των «Μακεδόνων», που τους διαφοροποιούσαν από τους Σέρβους, τους Έλληνες και τους Βουλγάρους. Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι ίδιοι οι Βαλκάνιοι Κομμουνιστές, στο προσχέδιο και στο σχέδιο αποφάσεως για την ΕΜΕΟ (Eνωμένη), αδυνατούσαν να συλλάβουν την έννοια της «εθνικότητος των Μακεδόνων» ως ιδιαίτερο «σλαβομακεδονικό έθνος». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν μία πολιτική απόφαση της ΚΔ, που επιβλήθηκε στα Βαλκανικά Κομμουνιστικά Κόμματα. Με την απόφαση αυτή, αμφισβητούνταν στη Βουλγαρία και στην ΕΜΕΟ του Μιχαήλωφ το δικαίωμα να διεκδικούν την απελευθέρωση των «Μακεδόνων» ως αλύτρωτων Βουλγάρων. Ταυτόχρονα, αίρονταν οι διαφωνίες μεταξύ των Βουλγάρων και των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών για την εθνική ταυτότητα των «Μακεδόνων».Τώρα τα Βαλκανικά Κομμουνιστικά Κόμματα καλούνταν να μεταλλάξουν τον γεωγραφικό όρο «Μακεδόνες» σε εθνικό όρο, αναφερόμενο αποκλειστικά στους Σλάβους. Στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονταν μετά την άνοδο του Ναζισμού, μία ισχυρή Γιουγκοσλαβία θα έπρεπε να αποτελέσει ανάχωμα στην επέκταση του Χίτλερ στα Βαλκάνια. Με την αναγνώριση της εθνικής ιδιαιτερότητος των «Μακεδόνων» και την αμφισβήτηση των βουλγαρικών και των σερβικών διεκδικήσεων, το Μακεδονικό Ζήτημα θα μπορούσε να λυθεί εντός μιας νέας Γιουγκοσλαβίας σε ομόσπονδη βάση. Δεν ήταν τυχαίο, επίσης, ότι στη συνεδρίαση της BLS, στις 5 Ιανουαρίου του 1934, ταυτόχρονα με την προετοιμασία της αποφάσεως για την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους» αποφασίσθηκε και η ίδρυση Κροατικού και Σλοβενικού Κομμουνιστικού Κόμματος εντός του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας.

Ωστόσο, υπάρχει και η ανθρωπολογική πλευρά του ζητήματος.

Ανεξάρτητα από τους πολιτικούς στόχους της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ποιά απήχηση θα μπορούσε να έχει η θέση για την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους» στους απλούς χωρικούς του ευρυτέρου μακεδονικού χώρου;
Ήταν τελικά μία επιβεβλημένη, αλλότρια ταυτότητα;

Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο όρος «Μακεδών» χρησιμοποιούνταν από τους ........
....Σλάβους ως γεωγραφικός, τοπικιστικός όρος, ενώ τα σλαβικά ιδιώματα που μιλούσαν οι χωρικοί τα χαρακτήριζαν ως «μακεδονικά». Από την άποψη αυτή, δεν ετίθετο ζήτημα ονομασίας. Εύκολα ο γεωγραφικός όρος «Μακεδών» θα μπορούσε να προσλάβει εθνική διάσταση στη συνείδηση των χωρικών, εάν υπήρχαν πολιτικές δυνάμεις να προωθήσουν αυτή τη μετάλλαξη και αν το απαιτούσαν οι πολιτικές συνθήκες, όπως συνέβη στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν πρέπει να αγνοείται το γεγονός ότι ο αγροτικός σλαβικός πληθυσμός στη σερβική Μακεδονία υπήρξε το θύμα ενός σερβοβουλγαρικού ανταγωνισμού αλλά και ενός ελληνοβουλγαρικού, αντίστοιχα, στην ελληνική Μακεδονία. Από τη μια πλευρά, εξαναγκάζονταν από την ΕΜΕΟ να προσφέρει άσυλο στους κομιτατζήδες, να δηλώνεται ως βουλγαρικός και να υιοθετεί μία βουλγαρική στάση, ενώ από την άλλη πλευρά, καταδιώκονταν από τις σερβικές στρατιωτικές οργανώσεις όταν υπέθαλπτε την ΕΜΕΟ και υφίστατο μία πολιτική εκσερβισμού. Ήταν φυσικό, λοιπόν, ο πληθυσμός αυτός να αντιμετωπίζει κρίση εθνικής συνειδήσεως. Η περιπέτεια του Πρωτοκόλλου Πολίτη-Καλφώφ στην ελληνική επικράτεια, η μετέπειτα εμμονή της Βουλγαρίας στην αναγνώριση βουλγαρικής μειονότητος από την Ελληνική Κυβέρνηση και η γενικότερη αναθεωρητική πολιτική της Σόφιας καθιστούσαν επιτακτική την ανάγκη εξελληνισμού των αλλογλώσσων και στην ελληνική Μακεδονία. Ανεξάρτητα από τις δυνητικές επιτυχίες του εκσερβισμού και του εξελληνισμού σε μακροπρόθεσμη βάση, η εναλλακτική λύση του «μακεδονικού έθνους» λειτουργούσε εξισορροπητικά στον παραδοσιακό σερβοβουλγαρικό και ελληνοβουλγαρικό ανταγωνισμό και παρείχε στον πληθυσμό ένα αίσθημα ασφαλείας. Για τις ανάγκες αυτής της «εθνογενέσεως» εύκολα θα μπορούσε να χαλκευθεί από πολιτικούς παράγοντες ένα εθνικό ιδεολόγημα, με ασαφή την διαχωριστική γραμμή μεταξύ του μύθου και των ιστορικών δεδομένων, ώστε να προσδοθεί στους Σλάβους της Μακεδονίας ένα «ένδοξο» παρελθόν.

Η μετέπειτα πολιτική της ΚΔ στο Μακεδονικό καθορίσθηκε από την ανάγκη συγκροτήσεως ενός ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου, στο πνεύμα των αποφάσεων του Ζ΄ και τελευταίου Συνεδρίου της ΚΔ, στις 25 Ιουλίου-20 Αυγούστου του 1935. Αμέσως μετά το πέρας του συνεδρίου και υπό τον αντίκτυπο της δολοφονίας του Βασιλιά της Γιουγκοσλαβίας Αλεξάνδρου Καραγιώργη, τον Οκτώβριο του 1934, δόθηκαν οδηγίες στα Βαλκανικά Κομμουνιστικά Κόμματα για τον προσεταιρισμό των «μακεδονικών μαζών» στο αντιφασιστικό μέτωπο. H συγκρότηση ενός ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου με τα «αστικά καθεστώτα» κατέστησε άσκοπη την περαιτέρω ύπαρξη της ΕΜΕΟ (Eνωμένης), ως ιδιαιτέρου πολιτικού φορέα. Το σύνθημα της «Ανεξάρτητης Μακεδονίας» εγκαταλείφθηκε προς όφελος της διεκδικήσεως στοιχειωδών εθνικών, πολιτικών και οικονομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

To Ζ΄ Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς έδωσε την δυνατότητα στα Βαλκανικά Κομμουνιστικά Κόμματα να διαμορφώσουν -κατά ένα μεγάλο μέρος- αυτόνομα την πολιτική τους. Η θέση τους, όμως, για την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους» αποτελούσε πλέον μία νέα παράμετρο, που αναγκαστικά υπολόγιζαν στη διαμόρφωση της πολιτικής τους θέσεως.

2) Tα Βαλκανικά Κομμουνιστικά Κόμματα υπό το φως της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους»

α΄) Το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα

Το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα θεωρούσε το Μακεδονικό κατά βάση ως βουλγαρικό ζήτημα και αναφερόταν σε διαμελισμένα τμήματα του βουλγαρικού λαού σε Μακεδονία, Θράκη και Δοβρουτζά. Η μόνη διαφοροποίηση του Κόμματος από την επίσημη βουλγαρική γραμμή για αυτονομία της Μακεδονίας, ήταν η θέση του ότι τα εθνικά ζητήματα των Βαλκανίων -κατά συνέπεια και το Μακεδονικό- δεν θα επιλύονταν οριστικά στα πλαίσια του υπάρχοντος καπιταλιστικού συστήματος, αλλά εντός μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας και βαλκανικής ομοσπονδίας σοβιετικού τύπου.

Μετά την αποτυχημένη εξέγερση του Σεπτεμβρίου του 1923, ηγετικά στελέχη του κόμματος, μεταξύ αυτών οι Γκεόργκυ Δημητρώφ και Βασίλ Κολάρωφ, διέφυγαν στο εξωτερικό (στη Βιέννη, το Βερολίνο και τελικά στη Μόσχα) ιδρύοντας το Εξωτερικό Γραφείο του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ενώ η πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος παρέμεινε στη Βουλγαρία. Οι Δημητρώφ, Κολάρωφ και Χρήστο Καμπακτσίεφ κατέλαβαν υψηλές θέσεις εντός της ΚΔ, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να μην εκφράζουν πάντοτε θέσεις εναρμονισμένες με τα βουλγαρικά εθνικά συμφέροντα. Ήδη η συμμετοχή του Kολάρωφ στην επεξεργασία της αποφάσεως της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς της 11ης Ιανουαρίου του 1934, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στη Βουλγαρία, σε αντίθεση με την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία, δρούσε η ΕΜΕΟ (Ενωμένη) ως ιδεολογικός και πολιτικός αντίποδας της ΕΜΕΟ του Mιχαήλωφ και του Σαντάνωφ. Η δημοσίευση της αποφάσεως της ΚΔ στην εφημερίδα Mακεδονική Υπόθεση, τον Απρίλιο του 1934, προκάλεσε σύγχυση και εσωτερική ρήξη εντός της ΕΜΕΟ (Eν.) στη Βουλγαρία. Ορισμένα μέλη της «εθνικοεπαναστατικής» πτέρυγας, όπως οι Βασίλ Χατζηκίμωφ, Αλεξάντερ Μαρτούλκωφ, Χρήστο Καλατζίεφ, αρνήθηκαν την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους». Εκτιμούσαν ότι η διάλυση της Μιχαηλωφικής ΕΜΕΟ, τον Ιούνιο του 1934, από το πολιτικο-στρατιωτικό καθεστώς της 19ης Μαΐου του 1934 είχε δημιουργήσει ευνοϊκό κλίμα για την περαιτέρω δράση της ΕΜΕΟ (Εν.), που θα μπορούσε να αντιστραφεί με τη νέα κομματική γραμμή. Το αποτέλεσμα ήταν να περιθωριοποιηθούν εντός της οργανώσεως, που ελέγχονταν πλέον απόλυτα από το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1935, η Περιφερειακή Επιτροπή της ΕΜΕΟ (Εν.) στη βουλγαρική Μακεδονία εξέδωσε διακήρυξη προς τους «αδελφούς Μακεδόνες», σε πλήρη αρμονία με την θέση της ΚΔ:

«Οι Έλληνες σωβινιστές μας ονομάζουν «σλαβόφωνους Έλληνες» και οι Σέρβοι «σωστούς Σέρβους». Γιατί; Για να δικαιολογήσουν την κυριαρχία τους και τις καταπιεστικές επιδιώξεις τους έναντι της Μακεδονίας. Με τον ίδιο τρόπο ενεργούν και οι Βούλγαροι σωβινιστές. Εκμεταλλεύονται τη συγγένεια μεταξύ Μακεδόνων και Βουλγάρων και χαρακτηρίζουν εμάς τους Μακεδόνες ως «αδιαίρετο τμήμα του βουλγαρικού έθνους». Οι Βούλγαροι ιμπεριαλιστές επιδίωκαν πάντοτε να κατακτήσουν και να υποδουλώσουν τη Μακεδονία και όχι να την απελευθερώσουν. Απόδειξη αποτελεί η υποδουλωμένη περιοχή μας. Άραγε για τέτοια ελευθερία που υπάρχει τώρα στην περιφέρεια του Πετριτσίου αγωνιστήκαμε και αγωνιζόμαστε;… Πρέπει να δηλώσουμε για να ακούσουν όλοι ότι δεν είμαστε ούτε Σέρβοι, ούτε Έλληνες, ούτε Βούλγαροι. Είμαστε Μακεδόνες, ξεχωριστό μακεδονικό έθνος. Μόνο έτσι θα υπερασπιστούμε καλύτερα την ανεξαρτησία του κινήματός μας και το δικαίωμα για ανεξάρτητο μακεδονικό κράτος…».
Η διακήρυξη αυτή προκάλεσε την αντίδραση των βουλγαρικών αρχών. Στις 15 Αυγούστου του 1935 άρχισε ένα κύμα συλλήψεων μελών της ΕΜΕΟ (Εν.), τόσο στη Σόφια όσο και στην περιφέρεια του Πετριτσίου, που ουσιαστικά ισοδυναμούσε με την πλήρη εξάρθρωση της οργανώσεως. Η κύρια κατηγορία αφορούσε την θέση της ΕΜΕΟ (Εν.) ότι οι Μακεδόνες δεν είναι Βούλγαροι αλλά ιδιαίτερο έθνος, όπως και τις σχέσεις της οργανώσεως με το Κομμουνιστικό Κίνημα.

Με τις συλλήψεις του 1935, ουσιαστικά η δράση της ΕΜΕΟ (Εν.) στη Βουλγαρία παρέλυσε. Τα συλληφθέντα μέλη προσήχθησαν σε δίκη, στις 8 Ιουλίου του 1936. Όλοι τους αρνήθηκαν την κατηγορία ότι η ΕΜΕΟ (Εν.) ήταν ταξική οργάνωση, παράρτημα του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος και απέδωσαν τις σχέσεις της οργανώσεως με τους Κομμουνιστές απλώς σε λόγους τακτικής. Ως Βούλγαροι αυτοπροσδιορίσθηκαν οι Ιορντάν Αναστασώφ, Χρήστο Καλατζίεφ και Αλεξάντερ Μαρτούλκωφ. Ως Μακεδόνας αυτοχαρακτηρίσθηκε ο Ασέν Καρακτσίεφ, υποστηρίζοντας το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως της περιφερείας του Πετριτσίου μέχρι και την απόσχισή της από την Βουλγαρία. Στις 21 Ιουλίου του 1936 εκδόθηκε η απόφαση του δικαστηρίου. Οι Δημήταρ Βλάχωφ και Βλαδιμήρ Ποπτόμωφ καταδικάσθηκαν ερήμην σε 12 έτη και 6 μήνες φυλάκιση. Αθωώθηκαν οι Ιορντάν Αναστασώφ και Μιχαήλ Σαρλατζίεφ. Οι υπόλοιποι, με επικεφαλής τον Aσέν Καρακτσίεφ, καταδικάσθηκαν σε φυλάκιση 5 ετών και πρόστιμο 50.000 λέβα. Η δίκη αλλά και οι γενικότερες διεθνείς εξελίξεις επισφράγισαν ουσιαστικά και τον πολιτικό θάνατο της ΕΜΕΟ (Εν.) στη Βουλγαρία. Την πρωτοβουλία στον προπαγανδισμό των νέων θέσεων στο Μακεδονικό Ζήτημα ανέλαβε πλέον το ΒΚΚ.

Μία επιγραμματική θεωρητική εισαγωγή στην «ιστορική» θεμελίωση της σλαβομακεδονικής ταυτότητος επιχειρήθηκε από τις στήλες της εφημερίδος «Mακεδονικά Νέα», που εξέδιδε κατά τα έτη 1935-1936 ο Άγκελ Ντίνεφ για τις μακεδονικές αδελφότητες και εξέφραζε αρχικά την γραμμή της ΕΜΕΟ (Εν.) για «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία», ως ισότιμο μέλος μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Στο πνεύμα της αποφάσεως της ΚΔ, ο Ντίνεφ προσπάθησε να αντιδιαστείλει την ειδική έννοια «μακεδονικό έθνος» από την γενική έννοια «μακεδονικός λαός»:
«…Το μακεδονικό έθνος δημιουργήθηκε σε μια μακρά ιστορική διαδικασία και διαμορφώθηκε ολοκληρωτικά ακόμα από τον προηγούμενο αιώνα. Η ανθρωπολογική του σύσταση αποτελείται από τη συγχώνευση σε ένα σύνολο των Αρχαίων Μακεδόνων και των μετέπειτα Σλάβων στη Μακεδονία… Το μακεδονικό έθνος υπάρχει, διότι ο σλαβομακεδονικός του πληθυσμός έχει κοινή γλώσσα, τα ίδια και αυτά έθιμα, ιστορική ενότητα… ενιαίο μακεδονικό χώρο και ενιαία οικονομία. Υπάρχει και μακεδονικός λαός, αποτελούμενος από τους Σλαβομακεδόνες μαζί με όλες τις εθνότητες στη Μακεδονία. Και δεν είναι η πρώτη φορά που ανακινείται το ζήτημα αυτό. Ακόμα κατά τον 19ο αιώνα, όταν άρχισε η μακεδονική μας αναγέννηση, οι Μακεδόνες διαφωτιστές της νέας εποχής, ο Θεοδόσιος των Σκοπίων, «οι Λαζαριστές» , οι αγωνιστές για την επικράτηση της δυτικής διαλέκτου (της μακεδονικής) και άλλοι, υπήρξαν φορείς καθαρής μακεδονικής συνείδησης και, όπως ο Βούλγαρος πατήρ Παΐσιος, δίδαξαν τους συμπατριώτες τους να μην ντρέπονται να ονομάζονται Μακεδόνες. Ακριβώς αυτοί οι αγωνιστές για αυτοκέφαλη μακεδονική εκκλησία και οι δημιουργοί της αυθύπαρκτης μακεδονικής κουλτούρας, αυτοί οι άξιοι συνεχιστές των πρώτων Μακεδόνων δασκάλων, των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, είναι οι πρώτοι μας άνθρωποι που απέδειξαν την ύπαρξη ιδιαίτερης μακεδονικής εθνικότητας. «Τα Μακεδονικά Νέα» μονάχα ακολουθούν το ιερό τους έργο, που καταπνίγηκε από τις ξένες προπαγάνδες στη Μακεδονία. Γνωρίζουμε για τη ζημιά αυτής της προπαγάνδας - στο παρελθόν διαμέλισαν τον μακεδονικό πληθυσμό σε Γραικομάνους, Σερβομάνους και Βούλγαρους, για να γίνει ευκολότερη η διανομή και η υποδούλωση της μακεδονικής πατρίδας.


Σχετικά με το ζήτημα της εθνικότητας των Μακεδόνων, δεν αμφιβάλλουμε ότι θα συναντήσουμε αντίσταση και από πολλούς κατά τα άλλα φίλους μας… Δεν αυταπατώμεθα ότι θα είναι εύκολο να αφυπνίσουμε την εθνική συνείδηση των Μακεδόνων στη Βουλγαρία, όπου η αφομοίωσή μας προχώρησε πάρα πολύ. Όμως θα εργαστούμε χωρίς κόπο προς την κατεύθυνση αυτή, διότι είμαστε πεπεισμένοι Μακεδόνες και γνωρίζουμε ότι μονάχα η μακεδονική συνείδηση και το αυτοαίσθημα θα βοηθήσει να ξεπεραστούν κατά τον καλύτερο τρόπο όλες οι αμφιταλαντεύσεις σε ολόκληρο το μακεδονικό κίνημα στο δρόμο προς την ελευθερία και ανεξαρτησία». 
Πρόκειται για μία υπεραπλουστευμένη, μηχανιστική εφαρμογή του σταλινικού μοντέλου για το έθνος. Η διαμόρφωση σλαβομακεδονικής εθνικής συνειδήσεως ανάγεται στον.....
.... ΙΘ΄ αιώνα και ως κύριοι εκφραστές της αναγορεύονται αυτοί που αγωνίζονταν για την κωδικοποίηση μιας πολυδιαλεκτικής νεοβουλγαρικής γλώσσης και αυτοχαρακτηρίζονταν ως Βούλγαροι. Αλλά οι δυσκολίες που είχε το εγχείρημα της «μακεδονοποιήσεως» στον Μεσοπόλεμο, δεν πρέπει να αγνοούνται. Η εφημερίδα δεν μπόρεσε να αρχίσει σοβαρά την αποστολή της, διότι σύντομα διατάχθηκε από τις βουλγαρικές αρχές το κλείσιμό της.

Με την υποκίνηση του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος ιδρύθηκε το 1938 ένας «Μακεδονικός Λογοτεχνικός Κύκλος», με βασικά μέλη τους ποιητές Nικόλα Βαπτσάρωφ, Αντών Ποπώφ, Μιχαήλ Σματρακάλεφ, Κόλε Νεντελκόφσκυ, Βένκο Μαρκόφσκυ και Γκεόργκυ Αμπατζίεφ. Σκοπός του κύκλου, σύμφωνα με την εισήγηση του Βαπτσάρωφ, ήταν η ανάπτυξη μίας «μακεδονικής» λογοτεχνίας με την μελέτη των γλωσσικών ιδιωμάτων, του φολκλόρ, των εθίμων και την καλλιέργεια ενός επαναστατικού ρομαντισμού για το παρελθόν του «μακεδονικού» εθνικοεπαναστατικού κινήματος (Ίλιντεν), ως συστατικού στοιχείου του έντεχνου ρεαλισμού. Σύμφωνα με το καταστατικό του, ο κύκλος απείχε από κάθε πολιτική δραστηριότητα, αλλά μπορούσε να εκφράζει πολιτική ιδεολογία. Η ενασχόληση, ωστόσο, με τον σλαβομακεδονισμό ήταν περισσότερο μια ερωτοτροπία. Η γλώσσα των ποιημάτων υπήρξε κατά κανόνα η λόγια βουλγαρική και μόνον οι Βένκο Μαρκόφσκυ και Κόλε Νεντελκόφσκυ κατέβαλαν κάποια προσπάθεια να γράψουν ποίηση σε σλαβομακεδονικά ιδιώματα. Ο Νεντελκόφσκυ αποκατέστησε τις επαφές με τη χήρα και τον γιο του Mισίρκωφ, αντέγραψε ορισμένα δημοσιεύματα του πατέρα του σλαβομακεδονικού σεπαρατισμού, όπως το έργο «Περί των Μακεδονικών Υποθέσεων» και τα απέστειλε σε συναδέλφους του στη σερβική Μακεδονία. Κατά το πνεύμα της κομματικής γραμμής, το ζήτημα της υπάρξεως ή όχι «μακεδονικού έθνους» αντιμετωπίσθηκε ως πολιτικό ζήτημα. Για το θέμα αυτό, ο Aντών Ποπώφ κατέγραψε το 1939 τα εξής:

Αλλά ο συγκεκριμένος λογοτεχνικός κύκλος διαλύθηκε τον Μάιο του 1941, αμέσως μετά την είσοδο του βουλγαρικού στρατού στη σερβική Μακεδονία, όταν ίσως θα έπρεπε να τονίσει περισσότερο τον σλαβομακεδονισμό. Εγκαταλείφθηκε έτσι κάθε προσπάθεια για μία σλαβομακεδονική αφύπνιση. Οι Βαπτσάρωφ και Ποπώφ εκτελέστηκαν το 1942 ως Κομμουνιστές από τους Γερμανούς, για αντιστασιακή δράση. 
«Yπάρχει μακεδονικό έθνος; Ποιά είναι τα στοιχεία του και τα χαρακτηριστικά του; Πού πρέπει να αναζητήσουμε την αρχή του και τη γένεσή του; Στα ζητήματα αυτά έχουμε στρέψει την προσοχή μας τα τελευταία χρόνια. Αυτά είναι αντικείμενο διενέξεων σε διάφορους μακεδονικούς κύκλους. Και ανάλογα με το ταξικό και ιδεολογικό στρατόπεδο των αντιπάλων, στα ζητήματα αυτά δίνονται διάφορες απαντήσεις… Τον τελευταίο καιρό, με την όξυνση των ιμπεριαλιστικών αντιφάσεων μεταξύ των βαλκανικών κρατών γενικά, με τη συγκρότηση του ιμπεριαλιστικού μετώπου και στη Μακεδονία, η προπαγάνδα στον μακεδονικό πληθυσμό και τη μακεδονική προσφυγιά έχει ενισχυθεί αισθητά. Η Μακεδονία πάλι έχει γίνει αντικείμενο λογαριασμών για διαμελισμό και αναδιανομή… Στις περιστάσεις αυτές για τη Μακεδονία και το Μακεδονικό Ζήτημα, η αποδοχή ή η άρνηση της ιδέας του μακεδονικού έθνους χαρακτηρίζεται ως λυδία λίθος για τη Μακεδονία και τον προσανατολισμό της, για τον πολιτικό δρόμο που πρέπει να ακολουθηθεί, για τον λόγο ότι το ζήτημα αυτό σήμερα μπορεί να τεθεί μονάχα στη βάση του συνθήματος για ελεύθερη και ανεξάρτητη Μακεδονία. Οι μαύροι πράκτορες του βουλγαρικού και ιταλικού ιμπεριαλισμού καταλογίζουν αυτές τις διακηρύξεις ως σερβικό έργο… Ποτέ δεν ήταν κοντά στο μακεδονικό λαό, στις μακεδονικές λαϊκές μάζες, για να μπορέσουν να συλλάβουν τις αλλαγές που συνέβησαν στην κοσμοθεωρία και τον προσανατολισμό αυτών των μαζών… Ονειρεύονται τη «Μεγάλη Βουλγαρία», «την ένωση της βουλγαρικής φυλής», «τον ζωτικό χώρο» κλπ. Όμως για ελεύθερη Μακεδονία ούτε που θέλουν να σκέφτονται, για μακεδονικό έθνος θέλουν λιγότερο να ακούν…».

Στη Βουλγαρία δεν υπήρχε πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια του σλαβομακεδονισμού. Πέρα από την αντίδραση των βουλγαρικών κρατικών αρχών, αρνητική ήταν και η στάση ακαδημαϊκών κύκλων, που αποκαλούσαν το «μακεδονικό» έθνος επινόηση του εργαστηρίου του ΒΚΚ και με ειρωνική διάθεση εύχονταν να ζούσε ο ιδρυτής του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, Δημήταρ Μπλαγκόεφ, καταγόμενος από την Βασιλειάδα της Καστοριάς, για να πληροφορηθεί την εθνικότητά του! Αλλά και το ίδιο το ΒΚΚ απέφυγε μία άμεση σύγκρουση με τις βουλγαρικές αρχές, περιοριζόμενο περισσότερο σε θεωρητικές διακηρύξεις και εφαρμόζοντας ευέλικτη πολιτική.

β΄) Tο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος

Η περιπέτεια στην οποία είχε εμπλακεί το 1924 το ΚΚΕ με την αποδοχή της αποφάσεως του Ε΄ Συνεδρίου της ΚΔ -ύστερα από έντονη πίεση- για «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία», είχε ως αποτέλεσμα στο μέλλον να εμφανίζεται περισσότερο προσεκτικό αναφορικά με το Μακεδονικό Ζήτημα. Ο κύριος λόγος για τον οποίο τελικά το ΚΚΕ, μετά από εσωτερική διάσπαση, υιοθέτησε την απόφαση του Ε΄ Συνεδρίου της ΚΔ στο Τρίτο Έκτακτο Συνέδριο (Δεκέμβριος 1924), ήταν η προώθηση της συνεργασίας της ΕΜΕΟ (Εν.) και του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος εν όψει της επικείμενης εξεγέρσεως στη Βουλγαρία. Αποδείχθηκε τελικά ότι επρόκειτο για έναν επαναστατικό τυχοδιωκτισμό. Αν και θεωρητικά ίσχυε το σύνθημα για «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία», σε πολιτικό επίπεδο το ΚΚΕ δεν ήταν δραστήριο. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά το 1925 δίσταζε να ιδρύσει ομάδες της ΕΜΕΟ (Εν.) στην ελληνική Μακεδονία, επισύροντας τα επικριτικά σχόλια της ΚΔ. Όταν ο Ζαχαριάδης ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος και επισκέφθηκε, το φθινόπωρο του 1931, τη Μόσχα με μία κομματική αντιπροσωπεία, υπέστη κριτική για την στάση του ΚΚΕ στο Μακεδονικό. Έτσι, μετά από δύο συνδιασκέψεις, στις οποίες παρεβρέθηκε το μέλος του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ Στυλιανός Σκλάβαινας (η πρώτη πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 1932, με τη συμμετοχή όχι μονάχα Σλαβοφώνων αλλά και Εβραίων, Μουσουλμάνων και Βλάχων και η δεύτερη την ίδια χρονιά στη Βέροια, με τη συμμετοχή μόνο Σλαβοφώνων), συνήλθε η Ιδρυτική Συνδιάσκεψη της ΕΜΕΟ (Εν.), τον Μάρτιο του 1933, στην Έδεσσα και εξέλεξε έναν ηγετικό πυρήνα με επικεφαλής τον Ανδρέα Τσίπα από τον Άγιο Παντελεήμονα της Φλωρίνης, μέλος του ΚΚΕ.

Τον Σεπτέμβριο του 1934, άρχισαν να δημοσιεύονται και οι πρώτες δηλώσεις ομάδων της ΕΜΕΟ (Εν.) στον Ριζοσπάστη σχετικά με την μη βουλγαρική, σερβική και ελληνική ταυτότητα των Σλαβομακεδόνων και την σημασία της ΕΜΕΟ (Εν.). Ηγετικά στελέχη της ΕΜΕΟ (Εν.) υπήρξαν οι Σλαβομακεδόνες, μέλη του ΚΚΕ, Ανδρέας Τσίπας, Γεώργιος Τουρούντζας, Λάζαρος Τερπόφσκυ κ.ά. Η ΕΜΕΟ (Εν.) δεν μπόρεσε, φυσικά, να καταστεί μαζική οργάνωση στο βραχύ χρονικό διάστημα 1934-1936. Κατά τον Τσίπα, η οργάνωση αριθμούσε 893 μέλη, ενώ κατά τον Βλάχωφ 700, αριθμοί που ίσως φαίνονται υπερβολικοί. Ωστόσο, το ΚΚΕ επιδόθηκε με ζήλο στον προπαγανδισμό της θέσεως για την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους». Την 1η Φεβρουαρίου του 1935, η Κομμουνιστική Επιθεώρηση δημοσίευσε σε ελληνική μετάφραση το άρθρο του Βασίλ Ιβανόφσκυ «η Μακεδονική εθνότητα». Ο Ιβανόφσκυ ήταν δημοσιογράφος, Πολιτικός Γραμματέας της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) στη Βουλγαρία, αλλά, έχοντας σπουδάσει στη Μόσχα, διέθετε μια θεωρητική μαρξιστική κατάρτιση και για τον λόγο αυτόν προσπάθησε να θεμελιώσει ιστορικά το «μακεδονικό έθνος». Σκιαγράφησε έναν ιστορικά υπαρκτό λαό, προελθόντα από την ανάμιξη των αρχαίων (μη Ελλήνων) Μακεδόνων με τους Σλάβους, που δημιούργησε κράτος στην εποχή του Σαμουήλ (Ι΄-ΙΑ΄ αιώνας) και, στην προσπάθειά του τον ΙΘ΄ αιώνα να επιτύχει την εθνική του αποκατάσταση, έπεσε θύμα της αφομοιωτικής πολιτικής των Ελλήνων, των Σέρβων και των Βουλγάρων. Καθώς στο «μακεδονικό έθνος» προσδόθηκαν ιστορικές καταβολές, ο όρος «Μακεδόνες» απέκτησε υπόσταση και υπερίσχυσε του όρου «Σλαβομακεδόνες» στα δημοσιεύματα.

Μετά το αποτυχημένο βενιζελικό πραξικόπημα της 1ης Μαρτίου του 1935, το ΚΚΕ αντικατέστησε το σύνθημα «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία» με το σύνθημα «πλέρια ισοτιμία στις μειονότητες». Η μεταβολή αυτή δικαιολογήθηκε με την αλλαγή της εθνολογικής συνθέσεως στην ελληνική Μακεδονία, «σε στενή σύνδεση των συνθηκών, μέσα στις οποίες αναπτύσσεται σήμερα το επαναστατικό κίνημα γενικά στα Βαλκάνια και ειδικότερα στη χώρα μας, με βασικό καθήκον την αντιφασιστική και αντιπολεμική πάλη». Ως κατακλείδα, επισημάνθηκε «ότι η αλλαγή του συνθήματος κάθε άλλο παρά αδυνάτισμα της δουλειάς μας στη Μακεδονία και ανάμεσα στις εθνικές μειονότητες σημαίνει. Αντίθετα, επιβάλλεται να δυναμώσουν οι προσπάθειές μας για την εξασφάλιση στις μειονότητες πλέριων δικαιωμάτων. Το Κόμμα δεν παύει να διακηρύττει πως τελικά και οριστικά το Μακεδονικό Ζήτημα θα λυθεί αδελφικά μετά τη νίκη της Σοβιετικής εξουσίας στα Βαλκάνια, που θα σκίσει τις άτιμες συνθήκες της ανταλλαγής των πληθυσμών και θα πάρει όλα τα πραχτικά μέτρα, ώστε να εξαλειφθούν οι ιμπεριαλιστικές τους αδικίες. Μόνο έτσι ο Μακεδονικός Λαός θα βρει την πλέρια εθνική του αποκατάσταση».

Το ΚΚΕ στο Ζ΄ Συνέδριό του, τον Δεκέμβριο του 1935, επισημοποίησε την εγκατάλειψη της θέσεως για «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία» και υιοθέτησε την γραμμή για «πλέρια ισοτιμία στις μειονότητες». Η τακτική του κινήθηκε στο πλαίσιο της συγκροτήσεως ενός παλλαϊκού αντιφασιστικού μετώπου. Πάντοτε, όμως, προπαγάνδιζε τη θέση για την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους», προσπαθώντας ταυτόχρονα να εντάξει στις γραμμές του ως μέλη άτομα από τον χώρο των Σλαβομακεδόνων, ιδιαίτερα από τη νέα γενιά, που είχε φοιτήσει σε ελληνικά σχολεία ή ακόμα και σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.

Η προπαγανδιστική δραστηριότητα του ΚΚΕ είχε ως αποτέλεσμα να συγκροτηθεί ένας πυρήνας Σλαβομακεδόνων στελεχών, όπως οι Λάζαρος Τερπόφσκυ, Ανδρέας Τσίπας, Πασχάλης Μητρόπουλος, Μιχάλης Κεραμιτζής, Ηλίας Τουρούντζας, Γιώργος Τουρούντζας και άλλοι. Παρόλο που δεν είχαν αποκοπεί εντελώς από τις φιλοβουλγαρικές τους ρίζες, ωστόσο παρουσίαζαν το Μακεδονικό ως μη βουλγαρικό ζήτημα και συνδύαζαν τη λύση του με την «Σοσιαλιστική Επανάσταση».

γ΄) Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας 

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας, παράνομο από το 1921, δεν ασχολήθηκε αρχικά με το εθνικό ζήτημα. Σύμφωνα με την επίσημη ιδεολογία, οι Σέρβοι, οι Κροάτες και οι Σλοβένοι χαρακτηρίσθηκαν ως τρεις φυλές του ιδίου έθνους, ενώ ως προϋπόθεση για την λύση των εθνικών ζητημάτων θεωρήθηκε η Σοσιαλιστική Επανάσταση. Όταν κατά τα έτη 1923-1924 η Κομμουνιστική Διεθνής προωθούσε μία κομμουνιστική επανάσταση στη Βουλγαρία και την αποσταθεροποίηση της Βαλκανικής, τότε οι Γιουγκοσλάβοι Κομμουνιστές, υπό την πίεση της Μόσχας, άρχισαν να προσδίδουν σημασία στο εθνικό ζήτημα. Το πρόβλημα, κατά την Κομμουνιστική Διεθνή, δεν ήταν η παραπομπή της επιλύσεως των εθνικών ζητημάτων στην Κομμουνιστική Επανάσταση, αλλά η εκμετάλλευση των εθνικών ζητημάτων προς όφελος της εξαπλώσεως του Κομμουνισμού. Στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας διαμορφώθηκαν δύο πτέρυγες: μία «δεξιά» πτέρυγα, με επικεφαλής τον Σέρβο Σίμα Μάρκοβιτς και μία «αριστερή», με επικεφαλής κυρίως Κροάτες. Ο Mάρκοβιτς δημοσίευσε το 1923 το φυλλάδιό του με τίτλο «Το εθνικό ζήτημα υπό το φως του Μαρξισμού», στο οποίο, ξεκινώντας από τον σταλινικό ορισμό για το έθνος, υποστήριξε ότι οι Κροάτες και οι Σλοβένοι έχουν το ίδιο δικαίωμα με τους Σέρβους να ζητούν αυτονομία. Το εθνικό ζήτημα της Γιουγκοσλαβίας ήταν στην ουσία, κατά τον Mάρκοβιτς, συνταγματικό ζήτημα και η διευθέτησή του έπρεπε να αναζητηθεί στην υιοθέτηση ενός ομοσπονδιακού συντάγματος. Η άλλη πτέρυγα τόνιζε το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως, χωρίς όμως αυτή να ερμηνεύεται αναγκαστικά ως απόσχιση. Το Ε΄ Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Ιούνιος - Ιούλιος 1924) έλαβε απόφαση για την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, ως δημιουργήματος του ιμπεριαλισμού, κάνοντας λόγο για απόσχιση της Κροατίας, της Σλοβενίας αλλά και για ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία. Ωστόσο, το ΚΚΓ δεν υιοθέτησε αμέσως τη γραμμή της ΚΔ. Στις αρχές του 1925, στις συζητήσεις των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών παρενέβη και ο ίδιος ο Στάλιν, που πρότεινε την ακόλουθη λύση: όσο η Γιουγκοσλαβία θα παρέμενε καπιταλιστικό κράτος, το κόμμα θα υποστήριζε και το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως των λαών μέχρι την απόσχιση, αλλά σε περίπτωση επικρατήσεως της σοβιετικής εξουσίας, θα εφάρμοζε το σοβιετικό πρότυπο, ένα δηλαδή ομοσπονδιακό σύστημα. Η απόσχιση, κατά τον Στάλιν, δεν ήταν πάντοτε καθήκον των Κομμουνιστών.

Σχετικά με το Μακεδονικό, το ΚΚΓ το θεωρούσε αρχικά διαβαλκανικό ζήτημα (και όχι βουλγαρικό), διαχωρίζοντάς το από το γενικότερο εθνικό ζήτημα της Γιουγκοσλαβίας. Είχε πάντοτε να αντιμετωπίσει τις επεμβάσεις των Βουλγάρων Κομμουνιστών στα εσωτερικά του ζητήματα και ιδίως την επιδίωξή τους να εντάξουν την σερβική Μακεδονία στη δική τους ζώνη ευθύνης. Λόγω του έντονου σερβοβουλγαρικού ανταγωνισμού στη σερβική Μακεδονία, το ΚΚΓ απέφευγε να χαρακτηρίζει τον σλαβικό πληθυσμό της περιοχής βουλγαρικό ή σερβικό, κάνοντας απλώς λόγο για «Μακεδόνες» και «μακεδονικό πληθυσμό». Το ΚΚΓ βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Από τη μια πλευρά καταδίκαζε την πολιτική του μεγαλοσερβικού ηγεμονισμού στη σερβική Μακεδονία, ενώ από την άλλη πλευρά χαρακτήριζε την ΕΜΕΟ ως τρομοκρατική, βουλγαρική-σοβινιστική οργάνωση και όχι ως εθνικοαπελευθερωτική. Το 1924 ο Κώστα Νοβάκοβιτς εξέδωσε το φυλλάδιο «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες - η γη στους αγρότες», με το οποίο αναγνώριζε στους Μακεδόνες το δικαίωμα να αυτοπροσδιορισθούν. Οι αρχές του Βελιγραδίου απήντησαν με κύμα διώξεων κατά μελών του ΚΚΓ και του ιδίου του Νοβάκοβιτς.
Την απόφαση για την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την ίδρυση ανεξαρτήτων δημοκρατιών έλαβε το ΚΚΓ το 1928 στη Δρέσδη, στο αποκορύφωμα της σερβοκροατικής διενέξεως, αφού πρώτα εξοβελίστηκε ο Mάρκοβιτς και κάμφθηκε η σερβική αντίσταση. Από το 1935 και εξής, υπό το φως των αποφάσεων του Ζ΄ Συνεδρίου της ΚΔ για την δημιουργία ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου, το ΚΚΓ άρχισε να προσανατολίζεται προς την λύση της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας. Στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την άνοδο του Ναζισμού στη Γερμανία, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας θα ωφελούσε τη ναζιστική Γερμανία. Έτσι, το ΚΚΓ αναγνώρισε το 1934, με βάση την απόφαση της ΚΔ, την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους», στο οποίο διέβλεπε την δυνατότητα καταπολέμησης των βουλγαρικών διεκδικήσεων. Στην Πέμπτη Συνδιάσκεψη του ΚΚΓ, που συνήλθε τον Δεκέμβριο του 1934 στη Λουμπλιάνα, αποφασίσθηκε η ίδρυση «Κομμουνιστικού Κόμματος της Κροατίας, Κομμουνιστικού Κόμματος της Σλοβενίας και στο εγγύτατο μέλλον Κομμουνιστικού Κόμματος Μακεδονίας». Επρόκειτο ουσιαστικά για υλοποίηση της σχετικής αποφάσεως της BLS, του Ιανουαρίου του 1934. Το 1937 ιδρύθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα Κροατίας και Σλοβενίας, αλλά δεν κατέστη δυνατή η ίδρυση Κομμουνιστικού Κόμματος «Μακεδονίας», λόγω αδυναμίας εξεύρεσης στελεχών.
Στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία είχαν συγκροτηθεί ομάδες της ΕΜΕΟ (Εν.). Δεν είχαν, ωστόσο, καμία πολιτική επιρροή. οι σχέσεις τους με το ΚΚΓ υπήρξαν προβληματικές και το 1928 εξαρθρώθηκαν πλήρως από τις γιουγκοσλαβικές αρχές. Μετά το Ε΄ Συνέδριο της ΚΔ, στις οδηγίες που έδωσε ο Ποπτόμωφ προς το ΚΚΓ τόνισε, μεταξύ άλλων, την ανάγκη να ανασυσταθεί η ΕΜΕΟ (Εν.), να εκδοθεί στη σερβική Μακεδονία μία εφημερίδα στη «μακεδονική γλώσσα», να ιδρυθεί μία φοιτητική ομάδα της ΕΜΕΟ (Εν.) στο Βελιγράδι και το Ζάγκρεμπ. Πρότεινε επίσης να αποκατασταθούν τακτικές επαφές με την Θεσσαλονίκη, που προορίζονταν για συντονιστικό κέντρο της ΕΜΕΟ (Εν.) και να διανεμηθεί στη σερβική Μακεδονία ένα εκλαϊκευμένο φυλλάδιο για το Μακεδονικό Ζήτημα και τα καθήκοντα της VMRO (Εν.).

Μετά όμως την απόφαση της ΚΔ για διάλυση της ΕΜΕΟ (Εν.), εγκαταλείφθηκε κάθε προσπάθεια ανασύστασης της οργανώσεως στη σερβική Μακεδονία. Ωστόσο, με πρωτοβουλία του ΚΚΓ συγκροτήθηκε το 1936 μία οργάνωση Σλαβομακεδόνων φοιτητών (250 περίπου άτομα) των Πανεπιστημίων του Ζάγκρεμπ και του Βελιγραδίου, με την επωνυμία «MANAPO - Makedonski Naroden Pokret - Μακεδονικό Λαϊκό Κίνημα». Το πολιτικό πρόγραμμα της οργανώσεως προέβλεπε:
«1) Ο μακεδονικός λαός έχει το δικαίωμα ελεύθερου εθνικού βίου στο πλαίσιο μιας γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας, 2) το αίτημα αυτό μπορεί να υλοποιηθεί μονάχα με την ανατροπή της μοναρχοφασιστικής δικτατορίας και ηγεμονίας και της αποκατάστασης της πλέον διευρυμένης δημοκρατίας, 3) για τον λόγο αυτό, ο
μακεδονικός λαός θα αγωνιστεί με τους άλλους λαούς και τις προοδευτικές δυνάμεις στη Γιουγκοσλαβία για την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, για την ελευθερία του λόγου και του τύπου, για την κατάργηση όλων των αντιδημοκρατικών νόμων, 4) ο μακεδονικός λαός ζητά να αποκατασταθούν διπλωματικές σχέσεις και να συναφθεί σύμφωνο φιλίας με τη Σοβιετική Ένωση, 5) να απαιτηθεί η άμεση προκήρυξη ελεύθερων βουλευτικών εκλογών με μυστική ψηφοφορία».
 
Το ΜΑΝΑΡΟ παρουσιάσθηκε ως εθνική, αλλά ταυτόχρονα και ως δημοκρατική, αντιδικτατορική οργάνωση στο πλαίσιο της τακτικής του λαϊκού μετώπου. Ωστόσο, δεν μπόρεσε να βρει πολιτικούς εταίρους στη Γιουγκοσλαβία. Οι προσπάθειες της οργανώσεως να συμμαχήσει με το Αγροτικό Ρεπουμπλικανικό Κροατικό Κόμμα και την αριστερή πτέρυγα του Αγροτικού Σερβικού Κόμματος στις εκλογές του 1938, δεν καρποφόρησαν. Ο Κροάτης ηγέτης Βλάτκο Μάτσεκ, που αγωνιζόταν για την αυτονομία της Κροατίας, δεν ήθελε προφανώς να δυσαρεστήσει τους Σέρβους, συμμαχώντας με μία αντικρατική οργάνωση που προπαγάνδιζε την ύπαρξη «μακεδονικού λαού». Για τον λόγο αυτό και απέρριψε την προσφορά του ΜΑΝΑΡΟ για συμμαχία, με το επιχείρημα ότι ήταν πολύ επιβαρυμένος με τις κροατικές υποθέσεις. Το ΜΑΝΑPO περιορίσθηκε στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία και δεν συμπεριέλαβε στο πρόγραμμά του την ελληνική και τη βουλγαρική Μακεδονία.

Το ΜΑΝΑΡΟ δεν μπόρεσε να ασκήσει σημαντική πολιτική επιρροή στη Μακεδονία και το 1939 έπαψε να υπάρχει ως πολιτικός φορέας. Ωστόσο, ένα τμήμα της νέας γενιάς Σλαβομακεδόνων φοιτητών και διανοουμένων, προσκείμενων στο ΚΚΓ και πρώην μελών της ΕΜΕΟ (Eν.), αποδέχθηκαν και προπαγάνδιζαν την θέση της ΚΔ και του ΚΚΓ για την ύπαρξη μακεδονικού έθνους. Περισσότερο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ποιητή Kότσο Ράτσιν, που έγραψε το ποιητικό έργο «Beli Mugri - Ασπροχάραμα» σε σλαβομακεδονικό ιδίωμα και στα τέλη του 1939 το δημοσίευσε στο Σάμομπορ της Κροατίας. Στο ποίημά του περιγράφει τη δεινή οικονομική και κοινωνική κατάσταση των χωρικών της σερβικής Μακεδονίας και τους καλεί σε εξέγερση. Ο Ράτσιν είχε επαφές με τον «Μακεδονικό Λογοτεχνικό Κύκλο» της Σόφιας. Μετά την Σερβοκροατική Συμφωνία Τσβέτκοβιτς - Μάτσεκ του Αυγούστου του 1939, για την χορήγηση αυτονομίας στην Κροατία και τη συμμετοχή των Κροατών στην διοίκηση, άλλοτε μέλη του ΜΑΝΑΡΟ και της ΕΜΕΟ (Εν.) σε φιλολογικές συζητήσεις εντός λογοτεχνικών κύκλων έθιξαν το ζήτημα της χορηγήσεως αυτονομίας στη σερβική Μακεδονία και της αναγνωρίσεως των Σλαβομακεδόνων ως ιδιαιτέρου λαού, όπως και το θέμα της κωδικοποιήσεως μιας σλαβομακεδονικής γλώσσης. Σε έναν ενδιαφέροντα διάλογο που είχαν οι Κότσο Ράτσιν, Λιούπτσο Αρσώφ και Πάνκο Μπρασνάρωφ με τους Σέρβους Καθηγητές Πανεπιστημίου Βούλιτς και Ράντονιτς, τον Δεκέμβριο του 1939, επέμεναν στην ύπαρξη των Σλαβομακεδόνων ως ιδιαιτέρου έθνους, με καταβολές στην Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα και απαίτησαν να χορηγηθούν στη σερβική Μακεδονία όσα είχαν αποκτήσει οι Κροάτες. Οι Σέρβοι καθηγητές, που επιχειρηματολογούσαν με ιστορικά τεκμήρια και υπεραμύνονταν της πολιτικής του εκσερβισμού, ήταν απόλυτα αρνητικοί. Ο Βούλιτς υποστήριξε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
«Tί θέλετε εσείς οι Μακεδόνες; Θα θέλατε αυτονομία όπως και οι Κροάτες. Οι Κροάτες τη γλώσσα τους, που είναι η καϊκαβική και η τσακαβική (πρόκειται για διαλέκτους της σερβοκροατικής), την θυσίασαν και υιοθέτησαν γλώσσα που δεν είναι δική τους, την στοκαβική (πρόκειται για διάλεκτο της σερβοκροατικής που
ομιλείται στη Σερβία). Εσείς θα θέλατε τη μακεδονική σας γλώσσα να τη χρησιμοποιείτε ως λόγια… Όμως, ποιό θα ήταν το κέρδος; Στη Γερμανία ο Πρώσος δεν καταλαβαίνει καθόλου το Βαυαρό, όμως είναι μαζί. Οι άνθρωποι ενώνονται… Τί θα κερδίσετε με τη χρήση αυτής της γλώσσας στα σχολεία; Εδώ θα αρχίσει ένας αγώνας για την επικράτηση των διαλέκτων. Δεν βλέπω κέρδος από το όνομα Μακεδονία. Οδηγεί σε πλάνη το να ανάγετε την καταγωγή σας στον Μέγα Αλέξανδρο. Καταλαβαίνω, ζητάτε δικαιώματα, όμως ευκολότερα θα τα αποκτήσετε μαζί μας παρά μόνοι. Αν οι Κροάτες δεν είχαν κάποτε κυρίαρχο κράτος (συνέλευση, μπάνο κλπ.), δεν θα ζητούσαν αυτά που ζήτησαν. Εσείς ζητάτε κάτι που ποτέ δεν είχατε. Είστε νέοι ιδεαλιστές και υποφέρετε από πλάνες… Ποτέ δεν άκουσα Σκοπιανό να λέει ότι είναι Μακεδόνας. Εσείς μεγαλώσατε στο περιβάλλον αυτό, αποκαλείστε Μακεδόνες και θέλετε τη γλώσσα σας. Εγώ, αντίθετα, γνωρίζω πολλά άτομα από την περιοχή αυτή που λένε ότι είναι Σέρβοι…».
 
Περισσότερο κατηγορηματικός υπήρξε ο Καθηγητής Ράντονιτς:
«Δεν μπορούμε να σας αναγνωρίσουμε ως εθνική ιδιαιτερότητα. Το λέω αυτό ως πολιτικός… Είναι αλήθεια ότι χωρίς την κοιλάδα του Μοράβα και του Βαρδάρη δεν μπορούμε να υπάρξουμε. Είναι η σπονδυλική στήλη της Γιουγκοσλαβίας μας. Η ιδέα είναι το κράτος να ενώσει όλες τις δυνάμεις μας για να μπορέσουμε να κρατηθούμε. Πρέπει να βελτιωθεί η διοίκηση και όλοι πρέπει να είμαστε ισότιμοι. Η Κροατία είχε ιδιαίτερο βίο και για τον λόγο αυτό έχει το δικαίωμα της αυτονομίας. Αν παραχωρούσαμε νωρίτερα την αυτονομία, θα είχαμε σήμερα μεγαλύτερη συνοχή… Θα βελτιώσουμε τη διοίκηση και θα σας χορηγήσουμε πλήρη ισοτιμία… Δεν μπορούμε ούτε να επιτρέψουμε ούτε να αναγνωρίσουμε την εθνική ιδιαιτερότητα των Μακεδόνων, για πολιτικούς λόγους. Πρέπει να διορθώσουμε τα λάθη και εσείς πρέπει να μάθετε την κοινή λόγια γλώσσα και όλα τελείωσαν». 
Όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν ιδρύθηκε Κομμουνιστικό Κόμμα Μακεδονίας και τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας στη σερβική Μακεδονία ήταν ολιγάριθμα. Καθώς η κατάσταση στη σερβική Μακεδονία παρέμενε συγκεχυμένη, ο Δημητρώφ, μετά από συμφωνία με τον Tίτο, απέστειλε την άνοιξη του 1940 από τη Μόσχα στη σερβική Μακεδονία τον Mετόντιγια Σάτορωφ, ως Γραμματέα μιας Περιφερειακής Επιτροπής εντός του ΚΚΓ. Ο Σάτορωφ ήταν μέλος του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος και πρώην μέλος της ΕΜΕΟ ( Εν.). Τo γεγονός ότι ένα μέλος του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος ανέλαβε την αναδιοργάνωση των κομματικών βάσεων στη σερβική Μακεδονία, αποδεικνύει ότι οι Βούλγαροι Κομμουνιστές επιδίωκαν να διαδραματίσουν έναν σημαντικό ρόλο σε μία μελλοντική λύση του Μακεδονικού. Το 1940 Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΓ έγινε ο Τίτο, που είχε ήδη επιστρέψει στη Γιουγκοσλαβία από τη Μόσχα. Στην Πέμπτη Συνδιάσκεψη του ΚΚΓ, τον Οκτώβριο του 1940, αναγνωρίσθηκε το δικαίωμα της ισοτιμίας του μακεδονικού λαού σε μία γιουγκοσλαβική ομοσπονδία. Στην ορολογία των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών ο όρος «λαός» σήμαινε κυρίαρχο έθνος.

Το ιδεολόγημα του «μακεδονισμού» αποτελούσε μία εναλλακτική λύση στον ανταγωνισμό των βαλκανικών κρατών για επιρροή στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο. Σε αντίθεση με την περίπτωση του Mισίρκωφ, υπήρχαν τώρα πολιτικές δυνάμεις που στήριζαν μια σλαβομακεδονική λύση. Βέβαια, οι βραχυπρόθεσμοι πολιτικοί στόχοι της ΚΔ δεν επιτεύχθηκαν. Η ΕΜΕΟ (Εν.) διαλύθηκε και η Βουλγαρία προσχώρησε στις δυνάμεις του Άξονος. Αλλά ο σλαβομακεδονισμός παρέμενε μία εθνική επιλογή. Ότι η πορεία αυτή δεν ήταν μη αναστρέψιμη, στον βαθμό που η Βουλγαρία θα μπορούσε να εκπληρώσει την «ιστορική» της αποστολή, είναι μία λογική υπόθεση. Ωστόσο, οι εξελίξεις στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου απέβησαν κυρίως προς όφελος της σλαβομακεδονικής λύσεως με κύριο πρωταγωνιστή το ΚΚΓ, που μετέτρεψε το Μακεδονικό σε γιουγκοσλαβικό ζήτημα. 
---------------------------
http://akritas-history-of-makedonia.blogspot.com/2008/08/4.html

Β. Μαρκεζίνη - Οι Σλαβομακεδόνες


Οι Σλαβομακεδόνες

Του Καθ. Βασίλειου Μαρκεζίνη
Από το βιβλίο «Η Ελλάδα των Κρίσεων--Ένα προσωπικό δοκίμιο», εκδόσεις Λιβάνη, 2011, σσ. 330-337).

Ο Όσκαρ Ουάιλντ παρέφρασε κάποτε ένα γνωστό αγγλικό ρητό -μεταφράζω κατά λέξη: «Αυτή είναι η καθαρή και απλή αλήθεια»- προσθέτοντας το σχόλιο «η αλήθεια σπανίως είναι καθαρή και ουδέποτε είναι απλή». Δεν έχει σημασία, εν προκειμένω, αν ο φραστικός μετασχηματισμός οφειλόταν στη ροπή του συγγραφέα προς το παράδοξο• αυτό που έχει σημασία είναι ότι η νέα φράση ταιριάζει απολύτως με το θέμα μας. Πράγματι, καθετί σχετικό με  Βαλκάνια ουδέποτε ήταν απλό, κάθε άλλο.
  • Στη ρίζα αυτής της περιπλοκότητας βρίσκεται ένας συνδυασμός παραγόντων. Φυλετικές και θρησκευτικές διαφορές, η (συχνά διαστρεβλωτική) επίκληση της ιστορίας προς ενίσχυση πολίτικών βλέψεων, η έμφυτη τάση των εντόπιων πληθυσμών να υπερτονίζουν τα συναισθήματα και τις δηλώσεις τους, οι επεμβάσεις ξένων -Οθωμανών, Αυστριακών, σήμερα Αμερικανών- με το δήθεν αιτιολογικό της παροχής βοήθειας, αλλά στην πραγματικότητα με σκοπό την προώθηση των δικών τους συμφερόντων, και ο τοπικός πολιτικός εξτρεμισμός, ο οποίος ανέκαθεν καθιστούσε ανέφικτη την επίτευξη ενός λελογισμένου συμβιβασμού.[31] Εννοείται πως ούτε η δική μας χώρα έχει ανοσία σε αυτή την ανορθολογική στάση!
  • Το πρόβλημα των Σλαβομακεδόνων στην Ελλάδα, άρρηκτα συνδεδεμένο με το όνομα της επισήμως καλούμενης Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας,[32] σχετίζεται με...
  • όλους τους προαναφερθέντες παράγοντες. Είναι όμως ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι το πρόβλημα αυτό περιπλέκεται ακόμη περισσότερο σήμερα, καθώς η ενδυναμωμένη Τουρκία προβάλλει όλο και συχνότερα τα δικά της συμφέροντα σε όλη την περιοχή, καθιστώντας το πρόβλημα ακόμη πιο τρομακτικό για τους Έλληνες, οι οποίοι βλέπουν το κράτος τους να περικυκλώνεται από αυξανόμενους μουσουλμανικούς πληθυσμούς.
  • Πώς μπορώ να συνοψίσω όλα αυτά τα ζητήματα σεβόμενος (α) την προσπάθεια που κάνω σε αυτό το βιβλίο, να κρατήσω μια μέση οδό- (β) την επιθυμία μου να παραμείνω πιστός στον έμφυτο πατριωτισμό μου (όπως ο όρος αυτός γινόταν αντιληπτός στη γενιά μου, και όχι υπό την ακραία έννοια που τον χρησιμοποιούν σήμερα οι γνωστοί «νεωτεριστές») (γ) την ανάγκη να εξετάσω κατά πόσον η κεντρική θέση στην οποία στηρίζεται η προηγούμενη υποενότητα, περί μουσουλμανικής Θράκης, μπορεί να ενταχθεί αρμονικά στο πλαίσιο μιας ευρύτερης και πιο σύνθετης ανάλυσης;
  • Το καθήκον αυτό θα μου φαινόταν ανέφικτο, εάν δεν αντλούσα βοήθεια από την αξιοσημείωτα αμερόληπτη μελέτη του Ευάγγελου Κωφού, «Greece's Macedonian Adventure», η οποία ακολουθεί την εξελικτική πορεία της σύγκρουσης κατά τις δεκαετίες του '80 και του '90, και μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο και για τις δικές μου θεωρήσεις. Τα σχόλια που έχω να κάνω, πάντα σε συμφωνία με τις παραμέτρους που προανέφερα, είναι τρία.
  • Κατά πρώτο λόγο, η κομματική αστάθεια στην Ελλάδα στέρησε από τη χώρα μας την ευκαιρία να επιλύσει το υπό εξέταση ζήτημα όταν -περί τις αρχές της δεκαετίας του '90- αυτό ήταν πολύ πιο απλό από ό,τι είναι τώρα (που έχει κάνει αισθητή την παρουσία της η Τουρκία) και όταν, επίσης, είχαν προταθεί λύσεις ευνοϊκές προς τα βασικά συμφέροντα μας, στις Βρυξέλλες το 1991, στη Λισσαβώνα το 1992, καθώς και από τον λόρδο Όουεν και τον Σάιρους Βανς το 1993.
  • Κατά δεύτερο λόγο, όλες ανεξαιρέτως οι μεταπτώσεις των ελληνικών διαπραγματευτικών θέσεων συνδέονταν άμεσα με τον μικροκομματισμό -αυτή τη φαραωνική κατάρα που μαστίζει τη σύγχρονη ελληνική πολιτική-, τη συνεχή προσπάθεια των πολιτικών να δημιουργήσουν «εντυπώσεις» και το κλίμα εξτρεμισμού που προωθούσαν τα ίδια τα κόμματα εκμεταλλευόμενα το λαϊκό αίσθημα.
  • Τέλος, όλα τα ελληνικά κόμματα, εξαιρουμένου του Αντώνη Σαμαρά (μιλώντας για την περίοδο που αυτός διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στο όλο δράμα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990), διακήρυσσαν δημοσίως ένα πράγμα -τη «μαξιμαλιστική θέση»-, αλλά, μυστικά, προωθούσαν μια θέση σαφώς πιο μετριοπαθή. Αυτή η υποκρισία, που τότε δεν είχε ακόμη γίνει γνωστή, αλλά αποκαλύφθηκε πλήρως αργότερα,[33]  έρχεται μάλλον να προστεθεί στον σημερινό κυνισμό που διακρίνει την κομματική πολιτική και στον αρνητικό αντίκτυπο που έχει αυτή επί των εθνικών μας συμφερόντων. Συνεπώς, το στοιχείο που συνδέει άμεσα το Σλαβομακεδονικό Πρόβλημα με το Θρακικό είναι ότι οι ίδιοι οι Έλληνες έχουν φέρει τη χώρα τους σε μειονεκτική θέση λόγω διγλωσσίας, υποκρισίας και έλλειψης σχεδιασμού. Είμαι πεπεισμένος ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει σήμερα και ότι, αν ζητούσαμε τη γνώμη τους, οι περισσότεροι Έλληνες πολίτες θα συμφωνούσαν μαζί μου.
  • Στις ανωτέρω προσωπικές απόψεις, θα πρόσθετα τρεις ακόμα, αλλά θα επεκταθώ μόνο ως προς τις δύο τελευταίες.
  • Έτσι, κατά πρώτο λόγο, όπως έχω επισημάνει και στο παρελθόν, όσο σημαντικό και είναι το Μακεδονικό Ζήτημα, έχει συγκεντρώσει δυσανάλογα μεγάλες προσπάθειες στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής μας. Έτσι, με υπαρξιακούς όρους, το ζήτημα αυτό αποτελεί μια λιγότερο άμεση και σοβαρή απειλή σε όχι με την απειλή που επισείει η σύγχρονη Τουρκία, η οποία έχει σήμερα στο στόχαστρο της και την Κύπρο και το Αιγαίο και τη Θράκη. Η άποψη αυτή δεν έχει σκοπό να υποτιμήσει τη σημασία των προβλημάτων που μπορεί να προέκυπταν από μια εσφαλμένη επίλυση της διένεξης για την ονομασία της πΓΔΜ• επιδιώκει απλώς να υπογραμμίσει το γεγονός ότι, όπως ισχύει για όλα τα πράγματα στη ζωή, πρέπει κανείς να θέτει τα  προβλήματα σε προτεραιότητα με βάση το μέγεθος και την επιτακτικότητά τους.
  • Κατά δεύτερο λόγο, επί είκοσι και πλέον χρόνια, η όλη μάχη δίνεται για την ονομασία, ενώ έχει σταθεί απολύτως ανεπαρκής η προσοχή που δίνουμε στο άκρως σημαντικό ζήτημα της αναίρεσης των αλυτρωτικών αξιώσεων που μπορεί να καλλιεργήσει, πολιτικά ή νομικά (μέσω του συντάγματος του), το νέο κράτος επί της ελληνικής εδαφικής ταυτότητας. Ασφαλώς, οι ανησυχίες αυτές συνδέονται με τις δυσκολίες της ονομασίας.
  • Έτσι, θα ήταν σφάλμα να δεχθούμε[34] ότι η σημερινή, συνταγματικά κατοχυρωμένη (στο σύνταγμα της FYROM) ονομασία «Μακεδονία» ταυτίζεται με την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας, η οποία, σε γενικές γραμμές, ανήκει επίσης κατά 52% στην Ελλάδα, κατά 9% στη Βουλγαρία και κατά 1,5% στην Αλβανία.
  • Αυτή η αξίωση της πΓΔΜ συμπίπτει με το εθνογενετικό της δόγμα, το οποίο επεκτείνει την ταυτότητα της στην κλασική αρχαιότητα και τις φιλοδοξίες της σε ολόκληρη την περιοχή της Μακεδονίας, ως «πατρίδα» της (tatkovina) - φιλοδοξίες, προφανώς, ανεδαφικές. Η συγκεκριμένη αξίωση είναι, πράγματι, απολύτως απαράδεκτη για την Ελλάδα, αλλά θα έπρεπε επίσης να απορριφθεί κατηγορηματικά και από όλους τους ξένους μεσολαβητές, καθότι θα μπορούσε να αποτελέσει προοίμιο για μελλοντικές εδαφικές διεκδικήσεις, αν όχι και για στρατιωτικές συγκρούσεις, και άρα να διαιωνίσει την αβεβαιότητα που επικρατεί στην περιοχή.
  • Η επιμονή των Σκοπιανών στην οικειοποίηση όλων των παραγώγων της λέξης «Μακεδονία» -όπως του επιθέτου «μακεδονικός»- θέτει επίσης σοβαρές προκλήσεις για την Ελλάδα σε ό,τι αφορά τη γλώσσα, την εθνοτική ταυτότητα αλλά και τα προϊόντα της, εκτός και αν συνοδευτούν από την προσθήκη κάποιας επιπλέον λέξης, κάποιου προθέματος ή επιθήματος, τα οποία θα εμποδίζουν την πΓΔΜ να διεκδικεί ως δικό της οτιδήποτε προέρχεται ή παράγεται σε ολόκληρη την περιοχή.
  • Κατά τρίτο λόγο, τα Σκόπια δεν θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα, όπως ορίζει το Σύνταγμα τους, να ελέγχουν, να εποπτεύουν, να προστατεύουν ή να ενισχύουν καθ' οιονδήποτε τρόπο τους Σλαβομακεδόνες που κατοικούν στην Ελλάδα. Τούτο μας φέρνει στο ζήτημα του πιθανού επαναπατρισμού των Σλαβομακεδόνων που έφυγαν από την Ελλάδα και κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία κατά τη διάρκεια του ελληνικού Εμφυλίου (ή και νωρίτερα) και οι οποίοι, πράγματι, έπαιξαν ενεργό, πρωταγωνιστικό ρόλο στη στήριξη των προσπαθειών της Γιουγκοσλαβίας (αλλά και, πρωτύτερα, της ναζιστικής Γερμανίας) να αποκτήσει βάση και παρουσία στη Βόρεια Ελλάδα.
  • Μολονότι το ζήτημα αυτό εξετάστηκε κατά καιρούς από διάφορους πολιτικούς ηγέτες, όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου (ο πάππος του σημερινού πρωθυπουργού) και ο Ανδρέας Παπανδρέου, υπήρξε ένα διάστημα κατά τη διάρκεια της ρεβιζιονιστικής περιόδου Σημίτη όπου φάνηκε πράγματι πιθανό να γίνει μια τέτοια κίνηση.[35] Δεδομένων των ανωτέρω, καθώς και του γεγονότος ότι ο σχετικός αριθμός κυμαίνεται στην τάξη των 100.000 ατόμων, συμμερίζομαι την άποψη του δρος Κωφού, σύμφωνα με την οποία μια τέτοια απόφαση «δεν θα μπορούσε λογικά να εκληφθεί ως επαναπατρισμός, αλλά ως αυθαίρετη μεταμόσχευση μιας ξένης εθνικιστικής μειονότητας στις μεθοριακές περιοχές των μακεδονικών περιφερειών της Ελλάδας. [...] [Θα] διαμόρφωνε εκ νέου τον εθνολογικό χάρτη των συνόρων της Ελλάδας». [36]
  • Τέλος, πέρα από τις όποιες αξιώσεις, ποιες ακριβώς είναι οι συνέπειες που θα είχε για την Ελλάδα σε εσωτερικό νομικό επίπεδο μια εξομάλυνση των σχέσεων;
  • Σκέφτομαι εν προκειμένω θέματα όπως είναι η επέκταση της ιδιότητας του πολίτη, η αναγνώριση δικαιωμάτων σε εδάφη που  οι ίδιοι «εγκατέλειψαν» και η δημιουργία διαφόρων άλλων κρατικών υποχρεώσεων -επί παραδείγματι: Η ίδρυση πολυγλώσσων σχολείων και το είδος των προβλημάτων που έχουν ανακύψει κατά τον οξύτερο τρόπο στο ανατολικό τμήμα της Θράκης- προς όλους τους «επαναπατρισμένους» Σλαβομακεδόνες που έφυγαν από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (ή στα πρώτα στάδια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου).
  • Όλα αυτά θα σήμαιναν επιπρόσθετες δαπάνες για το ελληνικό κράτος και, αντί να εμπνεύσουν ευγνωμοσύνη, θα προκαλούσαν μάλλον διαμαρτυρίες περί παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή απαιτήσεων σχολικής διδασκαλίας στη σλαβομακεδονική διάλεκτο, μολονότι οι άνθρωποι αυτοί θα επέστρεφαν πλέον στην Ελλάδα, επειδή, υποτίθεται, θα θεωρούσαν ότι είναι Έλληνες.
  • Ακόμη και οι συνοπτικές μελέτες που αντλούν στοιχεία από την επιστημοσύνη άλλων λογίων έχουν το δικαίωμα να συναγάγουν συμπεράσματα, έστω και επιφυλακτικά. Το συμπέρασμα το οποίο, πιστεύω, αναδεικνύεται εν προκειμένω είναι ότι τα  σχετικά ζητήματα και το πρόβλημα της εθνοτικής ταυτότητα  έχουν αποφασιστεί -σύμφωνα με τους περισσότερους επιστήμονες που τα έχουν μελετήσει-, με βάση πολιτικούς, ατομικούς και οικονομικούς παράγοντες σχετικούς με τα ενδιαφερόμενα μέρη, και όχι με βάση καθαρώς εθνοτικά κριτήρια (όπως και αν ορίζονται αυτά).
  • Κατά την άποψη μου αυτό σημαίνει ότι δεν δρέπει να βιαστούμε να αλλάξουμε το υπάρχον status quo προτού μελετήσουμε όλες τις προεκτάσεις μιας τέτοιας αλλαγής. Σε αυτό το πλαίσιο, η μουσουλμανική Θράκη, την οποία εξετάσαμε διά βραχέων προηγουμένως, θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει πηγή ωφέλιμων διδαγμάτων, κυρίως επειδήστο σλαβομακεδονικό ζήτημα μπορούμε να διακρίνουμε την αναπτυσσόμενη καιροσκοπική παρουσία ενός τουρκικού συμφέροντος.
----------
[31]- Είναι πράγματι τεράστια η διεθνής βιβλιογραφία επί του θέματος, αλλά θέλοντας να μείνω πιστός στο στιλ του παρόντος βιβλίου και στο γενικό  αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθύνομαι, θα περιορίσω τις παραπομπές μου σε ευάριθμα ευσύνοπτα, κατατοπιστικά και νηφάλια επιστημονικά έργα, αν και, ως μη ειδικός, δεν συμφωνώ πάντα με τις εκφραζόμενες απόψεις. Βλειδικότερα Vlassis Vlassidis και Veniamin Karakstanoglou, «Recycling Propaganda. Remarks on Recent Reports of Greece's "Slav-Macedonian Minority", http:// www.unix.gr/Macedonia/Vlasidis.htm• Evangelos Kofos, «Greece's Macedonian Adventure: The Controversy over FYROM's Independence and Recognition» στο James Pettifer (επιμ.), The New Macedonian Question (Λονδίνο/Νέα Υόρκη: Macmillan Press Ltd., 1999)• Evangelos Kofos, «Unexpected Initiatives. Towards the Resettlement of a Slav-Macedonian Minority in Macedonia*, Macedonian Heritage, http://www.macedonianheritage.gr/Opinions/BalkanDevelopments/comm_20030710Kofos.html (η ελληνικήεκδοχή του κειμένου δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 25ης Ιουνίου 2003)• Iakovos Michailidis, «Frontiers and Identities in Modern Greece», ο.π.- Ευάγγελος Κωφός, «Ελληνικό Κράτος και Μακεδονικές Ταυτότητες (1950-2005): Εισαγωγικές ΕπισημάνσειςΑ. Μακεδονικές ταυτότητες και κρατική πολιτική μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, 1949-1974. Β. Μακεδονικές ταυτότητες και κρατική πολιτική την περίοδο της μεταπολίτευσης, 1975-1989. Γ. Η "διένεξη για το όνομα" και οι μακεδονικές ταυτότητες», στο I. Δ. Στεφανίδης (επιμ.), Μακεδονικές Ταυτότητες στο Χρόνο, Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις (Αθήνα: Εκδ. ΠατάκησυνεκδΊδρυμα ΜουσείουΜακεδονικού Αγώνα, 2008)• Ευάγγελος Κωφός, «The Current Macedonian Issue Between Athens and Skopje: Is there an Option for a Breakthrough?» (ELIAMEP Thesis, Απρίλιος, 2009). Για τον αναγνώστη που θα επιθυμούσε περισσότερες επιστημονικές λεπτομέρειες και αναλύσεις, όλα τα προηγούμενα κείμενα περιέχουν πολυάριθμες παραπομπές.
[32]- Απόφαση Συμβουλίου Ασφαλείας 817/7.4.1993.
[33]- Βλ. ενδεικτικά Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, Το Ημερολόγιο Ενός ΠολιτικούΗ Εμπλοκή των Σκοπίων (Αθήνα: Εκδ. Εστία, 1994) σσ. 243-412• Θεόδωρος Σκυλακάκης, Στο Όνομα της Μακεδονίας (Αθήνα: Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1995), ο. 332 κ.ε.• σύμφωνα με το δρ Ευάγγελο Κωφό, στο «Greece's Macedonian Adventure» (ό.π., σ. 9), ο Ανδρέας Παπανδρέου «προσπαθούσε να παρακάμψει το ζήτημα της ονομασίας, διαπραγματευόμενος συγχρόνως μια συμφωνία στο πνεύμα, εν πολλοίς, του σχεδίου Βανς-Όουεν του 1993, κειμένου το οποίο το ΠΑΣΟΚ είχε επικρίνει ειρωνικά τόσο πριν όσο και ύστερα από την άνοδο του στην εξουσία το 1993» [σε δική μου μετάφραση].
[34]- Τις περισσότερες από αυτές τις ιδέες τις πρότεινε η (ύποπτη) ΜΚΟ International Crisis Group (ICG), την οποία χρηματοδοτούν γενναιόδωρα φίλο αμερικανικοί οργανισμοί και ιδιώτες (και η οποία συνδέεται στενά με το δική μας ΕΛΙΑΜΕΠ) εν μέρει προκειμένου να στηρίξουν την υπόσχεση που είχε δώσει στα Σκόπια ο πρόεδρος Μπους, ότι η χώρα θα ενταχθεί στο NATO και ακολούθως στην EE - απόφαση την οποία ανέτρεψε ο τέως Έλληνας πρωθυπουργός, Κώστας Καραμανλής, στο Βουκουρέστι, το 2007.
[35]- Βλ. Το Βήμα, 25 Ιουνίου 2003.
[36]- Ε. Kofos, «Unexpected Initiatives», ό.η., σημ. 24, ανωτέρω [σε δική μου μετάφραση]. Ο δρ Κωφός, παρεμπιπτόντως, είναι μέλος του ΕΛΙΑΜΕΠ, αλλά σε όλα τα έργα του είναι έκδηλη η επιστημονική αμεροληψία του.

ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ - Mακεδονική Tραγωδία 1941-44


Mακεδονική Tραγωδία 1941-44 - Νεώτερες ιστορικές έρευνες για την Εθνική Αντίσταση




Yπό Δρ. ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ Ι. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας [Ε.Μ.Ε.ΙΣ] όπως δημοσιεύτηκε στην Αθηναϊκή εφημερίδα ΕΣΤΙΑ από 25 έως και 29 Απριλίου 2006

Η ιστορική έρευνα της φοβερής για την πατρίδα μας 10ετίας 1940-50 και «η ιστορική τοπογραφία» διάφορων περιοχών της χώρας, αποκαλύπτει αργά αλλά σταθερά γεγονότα της εποχής, φθάνοντας ακόμη και σε προσωπικές λεπτομέρειες για τους πρωταγωνιστές .
Πρόσφατες έρευνες εκλεκτών νέων επιστημόνων, ιστορικών ερευνητών του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ [ΑΠΘ], φέρνουν σε φως τεκμήρια μεγάλης αξίας για την περίοδο και δίνουν εικόνα τελείως διάφορη από όσα δίνει ο καθημερινός τύπος και «παίζει» η κατευθυνόμενη τηλεόραση, με τρόπο βάναυσο και προσβλητικό της κοινής νοημοσύνης και της αλήθειας, την οποία έχουν βιώσει πολλοί επιζώντες Έλληνες. 
Τα τελευταία χρόνια η άφθονη και προκλητική βιβλιογραφία με τη «φιλολογία των νικημένων», η οποία χαρακτηρίζεται από τη «γεύση της στρατιωτικής και προ παντός της ιδεολογικής συντριβής», αποτελεί μια ακόμη προσπάθεια παραπλάνησης και ανόητης «ρεβάνς των ηττημένων»! Η προσεκτική και νηφάλια μελέτη των νέων ιστορικών, φανερώνει την αλήθεια, που τόσα πολλά χρόνια σκεπάζονταν από το βούρκο της συκοφαντίας, τη λάσπη του χρόνου και την καθαρή πολιτική εκμετάλλευση .Οι νέοι ιστορικοί, ακολουθώντας κυριολεκτικά το «μίτο της Αριάδνης» για τον Ελληνικό Βορρά, ξαναζωντανεύουν το κατοχικό δράμα,αποκαλύπτουν την αλήθεια και τονίζουν ότι ο «επίσημος» διαχωρισμός της Κατοχής [1941-44] από την περίοδο της ανοικτής σύγκρουσης [1946-49], με την ενδιάμεση «Λευκή τρομοκρατία» [1945-46], όπως παραπλανητικά ονομάζεται η περίοδος αυτή, δημιούργησε μια κυριολεκτικά «προκατασκευασμένη και αυθαίρετη» νέα καταγραφή της ανάμνησης της εποχής. Η θεωρία αυτή που αποτέλεσε τον «ιδρυτικό μύθο της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας», κατασκευάσθηκε από την αριστερά και υποχρεώθηκε να την δεχθεί ο υπόλοιπος πολιτικός κόσμος.
Αρχικά, οι οριστικά «χαμένοι στρατιωτικά και ιδεολογικά», παρουσίασαν τον τίτλο του «Καπετάνιου» σαν ταυτισμένο με τους κομμουνιστές της εποχής, και ο γνωστός Θανάσης Κλάρας [Άρης Βελουχιώτης] αναγορεύτηκε σε «σταρ» των καπετάνιων του κομμουνιστικού χώρου, μέσα σ’ ένα σύννεφο μυθοπλασίας, εξυμνούμενος ως δήθεν συνεχιστής των Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη κλπ, ενώ το βιβλίο του Σαράφη «Ο ΕΛΑΣ», αποτελεί κείμενο απόλυτης νομιμοφροσύνης στο ΚΚΕ. 
Οι «ιστορίες» των κομμουνιστών μετά το 1982, κάλυψαν τα πάντα και αγνοήθηκαν ή συκοφαντήθηκαν όλες οι άλλες αντιστασιακές οργανώσεις που είχαν πολλές φορές τραγικό τέλος από τη κομμουνιστική βία της εποχής.
Αγνοείται ακόμη και η δράση του ελεύθερου Ελληνικού Στρατού στη Μέση Ανατολή, Ιταλία, Δωδεκάνησα κλπ, της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, όπως και ο λαμπρός άθλος του Εμπορικού, αλλά και Πολεμικού μας Ναυτικού, του οποίου όλα τα διασωθέντα από τη Γερμανική επίθεση πλοία, έπλευσαν εκτός της σκλαβωμένης Ελλάδας με 3000 περίπου άνδρες, για να συνεχίσουν τον αγώνα της ελευθερίας, ενώ οι κατακτητές τους είχαν επικηρύξει ως «πειρατές»!! Κανένας δεν λέει σήμερα ότι ο πολεμικός μας Στόλος υπήρξε ο μοναδικός σε όλη την Ευρώπη που δεν παραδόθηκε στους Γερμανούς, αλλά συνεχίζοντας την παράδοση από τα «ΞΥΛΙΝΑ ΤΕΙΧΗ», πολέμησε μέχρι τη Νίκη σε όλες τις θάλασσες ακόμη και στη μεγάλη απόβαση της Νορμανδίας! Μοναδικά ναυτικά πολεμικά κατορθώματα και θρυλικά πλοία, όπως τα Αντιτορπιλικά ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ και ΑΔΡΙΑΣ, τα Υποβρύχια ΚΑΤΣΩΝΗΣ, ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ κλπ με κυβερνήτες και πληρώματα άξια των παλαιών ναυμάχων μας, αγνοούνται τελείως και η εξαφάνιση όλων των εκτός ΚΚΕ/ΕΑΜ αγωνιστών, υπήρξε πλήρης.
Μετά από τόσα πολλά χρόνια, αλλά και φοβερές αντιθέσεις, συγκρούσεις, αντεκδικήσεις, αίμα και καταστροφές, βλέπουμε επιτέλους μια πετυχημένη προσπάθεια των παραπάνω επιστημόνων, να εξετάσουν και την «άλλη πλευρά» της Εθνικής Αντίστασης στον Ελληνικό Βορρά παρουσιάζοντας μας τους «Άλλους Καπετάνιους» ή « Εθνικιστές καπετάνιους», εξετάζοντας βαθύτερα τα αίτια που δημιούργησαν τα προβλήματα της εποχής.
Χαρακτηριστικά των αντί κομμουνιστών καπετάνιων είναι ο «πηγαίος πατριωτισμός», που αποτέλεσε κύρια παρόρμηση και η έλλειψη κάθε πολιτικής ή κομματικής παιδείας, ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των, ενώ γνώρισμά των παραμένει βασικά η «τοπική» σχέση με την περιοχή τους. Εξετάζοντάς τους αναλυτικά, γίνεται αμέσως φανερή «η αυθόρμητη και ταυτόχρονη αντίδρασή των στην παρουσία των κατακτητών», αλλά και στη βίαιη υποταγή στο ΚΚΕ/ΕΑΜ, που επιδίωξαν οι «καθυστερημένοι αντιστασιακοί» κομμουνιστές της εποχής. Διακρίνουμε δύο κατηγορίες «εθνικιστών ή άλλων καπετάνιων»:
Α. «Καπετάνιοι» που ακολούθησαν αντιστασιακές οργανώσεις κινούμενες συνήθως από αξιωματικούς, πολεμώντας μέχρι το τέλος σε διμέτωπο αγώνα, κατά των κατακτητών, αλλά και αντιστεκόμενοι στο διαρκώς επιτιθέμενο ΚΚΕ/ΕΑΜ.Β. «Καπετάνιοι» οι οποίοι ξεκίνησαν δημιουργώντας αντιστασιακές ομάδες επίσης με τη συνεργασία αξιωματικών του στρατού κατά των κατακτητών, αλλά μέσα από την εμφύλια σύγκρουση που ξέσπασε με το ΚΚΕ/ΕΑΜ, το οποίο προσπαθούσε διαρκώς και με κάθε τρόπο να μονοπωλήσει τον αγώνα, οδηγήθηκαν ύστερα από σταδιακές υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, στη Γερμανική ανοχή και ανεφοδιασμό σε όπλα -πιστεύοντας κατά την κρίση τους - στις άμεσες ανάγκες προστασίας και επιβίωσής και εκτιμώντας ότι το σημαντικότερο πρόβλημα ήταν ο διαφαινόμενος κίνδυνος κομμουνιστικής επικράτησης μετά την αποχώρηση των κατακτητών. Είναι επίσης φανερό ότι όσοι ακολούθησαν αυτό το δρόμο το έκαναν όταν πλέον και οι πέτρες γνώριζαν ότι η Γερμανία είχε χάσει το πόλεμο !! Επίσης η Γερμανική ανοχή στην οποία κατέφυγαν, είχε πάντοτε προσωρινή μορφή και δεν αποτέλεσε ποτέ φυσική κατάληξη ιδεολογικής ή πολιτικής προσέγγισης με τους κατακτητές, αλλά ήταν αποτέλεσμα εμφυλίων συγκρούσεων και κύριος στόχος υπήρξε η διατήρηση των όπλων για την αυτοπροστασία των, την οποία δεν ήταν δυνατόν να προσφέρουν ούτε οι Βρετανοί σύνδεσμοι αξιωματικοί, ούτε και η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση . 
Η σταδιακή προβολή του κινδύνου κομμουνιστικής επικράτησης οδήγησε μάλιστα στο σημείο να παραβλέψουν παλιές αντιθέσεις μεταξύ των, φθάνοντας ακόμη και σε πολιτική αλλαγή, από τη προπολεμική δημοκρατική παράταξη στην οποία ανήκαν οι περισσότεροι, στη μεταπολεμική Μοναρχία, την οποία θεώρησαν σαν ισχυρότερη εγγύηση κατά της κομμουνιστικής επικράτησης, τη σκληρότητα της οποίας πρώτοι αντίκρισαν πληρώνοντας μεγάλο φόρο αίματος! Με τον τρόπο αυτό διαμόρφωσαν οι απλοί αυτοί άνθρωποι της υπαίθρου - γεωργοί, κτηνοτρόφοι, καρβουνιάρηδες, οδηγοί αυτοκινήτων και μικρέμποροι, συνήθως αγράμματοι, τελείως «προσωπική αντίληψη περί των κινδύνων του έθνους». Πολλοί μάλιστα από αυτούς είχαν και επίσης «προσωπική εμπειρία της κομμουνιστικής αντίστασης», με τη δολοφονία στενών συγγενών [συζύγου, παιδιών, αδελφών, κλπ]. 
Η σημαντική ερευνητική εργασία των νεώτερων ερευνητών της Θεσσαλονίκης δείχνει ότι με τη μελέτη σε τοπικό επίπεδο εξετάζονται καλύτερα φαινόμενα και γεγονότα που αποτελούν εκδηλώσεις «απλών ανθρώπων» και όχι κύριων πρωταγωνιστών της ελίτ. Μας εξηγούν επίσης απόλυτα, πως μερικοί «καθημερινοί και απλοί άνθρωποι», στα δύσκολα χρόνια, μετατράπηκαν σε δυναμικούς οπλαρχηγούς, ενώ ταυτόχρονα ζούμε και απαντούμε καλύτερα στο παλαιό βασικό ερώτημα της ιστορικής έρευνας «γιατί οι άνθρωποι παίρνουν τα όπλα»! Αντικρίζουμε επίσης γιατί ο διαχωρισμός των ανθρώπων της εποχής επεκτάθηκε μέχρι διαφοροποίησης ακόμη και μεταξύ εθνοτικών πληθυσμιακών ομάδων όπως π.χ. μεταξύ προσφύγων από τον Καύκασο και υπολοίπων Ποντίων.
Η επιστημονική ιστορική έρευνα συμβάλλει ακόμη στο ξεπέρασμα της «μυθογραφίας» της εποχής και δίνει κυριολεκτικά άγνωστα στοιχεία, χωρίς να καταγγέλλει ή να εξυμνεί γεγονότα και ανθρώπους. Αποδίδοντας την ένταση και έκταση των εμφυλίων συγκρούσεων μας φανερώνει ότι η Κατοχή σηματοδότησε ουσιαστικά την αρχή της μετέπειτα σύγκρουσης μεταξύ των Ελλήνων και αποδεικνύει ότι η ανοχή και επαφή ολόκληρων ομάδων Ελλήνων χωρικών με τους κατακτητές, υπήρξε σχεδόν πάντοτε αποτέλεσμα της εμφύλιας σφαγής και όχι προϋπόθεση… Χαρακτηριστικό στοιχείο του αγώνα στο Βορρά ήταν ότι ο εκτός ΚΚΕ/ΕΑΜ κόσμος, που αποτελούσε και τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων, οδηγήθηκε πολλές φορές μαζικά στην ανοχή των κατακτητών, στις περιοχές της Δυτικής πρώτα και Κεντρικής αργότερα Μακεδονίας, ενώ άντεξε στην Ήπειρο και Ανατολική Μακεδονία .
Η εκτός ΚΚΕ/ΕΑΜ παράταξη δημιουργήθηκε σιγά-σιγά μέσα από τον αντιστασιακό αγώνα και αντικρίζοντας τις θεωρίες βίας του τότε ΚΚΕ, αντέδρασε δυναμικά και αδέξια τις περισσότερες φορές, ακολουθώντας δρόμους επικίνδυνους. Υπερασπιζόμενοι την τοπική τους ελευθερία και την παραδοσιακή τους πίστη, δεν πίστεψαν από την αρχή στα μεγάλα λόγια και τις «ιστορικές προσπάθειες», αλλά θεώρησαν ότι μπορούν με την αντίδρασή τους αυτή να στηρίξουν την «τοπική τους ελευθερία και ιδιαιτερότητα». Ειδικά στην Ήπειρο –Μακεδονία – Θράκη, εμφανίσθηκε κάθε είδος αντάρτικου εκτός του ΚΚΕ/ΕΑΜ, αφ’ ενός διότι στις περιοχές αυτές υπήρχαν διαφορετικές ομάδες Ελληνικού πληθυσμού [εντόπιοι, πρόσφυγες από όλη τη Μικρά Ασία ή τη Χερσόνησο του Αίμου, Βλάχοι, Σαρακατσάνοι ,Μουσουλμάνοι κ.α.], αλλά και αφ’ ετέρου διότι υπήρχαν διαφορετικοί κατακτητές [Ιταλοί, Γερμανοί, Βούλγαροι]. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στις περιοχές αυτές δεν δημιουργήθηκαν ποτέ τα γνωστά «Τάγματα Ασφαλείας» με στρατιωτική συγκρότηση, τα οποία ίδρυσε η τότε «Κατοχική Κυβέρνηση Ράλλη» και έδρασαν στην Πελοπόννησο, Αθήνα και Στερεά Ελλάδα.Στη θέση αυτών βρέθηκαν απλοί άνθρωποι της υπαίθρου με τοπικούς αρχηγούς, που «βγήκαν στο βουνό» αρχικά εξοπλισμένοι με όπλα του διαλυθέντος στρατού μας που είχαν κρύψει με δική τους πρωτοβουλία, για να πολεμήσουν το κατακτητή και συνέχισαν «μέσα από την αντίσταση» να εξοπλίζονταν όπως μπορούσαν, ακόμη και «από το διάβολο», όπως χαρακτηριστικά τόνιζαν πολλοί, για να αντιμετωπίσουν δύσκολες καταστάσεις που αιφνίδια ξεφύτρωναν στο μέχρι τότε γαλήνιο περιβάλλον τους και απειλούσαν ακόμη και τη φυσική τους ύπαρξή! 
Οι ίδιοι αυτοί ένοπλοι ήταν μάλιστα - πριν από λίγους μήνες - στρατιώτες και βαθμοφόροι του νικηφόρου Ελληνικού Στρατού της Αλβανίας και της «Γραμμής Μεταξά», ή παλαιοί αντάρτες του Ποντιακού στοιχείου!Για λόγους κατανόησης διακρίνουμε μερικούς χαρακτηριστικούς τύπους αυτών των «Καπετάνιων της απόγνωσης», όπως ίσως θα μπορούσε να τους χαρακτηρίσει κανείς σήμερα, που είναι λεπτομερώς γνωστή η διαδρομή τους:
  1. «Ο Πατριώτης». Ιδιαίτερα μεταξύ των προσφύγων όλοι επικαλούνταν ότι «στην Τουρκία δεν αντέξαμε το ζυγό του Τούρκου και βγήκαμε στα βουνά, εδώ δεν λογαριάζουμε τίποτε, ούτε Γερμανούς, ούτε Βουλγάρους και φυσικά ούτε ….Ιταλούς»!
  2. Ο « Πατριώτης με ειδικά αντί -βουλγαρικά αισθήματα», που αισθάνθηκε μεγαλύτερο μίσος εναντίον όλων των κατακτητών αλλά και προσωπική προσβολή, διότι οι Γερμανοί είχαν παραχωρήσει την Ανατολική Μακεδονία – Θράκη στους Βουλγάρους, που ήταν φοβεροί και βάρβαροι κατακτητές, χωρίς να έχουν ρίξει τουφεκιά !
  3. Ο « Αντικομμουνιστής», ο οποίος αναπτύσσεται αργότερα, μετά τις αγριότητες επιβολής του ΚΚΕ/ΕΛΑΣ και την έντονη προπαγάνδα των κατακτητών .
Πρέπει ακόμη να λάβουμε υπ’ όψη ότι σημαντικοί παράγοντες που διαμόρφωσαν την «τοπική» αντίδραση αυτών των «Καπετάνιων της απόγνωσης », ήταν η αδυναμία πληροφόρησης και επικοινωνίας με τον ελεύθερο κόσμο.Χαρακτηριστικό επίσης της «ενότητας και ταύτισης» των εθνικιστών γενικά ανταρτών της εποχής είναι ότι δεν ενδιαφέρονται για το πολιτικό καθεστώς αλλά κυρίως για την εδαφική έκταση της Ελλάδας μετά την απελευθέρωση η οποία θεωρείται πλέον βεβαία, μια και η Γερμανία ήταν φανερό ότι έχασε το πόλεμο. Ο φόβος από τη «συνεργασία» του ΚΚΕ/ΕΑΜ με γείτονες κομμουνιστές μεγάλωνε τις αμφιβολίες και τη γενική φοβία . Η φιλοπατρία και ο διεθνιστικός μπολσεβικισμός είναι κάτι που «δεν ταιριάζει» στη σκέψη των ανθρώπων της υπαίθρου της εποχής, άλλωστε ήταν παντού φανερή η εχθρότητα των Βουλγάρων και όλοι αναρωτιούνται ,που είναι οι «φίλοι μας Βούλγαροι» όπως προπαγάνδιζε συνέχεια το τότε ΚΚΕ.
Η κύρια συγκέντρωση των εθνικιστών ανταρτών είναι φανερή στην Ανατολική Μακεδονία, όπου αποκτούν μεγάλη ισχύ και αποτελούν τον κύριο εχθρό των σκληρών Βούλγαρων, οι οποίοι δεν ενοχλούνταν σχεδόν καθόλου τον ασθενικό ΕΛΑΣ της περιοχής, παρά την ισχυρή προπολεμική δύναμη στην περιοχή του ΚΚΕ. Μεταξύ των εθνικιστών καπετάνιων κυριαρχεί το προσφυγικό στοιχείο [Πόντιοι, πρόσφυγες από τη λοιπή Μ. Ασία, Θράκες κλπ] σε ποσοστό 65% και η μεγάλη αυτή αναλογία φανερώνει την ιδιαίτερη αγωνία των «προσφύγων».Οι «αυτόνομοι» αρχικά αυτοί αντάρτες και καπετάνιοι της Ανατολικής Μακεδονίας που είχαν δηλώσει από τον Απρίλιο 1944 υπακοή στην εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση και το Βασιλέα [δημοσιευθέντα επίσημα Βρετανικά Αρχεία], κράτησαν μέχρι την κομμουνιστική ανταρσία του Δεκεμβρίου 1944, την οποία πρώτοι απέκρουσαν με επιτυχία τα ξημερώματα της 1ης Δεκεμβρίου 1944, πολύ πριν να εκδηλωθούν τα «Δεκεμβριανά» στην Αθήνα, παρά την πλήρη εγκατάλειψή των από τους συμμάχους Βρετανούς, οι οποίοι διέκοψαν τον εφοδιασμό τους με πυρομαχικά, καίτοι έφθασαν με πετυχημένη αντεπίθεση στα πρόθυρα της Δράμας!! Αντίθετα μάλιστα από ότι έγινε με τα τμήματα του Στρατηγού Ν. Ζέρβα, τα οποία το Αγγλικό και Ελληνικό πολεμικό ναυτικό μετάφεραν με ασφάλεια στην Κέρκυρα, οι πατριώτες αντάρτες της Ανατολικής Μακεδονίας, οι οποίοι είχαν αναγνωρισθεί στο μεταξύ σαν 7ου Συνοριακός Τομέας του τακτικού πλέον Ελληνικού στρατού από την Κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» του Γ. Παπανδρέου εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους …..Κύρια χαρακτηριστικά όλων των εθνικιστών ανταρτών υπήρξαν:
  • 1ον. Η «τοπική δράση», δηλαδή η κύρια αντιστασιακή τους δραστηριότητα περιορίζονταν «γύρω από το σπίτι των» και στην περιοχή του χωριού καταγωγής των, από το οποίο αρνούνταν να απομακρυνθούν. Με τον τρόπο αυτό λειτουργούσαν σαν «φύλακες» από τη βία των κατακτητών ή «τιμωροί λαϊκοί εκδικητές» κάθε βίαιης ενέργειας αυτών κατά των αμάχων.
  • 2ον. Η « χαλαρή συνεργασία» με άλλους καπετάνιους, έστω και της ίδιας παράταξης, η «χαλαρότητα» όμως αυτή πρέπει να αποδοθεί κυρίως στην αδυναμία ή την άρνηση των κεντρικών οργάνων της εκτός ΚΚΕ/ΕΑΜ αντίστασης, να αναλάβουν ευθύνες συντονισμού της δράσης των. Μεγάλο όμως μέρος της οφείλεται και στην ανυπαρξία κρατικών μέσων, διότι η ελεύθερη κυβέρνηση που αναγνωρίζονταν πάντοτε από τους συμμάχους σαν νόμιμη, βρίσκονταν και η ίδια εκτός Ελλάδος, ανίσχυρη και χωρίς «εκτελεστική δύναμη», ενώ η παρεμβολή των συμμάχων ήταν συνεχής για όλα τα ζητήματα .
Στο σημείο αυτό δεν πρέπει να παραλείψουμε και τα κατάλοιπα του πρόσφατου ακόμη Ελληνικού «διχασμού», που συνόδεψαν τόσο την Ελληνική κυβέρνηση στην εξορία, αλλά και πολλούς από τους Έλληνες οι οποίοι με τόσους κινδύνους κατέφευγαν στη Μέση Ανατολή για να συνεχίσουν τον αγώνα της ελευθερίας.Πρέπει ακόμη να τονίσουμε ότι στο βάθος, πίσω από κάθε αντιστασιακή κίνηση στον Ελληνικό Βορρά, εκτός ΚΚΕ/ΕΑΜ κλπ, διακρίνει κανείς τη παρουσία του σώματος των αξιωματικών που μετά τη διάλυση του στρατού ξαναγύρισαν στα σπίτια τους σε όλη την Ελλάδα, [εκτός της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης], ενώ ελάχιστοι ακολούθησαν την εξόριστη ελεύθερη κυβέρνηση .Οι αξιωματικοί που βρέθηκαν τότε στον Ελληνικό Βορρά - όπως άλλωστε και όλοι οι αξιωματικοί στην Ελλάδα - κατάλαβαν και αντιμετώπισαν αμέσως το κίνδυνο της Γερμανικής κατοχής, η οποία έφερε και την ακόμη πιο σκληρή Βουλγαρική κατάκτηση της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, την οποία η Βουλγαρία ενσωμάτωσε από την αρχή. Ενώ δηλαδή στην υπόλοιπη κατεχόμενη Ελλάδα λειτουργούσαν - έστω και «Κατοχικές» - Ελληνικές αρχές, η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη αποτελούσαν τις «Νέες Χώρες» της Βουλγαρίας, με το όνομα «Μπελομόριε» και κύριος σκοπός της ήταν ο πλήρης και βίαιος εκβουλγαρισμός της περιοχής, παρά τη συντριπτική υπεροχή του Ελληνικού πληθυσμού.
Σαν πρώτη κίνηση αντίστασης στο Μακεδονικό χώρο πρέπει να σημειώσουμε τη μυστική υπογραφή στην Εκκλησία του Αγίου Ελευθερίου Ντεπώ-Θεσσαλονίκης, «Πρακτικού Ίδρυσης» της αντιστασιακής οργάνωσης ΥΒΕ [«Υπερασπισταί Βορείου Ελλάδος», στις 10 Ιουλίου 1941 και όταν οι Γερμανοί αντίκριζαν τη Μόσχα!!] από 4 νέους αξιωματικούς με σκοπό την αντίδραση κατά των κατακτητών και την τόνωση του εθνικού φρονήματος. Η πρωτοποριακή αυτή αντιστασιακή πράξη των αξιωματικών είναι μια από τις πλέον άμεσες αντιδράσεις στην ξενική κατοχή και αποτελεί αδιάψευστη απόδειξη, ότι οι πρώτοι που κινήθηκαν κατά των κατακτητών ήταν οι αξιωματικοί, μόνιμοι και έφεδροι. Είναι άλλο ζήτημα εάν η μορφή που πήρε τελικά ο αγώνας με την έντονη και βίαιη παρεμβολή του τότε ΚΚΕ μετά τη Γερμανική επίθεση κατά της τότε ΕΣΣΔ και Αγγλικών υπηρεσιών, δεν τους επέτρεψε να τον διεξάγουν όπως έπρεπε, γι’ αυτό άλλωστε είχαμε και τραγικά αποτελέσματα. 
Ο πυρήνας αυτών των αξιωματικών, παρά την πίκρα που μερικοί κουβαλούσαν ακόμη από το «φαρμάκι του 1935», αποτέλεσαν πρωτοποριακή σταθερή και αμετάβλητη δύναμη αντιμετώπισης κάθε βίαιης κομμουνιστικής επιβολής, μέχρι την αποκατάσταση της ελευθερίας, πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος στους κατακτητές, αλλά και σε εσωτερικούς αντιπάλους .Την παρουσία των αξιωματικών ή ακόμη και την απλή φήμη των, τη διακρίνουμε πίσω από τη σκιά όλων των εκτός ΚΚΕ/ΕΑΜ κλπ, «καπετάνιων», οι οποίοι πάντοτε τους ακολουθούσαν [εκτός της Ανατολικής Μακεδονίας–Θράκης, όπου οι καπετάνιοι προηγήθηκαν] αρχικά, έστω και εάν στην εξέλιξη του αγώνα έπαιρναν δρόμους «προσωπικούς» και αυτονομούνταν, παρασυρόμενοι από καθαρά «τοπικά αίτια», την εχθρική προπαγάνδα ή συνήθως την ανάγκη επιβίωσής των.
Μάλιστα η μεγαλύτερη αντίδραση στη βία του τότε ΚΚΕ/ΕΑΜ, προήλθε από τους λεγόμενους «δημοκρατικούς» [Βενιζελικούς],πολλοί από τους οποίους είχαν υποστεί σοβαρές συνέπειες του κινήματος 1935, όπως π.χ. οι αδελφοί Τσιγάντε, που διακρίθηκαν στον αντιστασιακό αγώνα και ο μεν ένας οργάνωσε το γνωστό Ιερό Λόχο στη Μέση Ανατολή, που υπήρξε πυρήνας των γνωστών «Λοκατζήδων» και σημερινών «Ειδικών Δυνάμεων», ενώ ο άλλος μετά από προδοσία, έπεσε μαχόμενος κατά των κατακτητών στην Αθήνα, ως απεσταλμένος της Ελεύθερης Ελληνικής Κυβέρνησης.Σήμερα γνωρίζουμε ότι η έντονη «πολιτική παρεμβολή» στον απελευθερωτικό αγώνα της Κατοχής προκάλεσε την εκτροπή του σε εσωτερική πολιτική σύγκρουση, στην οποία η απροκάλυπτη βία που ακολούθησε το τότε ΚΚΕ, οδήγησε τελικά στο φοβερό και διχαστικό «αντί-κομμουνισμό».Φωτίζονται επίσης δυνατά με επιστημονικά κριτήρια, για πρώτη φορά οι αρχικές φάσεις της εθνικής αντίστασης στη Μακεδονία. που άρχισε από τους απλούς ανθρώπους, γεγονός άξιο ιδιαίτερης προσοχής, ανεξάρτητα εάν συμφωνούμε ή όχι με τα περιγραφόμενα. Με τις νεώτερες έρευνες των ιστορικών του ΑΠΘ σπάζει τελείως η σιωπή και αποκαλύπτεται καθαρά η διαστρέβλωση της αλήθειας μιάς εποχής που διαίρεσε βαθιά τον Ελληνισμό αφήνοντας σημάδια ακόμη και σήμερα.
Σαφές συμπέρασμα που προβάλει επίσης αμέσως, είναι ότι το εθνικό και καθαρά πατριωτικό αίσθημα της επαναστατικής παράδοσης του έθνους μας, ήταν εκείνο που παρακίνησε τους Έλληνες στην αντίσταση κατά των κατακτητών, ενώ τα κομμουνιστικά κηρύγματα και οι διάφορες πολιτικές «θέσεις» ή δολοπλοκίες καιροσκόπων πολιτικών, ήρθαν αργότερα και δημιούργησαν σοβαρές επιπλοκές. Γνωρίζουμε επίσης σήμερα πολλά παραδείγματα τοπικών μυστικών εθνικών ομάδων, που αργότερα ακολούθησαν με τη βία το ΚΚΕ/ΕΑΜ κλπ ή αντιστάθηκαν μέχρι την τελική εξόντωσή τους.Οι κατώτεροι κυρίως αξιωματικοί του στρατού και χωροφυλακής, μαζί με τους απλούς χωροφύλακες που εξακολουθούσαν κατά κάποιο τρόπο να αποτελούν υπολείμματα του οργανωμένου κράτους, υπήρξαν από τους πρώτους που κινήθηκαν αντιστασιακά πολύ πιο μπροστά από διάφορα στελέχη του ΚΚΕ. 
Με τη καθοδήγηση των παραπάνω ο πατριωτικός κόσμος της υπαίθρου οργανώθηκε σχεδόν αμέσως κατά των κατακτητών και ήρθε σε οξεία αντίθεση με το ΚΚΕ, όταν αυτό εμφανίσθηκε αργοπορημένο με σκληρές τάσεις επιβολής και μονοπώλησης του αγώνα.Πρέπει ακόμη να σημειώσουμε ότι στο αρχικό στάδιο, μέρος της εθνικιστικής τοπικής ελίτ προσχώρησε αμέσως και χωρίς να γνωρίζει στο αργοπορημένο ΚΚΕ/ ΕΑΜ, ενώ ένα άλλο μέρος εναντιώθηκε, μέχρι ο καθένας να κατασταλάξει εκεί που του επεφύλασσε η μοίρα!Περιγράφοντας σήμερα τους «Άλλους Καπετάνιους» όπως, τους ονομάζει πολύ επιτυχημένα τελευταία εργασία από το ΑΠΘ, μερικές ενέργειές των φαίνονται ακατανόητες, αποσπασματικές και άστοχες. Η μέθοδος της προσωποκεντρικής προσέγγισης που ακολουθείται σε όλες σχεδόν τις νεώτερες εργασίες, δεν άφησε επίσης χώρο για την περιγραφή ευρύτερων φαινομένων ή γεγονότων, γενικής πολιτικής των Γερμανών, Ιταλών, Βουλγάρων αλλά και των συμμάχων Άγγλων, έναντι των αντιστασιακών Ελλήνων. Από την άποψη αυτή χάθηκε και η ευκαιρία να αναδειχθούν υπερτοπικά φαινόμενα και πολιτικές που επέδρασαν καθοριστικά στη γενική πολιτική σκηνή και καθόρισαν τη μεταπολεμική πορεία, όπως π. χ. οι συστηματικές συλλήψεις “αντιδραστικών”, όπως ονομάζονταν από το ΚΚΕ/ΕΑΜ στην επαρχία, όσοι απλά διαφωνούσαν με τους κομμουνιστές της εποχής πριν τα Δεκεμβριανά ή το τελικό ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με τις ομάδες ένοπλων χωρικών, μετά την αποχώρηση των Γερμανών .
Επίσης μεγάλο κενό παραμένει η έλλειψη αναφορών στο εθνικιστικό, προ ΕΑΜικό κόσμο της υπαίθρου που οργανώθηκε πριν η ταυτόχρονα με το ΕΑΜ και ήρθε σε οξεία αντίθεση μαζί του. Χτυπητό παράδειγμα στη Δυτική Μακεδονία είναι η εξόντωση της ομάδας του ανθυπολοχαγού Σιδηρόπουλου στον Αυγερινό του Βοίου, που αριθμούσε τουλάχιστον 150-200 άτομα, η οποία διαλύθηκε αιματηρά την άνοιξη του 1943 από το ΕΑΜ., μετά την εξόντωση του αρχηγού της στο Σπήλαιο Γρεβενών και πολλές άλλες!! Οι νεώτερες εργασίες τεκμηριώνουν τη δράση των αντί-κομμουνιστών καπετάνιων και τα κριτήρια των σχέσεων μερικών από αυτούς με τους Γερμανούς, τα οποία φυσικά δεν μπορούμε να τα θεωρήσουμε δευτέρας σημασίας, όπως επίσης το διαχωρισμό των εθνικιστών - κατά την εξέλιξη του αγώνα - σε δύο κατηγορίες, δηλαδή εκείνων που αντιστάθηκαν μέχρι τέλους στο «διπλό αγώνα» που επέβαλε τότε το ΚΚΕ/ΕΑΜ και εκείνων που κατέφυγαν στη Γερμανική ανοχή και εφοδιασμό. Η δεύτερη κατηγορία ασφαλώς μπορεί να επικαλεσθεί την προσωπική της επιβίωση σαν «αιτιολογία» για την προσφυγή στην ανοχή του κατακτητή και την παροχή όπλων, αλλά αυτό απέχει από τη «δικαιολογία».Οι τελευταίες ερευνητικές εργασίες των νέων επιστημόνων του ΑΠΘ διευρύνουν τις γνώσεις μας και ανοίγουν νέο σωστό διάλογο για επανεκτίμηση των γεγονότων της τραγικής εποχής ενώ έχουν ιδιαίτερη αξία για όσους έζησαν το δράμα. 
Βλέπουμε καθαρά ότι η «Εθνική Αντίσταση» ήταν ταυτόχρονα και ένας «εφιάλτης» με σκληρό εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των υπόδουλων Ελλήνων, οι οποίοι ενώ αγωνίζονταν όλοι για την ελευθερία, είχαν ταυτόχρονα εμπλακεί και σε φοβερό διμέτωπο αδελφοκτόνο αγώνα. Απομυθοποιούνται υπερβολές ή σκοπιμότητες και προ παντός παραποιήσεις και διαστρεβλώσεις της γνωστής «κόκκινης» προπαγάνδας – παλαιάς και νέας - ενώ παρουσιάζεται η αλήθεια, η οποία οδηγεί πάντοτε στην εθνική αυτογνωσία.Με τις τελευταίες επιστημονικές πλέον εργασίες του ΑΠΘ, επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά, ότι οι εραστές της υπερβολής έχουν μόνο πρόσκαιρα κέρδη, ενώ ταυτόχρονα καλύπτονται ερευνητικές αναζητήσεις των νέων επιστημόνων, αλλά και η επιθυμία του απλού αναγνώστη, ο οποίος ενδιαφέρεται για την ιστορική αλήθεια και όχι για τη δικαίωση διάφορων πολιτικών και ιδεολογικών επιλογών.
-----------------
ΣΧΟΛΙΟΝ

Aριστερή βία: μύθοι και πραγματικότητα 




O τρόπος με τον οποίο απεικονίζεται η εικόνα του Θαναση Κλάρα η «Μιζέρια» στο εισηγητικό κείμενο της παρουσίασης του SKY, και η αγιοποίηση της προσωπικότητας του με κριτήρια «κοινωνικού Νταβέλη», δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί με την σύγχρονη Ευρωπαϊκή σκέψη και μεθοδολογία του λόγου και της επιστήμης, παρά μόνο με κριτήρια άγνοιας η κριτήρια που άπτονται της επιστήμης της ψυχολογίας των λαών…. Ο ΣΤΑΘΗΣ ΚΑΛΥΒΑΣ, (Καθηγητής, Πολιτικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Yale) σε άρθρο του σχετικό με την «ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ» την περίοδο της Κατοχής, στην εφημερίδα τα ΤΑ ΝΕΑ , 08-05-2004 , επισημαίνει:H αναφορά στο EAM και στον ΕΛΑΣ προκαλεί αυτόματους συνειρμούς στον Άρη Βελουχιώτη και τους γενειοφόρους καπεταναίους που απαθανάτισε ο Σπύρος Μελετζής. Λιγότερο γνωστό είναι πως την οργανωτική ραχοκοκαλιά του EAM αποτελούσαν συχνά απρόσωποι γραφειοκράτες, σαν τον Θόδωρο Ζέγγο (ψευδώνυμο Στάθης ή Τριαντάφυλλος) και τον Δημήτρη Ανδρεαδάκη. Ταχυδρομικός από τη Μαγνησία με θητεία στην Ακροναυπλία ο πρώτος, χρημάτισε γραμματέας της περιφερειακής επιτροπής Αργολιδοκορινθίας του KKE το 1943-1944. Από την Περαχώρα Λουτρακίου ο δεύτερος, υπήρξε δεξί χέρι του Ζέγγου με περιοχή δικαιοδοσίας την Αργολίδα. Και οι δύο πρωταγωνίστησαν στο δράμα που παίχθηκε στη Βορειοανατολική Πελοπόννησο στη διάρκεια της Κατοχής. Μέσα σε έναν χρόνο (Σεπτέμβριος 1943 - Σεπτέμβριος 1944) και σε δύο μόνο επαρχίες (Άργος και Ναυπλία) του σημερινού Νομού Αργολίδος, όπου διεξήγαγα λεπτομερή έρευνα, φονεύθηκαν πάνω από 650 άνθρωποι (σχεδόν το 2% του συνολικού αγροτικού πληθυσμού της περιοχής). Αντίστοιχα είναι τα μεγέθη στην Κορινθία και σε ορισμένες άλλες περιοχές της Πελοποννήσου και της υπόλοιπης Ελλάδας. Η φύση της βίας στην Αργολίδα (περίπου το 55% των θυμάτων φονεύθηκαν από το EAM και το 45% από τους Γερμανούς και τα Τάγματα Ασφαλείας) πιστοποιεί την έκταση των κατοχικών συγκρούσεων που γρήγορα πήραν εμφύλιο χαρακτήρα. Οι αριθμοί αυτοί αναφέρονται σε δολοφονίες άμαχων Ελλήνων χωρικών, οι οποίοι άλλοτε είχαν κάποια σχέση με τις αντιμαχόμενες παρατάξεις και άλλοτε όχι, αλλά δεν ήταν μαχητές. Οι νεκροί στα πεδία μαχών της ίδιας περιοχής ήταν ελάχιστοι συγκριτικά. H βία των Γερμανών μπορεί να μην προξενεί έκπληξη, αλλά πώς μπορεί να ερμηνευθεί το μέγεθος της βίας του EAM;

Θέμα ταμπού 
Τα παραπάνω στοιχεία, μέρος ευρύτερης έρευνάς μου για τον Εμφύλιο, εμπεριέχονται σε πρόσφατο συλλογικό τόμο (επιμ. Μαρκ Μαζάουερ, «Μετά τον πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογενείας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960», Αλεξάνδρεια, 2003. Μόλις κυκλοφόρησε η αναθεωρημένη δεύτερη έκδοση χωρίς μεταφραστικά σφάλματα). Όπως είναι φυσικό, η αναφορά σε ένα θέμα ταμπού, όπως η αριστερή βία στη διάρκεια της Κατοχής, δεν θα μπορούσε να μην προκαλέσει κριτικές. Δυστυχώς όμως, αντί αυτές να συμβάλλουν στην προαγωγή ενός γόνιμου επιστημονικού διαλόγου, φαίνεται πως επιδιώκουν την προάσπιση μιας συγκεκριμένης ανάγνωσης του παρελθόντος ανεξάρτητα από τη σχέση της με την πραγματικότητα ... όταν δεν ξεφεύγουν από τα όρια της σοβαρότητας παραληρώντας περί New Age (!) και κατάργησης του Διαφωτισμού. Αναλώνονται έτσι σε προσωπικές επιθέσεις (απ' όπου δεν απουσιάζει η εύκολη ειρωνεία) αμφισβητώντας την ίδια τη βάση των γεγονότων. Αναφέρεται, λοιπόν, πως στηρίζω τα συμπεράσματά μου για την ύπαρξη, μορφή και έκταση της αριστερής βίας σε αναξιόπιστες πηγές, δηλαδή σε προφορικές μαρτυρίες ανθρώπων που συλλέχθηκαν πενήντα χρόνια μετά τα γεγονότα, σε δικογραφίες εφετείων που δίκαζαν αριστερούς και σε «ψυχανεμίσματα» Άγγλων συνδέσμων. Αφήνοντας κατά μέρος μεθοδολογικές συζητήσεις για το πώς αξιοποιούνται οι πηγές, θα περιοριστώ σε τρεις πηγές των οποίων η αξιοπιστία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. 1. Πηγή πρώτη, ο διοικητής του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, ταγματάρχης Μανόλης Βαζαίος, ο οποίος στα απομνημονεύματά του αναφέρεται εκτενώς στις «υπερβασίες», όπως τις ονομάζει. Περιγράφει πως πληροφορήθηκε κάποτε πως ο Ζέγγος επρόκειτο να εκτελέσει ως αντιδραστικούς «ένα ποσοστό 5-10% των κατοίκων κάθε χωριού» της περιοχής για να εξουδετερώσει την παρουσιαζόμενη «αντίδραση». Όταν διαμαρτυρήθηκε, ο Ζέγγος του απάντησε: «Συναγωνιστή αρχηγέ, φύλαξε το κεφάλι σου και μην αναμειγνύεσαι εις αλλότρια καθήκοντα». Όπως είναι γνωστό, το KKE διέκρινε ανάμεσα σε «προδότες» (συνεργάτες των Γερμανών) και «αντιδραστικούς», όσους δηλαδή δεν ήταν (ή κατηγορούνταν πως δεν ήταν) μαζί του. 2. Πηγή δεύτερη, που δεν αφήνει αμφιβολία ως προς την έκταση και αυθαιρεσία της βίας, εσωτερική έκθεση στο Πολιτικό Γραφείο του KKE που υπέβαλε στις 15 Μαρτίου του 1946 κομματικό στέλεχος (βρίσκεται στο αρχείο του KKE, στα ΑΣΚΙ): «Άλλη υπόθεση... είναι οι εκτελέσεις της Αργολιδοκορινθίας. Ο γραμματέας της Π.E. Κορίνθου δηλώνει υπεύθυνα... ότι απ' τη μελέτη που έχει κάνει μέχρι τώρα, διαπιστώνει ότι έγιναν πάνου από 1.200 εκτελέσεις ανθρώπων, που εμείς σήμερα δεν μπορούμε με κανένα στοιχείο να δικαιολογήσουμε. Εκτελέστηκε γραμματέας K.Ο. χωριού, γιατί υποστήριζε με επιμονή πως στο χωριό του δεν έχει αντίδραση για κόψιμο, η οποία κατά τον Σέγγο έπρεπε απαραίτητα να υπάρχει σε ποσοστό 10-15% σε όλο το χωριό» (έμφαση και ορθογραφία του πρωτοτύπου). Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της βίας αυτής, αρκεί να σημειωθεί πως, σύμφωνα με (αριστερή) έκθεση, το σύνολο των φόνων που διαπράχθηκαν από δεξιές παρακρατικές ομάδες την περίοδο από 12-2-45 έως 31-3-1946 σε ολόκληρη την χώρα ανέρχονται σε 1.289, όσα περίπου ήταν μόνο τα θύματα του EAM στην Αργολιδοκορινθία. Μπροστά στη γενική κατακραυγή, το KKE αναγκάστηκε τελικά, τον Οκτώβριο του 1944, να διαγράψει τον Ζέγγο. H διαγραφή αυτή ήταν για «τα μάτια του κόσμου», καθώς ο Ζέγγος φαίνεται πως επανεντάχθηκε στον κομματικό μηχανισμό με παρέμβαση του Βελουχιώτη, για να καταλήξει τελικά πολιτικός πρόσφυγας στην Πολωνία. Ο Ανδρεαδάκης εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό και σκοτώθηκε στο «δεύτερο αντάρτικο». Το σκεπτικό της διαγραφής έχει ενδιαφέρον, καθώς αναφέρεται σε «εγκληματική διαστρέβλωση της κομματικής γραμμής... Χρησιμοποίησε [ο Ζέγγος] εναντίον πολιτών μέθοδες που δεν έχουν καμία σχέση με την κομματική ηθική και συμπεριφορά και προξένησε ζημιά στο κόμμα». Φαίνεται δηλαδή καθαρά, πως το KKE απέρριπτε, τότε, ερμηνείες της βίας αυτής ως απλό απότοκο του πολέμου («πόλεμος ήταν, έτσι γίνεται στον πόλεμο»), τις οποίες παραδόξως κάποιοι υιοθετούν σήμερα. 3. Πηγή τρίτη, που δείχνει πως δεν έχουμε να κάνουμε με μεμονωμένα τοπικά γεγονότα, άλλη μια εσωτερική έκθεση του KKE (συντάχθηκε από τον Πολύβιο Ισαριώτη και βρίσκεται επίσης στο αρχείο του KKE). Αναφέρεται, πως «η θέση "αντιδραστικοί" που έπρεπε να ξεπατωθούν», επιβλήθηκε από την κομματική ηγεσία σε ολόκληρη την Πελοπόννησο ήδη από τον Δεκέμβριο του 1943 (προτού, δηλαδή, σχηματιστούν τα Τάγματα Ασφαλείας στην περιοχή). Στελέχη σαν τον Ζέγγο έδρασαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, συνήθως με την κάλυψη και ενθάρρυνση του κόμματος. Ο Μιχάλης Ντούσιας, ΕΑΜικό στέλεχος στον Νομό Πρέβεζας, αναφέρει για παράδειγμα την περίπτωση του «Ροβεσπιέρου» (Ανδρέα Φιλίππου), στελέχους του KKE στο Ξηρόμερο Αιτωλοακαρνανίας, την πολιτεία του οποίου χαρακτηρίζει «αυθαίρετη τρομοκρατική δράση» εμφορούμενη από τη λογική ότι «όποιος δεν ήταν δικός μας, ήταν εχθρός μας». Πρόσφατες έρευνες έχουν τεκμηριώσει αντίστοιχες πρακτικές στη Μακεδονία και αλλού.
Επανάσταση, εκκαθαρίσεις και «πράσινα άλογα» 
Θα μπορούσα να παραθέσω πολύ περισσότερες «αξιόπιστες» πηγές, αλλά αυτές αρκούν για να διαφανεί η ποιότητα της κριτικής περί πηγών. Σε γενικές γραμμές, οι πηγές τεκμηριώνουν μια λογική γενικών εκκαθαρίσεων που δεν μπορεί να φορτωθεί απλά στις πλάτες των Γερμανών. Άλλωστε, στη Γαλλία και την Ιταλία, οι Γερμανοί διέπραξαν αντίστοιχες θηριωδίες, εκεί όμως οι αντιστασιακές οργανώσεις δεν απάντησαν με μαζικές σφαγές αμάχων. Αντίθετα, ένα ερμηνευτικό στοιχείο (ανάμεσα σε άλλα) που δεν μπορεί να αγνοηθεί, είναι οι στόχοι του KKE, ενός κόμματος με λενινιστική παράδοση και σταλινική πρακτική. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο εκ των τότε ηγετών του Γιάννης Ιωαννίδης, αναφερόμενος στους «αντιδραστικούς» των πόλεων, «εμείς θα τους εξουδετερώναμε, γιατί κάναμε επανάσταση και η επανάσταση δεν ξέρει άλλα. Τα άλλα είναι πράσινα άλογα». 
Νοσηρή νοοτροπία 
Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμία αμφιβολία για το μέγεθος και τη λογική της αριστερής βίας (χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, πως πήρε την ίδια έκταση και μορφή σε κάθε περιοχή. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει). Είναι θλιβερό (και ενδεικτικό μιας πραγματικά νοσηρής νοοτροπίας), πως εξήντα χρόνια μετά τα γεγονότα αυτά έχουμε φθάσει να αμφισβητούμε, να δικαιολογούμε ή ακόμα και να υπερασπιζόμαστε πράγματα και καταστάσεις που ακόμα και το KKE του 1945 χαρακτήριζε «εγκληματική διαστρέβλωση της κομματικής γραμμής» και δεχόταν πως «δεν μπορούμε με κανένα στοιχείο να δικαιολογήσουμε». Μια τέτοια στάση είναι ίσως κατανοητή για κάποιους βετεράνους του Εμφυλίου, αλλά αποτελεί σοβαρότατο ολίσθημα για επαγγελματίες ιστορικούς. H ανάδειξη (και ψύχραιμη συζήτηση) των γεγονότων αυτών είναι αναγκαία για την προαγωγή της ιστορικής έρευνας, αλλά και για έναν επιπλέον λόγο: η αποσιώπηση και απόκρυψή τους θα επέτρεπε την άδικη συγχώνευση εκείνων που εγκλημάτησαν (υπενθυμίζω: όρος του KKE της εποχής) στο όνομα της «επανάστασης» με την πλειονότητα των μελών του EAM και του ΕΛΑΣ που εμφορούνταν από πατριωτικά αισθήματα και των οποίων η στάση υπήρξε άμεμπτη. ΣΤΑΘΗΣ ΚΑΛΥΒΑΣ Ο Στάθης Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale ΤΑ ΝΕΑ , 08-05-2004
-----------------------------------------